Του Απόστολου Τομαρά
Τα όσα αφήνουν πίσω τους οι εχθροπραξίες στην Ουκρανία μπορούν να χαρακτηριστούν και ως η τέλεια καταιγίδα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και κατά συνέπεια στις τσέπες των πολιτών. Η ύφεση που προκάλεσε η πανδημία σε μια σειρά υπηρεσιών πρώτης ανάγκης όχι μόνο δεν αποτελεί παρελθόν, αλλά δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα η οποία, σύμφωνα με τους λιγότερο αισιόδοξους, δεν αναμένεται να διαφοροποιηθεί στο άμεσο μέλλον. Τουναντίον, οι προβλέψεις παραπέμπουν σε εφιαλτικά σενάρια, σε σημείο τέτοιο που μια σειρά υπηρεσιών πρώτης ανάγκης τείνουν να απωλέσουν τον χαρακτηρισμό του κοινωνικού αγαθού. Ένα τρανταχτό παράδειγμα της νέας τάξης πραγμάτων είναι η ηλεκτρική ενέργεια, τα τιμολόγια της οποίας χωρίς υπερβολή φλερτάρουν να καταλάβουν, εάν δεν την έχουν πετύχει σε κάποιες περιπτώσεις, την πρώτη θέση στους μηνιαίους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Οι αυξήσεις στους τελευταίους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος είναι πρωτόγνωρες και για τα κυπριακά δεδομένα, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα επιβίωσης κυρίως στις ευάλωτες, οικονομικά, ομάδες του πληθυσμού. Πίσω από την πραγματικότητα που βιώνουν οι πάντες, βρίσκεται η ραγδαία αναστροφή του κλίματος ύφεσης που δημιούργησε η υγειονομική κρίση που σε συνδυασμό με τις ρωσο-ουκρανικές εχθροπραξίες, ακύρωσαν κάθε προοπτική αυτορρύθμισης της αγοράς σε μία σειρά υπηρεσίες πρώτης ανάγκης. Το χάσμα που έχει δημιουργηθεί είναι περισσότερο ορατό και κατανοητό αν κάποιος συγκρίνει το κόστος των υπηρεσιών τον τελευταίο χρόνο.
Στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, οι διαφορές που καταγράφονται έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια εντός των οποίων κινείτο η αναπροσαρμογή των τιμολογίων στο παρελθόν και σε περιόδους κρίσεων. Μια εικόνα για το μέγεθος του προβλήματος δίνουν τα στοιχεία που εξασφάλισε η «Κ», τα οποία βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα κοστολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος και όχι κατά προσέγγιση. Τα στοιχεία όπως φαίνεται και στον πίνακα, αποκαλύπτουν το τίμημα που καλούνται να επωμιστούν οι καταναλωτές. Ωστόσο, άξιο προσοχής δεν είναι μόνο το παρόν αλλά και οι προβλέψεις που αφορούν την κούρσα του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές.
Πάνω από 23% οι αυξήσεις μέσα σε έναν χρόνο
Τα στοιχεία που παρουσιάζει η «Κ» αφορούν την πραγματική τιμολόγηση για την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2021 σε σχέση με την αντίστοιχη και πιο πρόσφατη του 2022. Η σύγκριση βασίζεται στη μέση τιμή κατανάλωσης ενός οικιακού καταναλωτή που καθορίζεται στις 800 kWh το δίμηνο. Την περσινή περίοδο για το συγκεκριμένο όγκο ηλεκτρικής ενέργειας, ο καταναλωτής κατέβαλε το ποσό των 148,41 ευρώ. Ένα χρόνο αργότερα για τον ίδιο όