Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Πρόοδο έχουν σημειώσει οι κυπριακές τράπεζες όπως καταγράφεται σε σχετική έκθεση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), αλλά υπάρχουν ακόμα πολλοί αστερίσκοι. Οι κυπριακές τράπεζες έχουν κάνει πολλά, αλλά πρέπει να κάνουν ακόμα περισσότερα για να συγκριθούν με την κανονικότητα και τις άλλες τράπεζες του ευρωπαϊκού χώρου και του επιπέδου που βρίσκονται. Έχουν κάνει τομές την τελευταία δεκαετία, που σε τίποτα δεν θυμίζουν τις τράπεζες που βρέθηκαν εντός της τραπεζικής κρίσης του 2013 και όπως φαίνεται εξακολουθούν να έχουν προβλήματα τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν. Βάσει των δεδομένων που παρουσιάζει ο SSM, οι κυπριακές τράπεζες έχουν πολύ χαμηλή απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE), μεγάλο κόστος προς τα έσοδα (cost to income) και ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων που παρά την μεγάλη πρόοδο με πωλήσεις, διαγραφές και οργανική μείωση, παραμένει ως ποσοστό το μεγαλύτερο σε σχέση με όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τα δεδομένα της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROE) του SSM για το τρίτο τρίμηνο του 2022, η Κύπρος βρίσκεται στις χαμηλότερες θέσεις, με το ποσοστό να φτάνει μόλις στο 0,32%. Χαμηλότερα από την Κύπρο βρίσκεται μόνο η Μάλτα, έχοντας αρνητικό ROE, στο 1,36%. Από εκεί και πέρα, στο δείκτη που αποδεικνύει κατά πόσο χρησιμοποιούν οι κυπριακές τράπεζες τα κεφάλαιά τους για να παράξουν κέρδη, οι τράπεζες από άλλα 16 κράτη αποδεικνύονται πιο ικανές. Το χαμηλότερο είναι το 3,22% των ιρλανδικών τραπεζών και το υψηλότερο το 18,8% των τραπεζών από την Σλοβενία. Το χειρότερο δείκτη από όλες τις τράπεζες στην Ευρώπη σε σχέση με το κόστος, έχουν οι κυπριακές. Βάσει των δεδομένων που έχουν ενώπιόν τους οι επόπτες του SSM, οι τράπεζες στην Κύπρο είχαν στο τρίτο τρίμηνο του 2022 κόστος προς έσοδα (cost to income) της τάξης του 84,7%. Δεύτερη χειρότερη επίδοση έχουν οι τράπεζες του Λουξεμβούργου με 79,9% και τρίτη χειρότερη έχουν οι ιρλανδικές με 69,4%.
Ενόσω οι κυπριακές τράπεζες έχουν πλεονάζουσα ρευστότητα κατατεθειμένη στις κεντρικές τράπεζες, με τη σημερινή συγκυρία των επιτοκίων, δημιουργείται ευνοϊκό στάτους.
Η Κύπρος έχει μειώσει τα ΜΕΔ της από το υψηλό των 28 δισ. ευρώ το 2014 στο 2,85 δισ. ευρώ εντός του 2022. Ναι μεν έχει επιδείξει πολύ καλή προσπάθεια, ωστόσο η Κύπρος παραμένει η χώρα με τα περισσότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε σχέση με τον συνολικό δανεισμό που έχει παραχωρήσει. Το ποσοστό των ΜΕΔ στις κυπριακές τράπεζες ανέρχεται στο 7,5% που είναι η χειρότερη επίδοση, με τη δεύτερη χειρότερη επίδοση να έχουν οι ελληνικές τράπεζες στο 6,82%. Ακολουθούν οι πορτογαλικές με 3,51%, οι ισπανικές με 3,31% και οι ιταλικές με 3,15%. Τα λιγότερα ΜΕΔ αναλογικά έχουν οι εσθονικές τράπεζες στο 0,85%, οι λιθουανικές στο 0,91% και οι λετονικές στο 1,18%.
Πέραν των παραπάνω δεδομένων, η Κύπρος έχει και το μεγαλύτερο κόστος του ρίσκου (COR). Σύμφωνα με την αρνητική επίδοση που καταγράφουν οι κυπριακές τράπεζες, το κόστος του ρίσκου (COR) ανέρχεται στο υψηλό 1,13%, με την αμέσως επόμενη χειρότερη επίδοση να καταγράφεται από τις ισπανικές με 1,03%. Στην τρίτη χειρότερη θέση σε σχέση με το κόστος του ρίσκου βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες με 0,89%. Στην καλύτερη θέση βρίσκονται οι τράπεζες από την Ιρλανδία, την Εσθονία, τη Λιθουανία και το Λουξεμβούργο.
Θετικά και «μπούμεραγνκ»
Οι κυπριακές τράπεζες έχουν και τον δεύτερο χειρότερο δείκτη δανείων προς τις καταθέσεις. Γιατί όμως βρίσκεται αυτή η πρόταση κάτω από το μεσότιτλο «και τα θετικά» και δεν συμπεριλαμβάνεται στο κεφάλαιο των αρνητικών επιδόσεων; Γιατί αν και οι κυπριακές τράπεζες έχουν δείκτη δανείων προς τις καταθέσεις (Loan to deposit ratio) στο 52,86%, η χρονική συγκυρία της αύξησης των επιτοκίων τις ευνοεί. Συγκεκριμένα, οι κυπριακές τράπεζες λόγω ακριβώς αυτού του ποσοστού αποδεικνύεται πως έχουν μεγάλη ρευστότητα, ρευστότητα που έχουν κατατεθειμένη στις κεντρικές τράπεζες. Μέχρι πριν λίγα χρόνια οι κυπριακές τράπεζες πλήρωναν για να αποθηκεύεται, για περίπου 1,5 – 2 χρόνια, το κόστος αυτό το μετακύλυαν στους πελάτες τους, ενώ τώρα γύρισε «μπούμερανγκ» και θα έχουν κέρδη από την αύξηση των επιτοκίων που αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όπως διαφαίνεται λοιπόν, ενώ το ποσοστό του 52,86% «deposit to loan ratio) είναι «κακό», με τη σημερινή συγκυρία δημιουργείται ευνοϊκό στάτους για τις κυπριακές τράπεζες. Τη χειρότερη επίδοση στο δείκτη δανείων προς καταθέσεις έχει η Μάλτα με 52,51%, ενώ στον αντίποδα, την καλύτερη επίδοση έχει η Γερμανία με 121%. Αμέσως καλύτερη έχουν οι ολλανδικές τράπεζες με 114,98% και οι γαλλικές τράπεζες με 108,4%.
Πέραν των αρνητικών επιδόσεων των κυπριακών τραπεζών, οι κυπριακές τράπεζες, όπως προαναφέρθηκε, έχουν επιδείξει μεγάλη πρόοδο σε δομικούς τομείς, όπως για παράδειγμα στον κεφαλαιακό δείκτη, ή αλλιώς στον συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CAD). Τα στοιχεία του SSM θέλουν οι κυπριακές τράπεζες να έχουν κεφάλαια ύψους 20,94% την 5η καλύτερη επίδοση σε σχέση με όλες τις τράπεζες χωρών που εποπτεύει ο Μηχανισμός. Το μεγαλύτερο συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας έχουν οι εσθονικές τράπεζες με 24,07%, οι λετονικές με 23,98%, οι τράπεζες από τη Μάλτα με 21,92% και οι ιρλανδικές με 21,15%. Το χαμηλότερο δείκτη CAD τον έχουν οι ισπανικές τράπεζες, στο 16,24%.
Η ρευστότητα (Liquidity Coverage Ratio - LCR), είναι ένα άλλο “δυνατό χαρτί” των κυπριακών τραπεζών. Σύμφωνα με τα στοιχεία των εποπτών του SSM, η Κύπρος έχει δείκτη LCR στο 354,68%, το δεύτερο μεγαλύτερο από τις άλλες χώρες. Οι τράπεζες από τη Μάλτα έχουν 390,6% δείκτη ρευστότητας, οι λετονικές στο 304,93%, οι πορτογαλικές στο 276,88%, οι λιθουανικές στο 270,75% και οι σλοβένικες στο 244,32%. Στα “χαμηλά” βρίσκουμε τις τράπεζες από το Λουξεμβούργο με 149,17%, τις ολλανδικές με 160,28% και τις αυστριακές και φινλανδικές με 163,50% και 163,68% αντίστοιχα.
Ανάμεσα σε 111 τράπεζες
O SSM συγκέντρωσε στοιχεία για 111 τράπεζες ώστε να εξαγάγει αποτελέσματα για το τρίτο τρίμηνο του 2022. Σύμφωνα με τους μέσους όρους των ευρωπαϊκών τραπεζών που εποπτεύει, ο μέσος όρος των τραπεζών σχετικά με την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων (ROE) ανέρχεται στο 7,55%. Το μέσο κόστος προς έσοδα (Cost to income) ανέρχεται στο 61,43% και το κόστος του ρίσκου (COR) στο 0,48%. Ο μέσος όρος των κεφαλαίων των ευρωπαϊκών τραπεζών (CET 1 ratio) ανέρχεται σε 14,74% και ο μέσος όρος του δείκτη ΜΕΔ στις τράπεζες είναι στο 2,29%. Ο μέσος όρος δανείων προς καταθέσεις (loan to deposit ratio) ανέρχεται ανάμεσα σε 111 τράπεζες στο 104,8% και ο δείκτης ρευστότητας στο 162,03%.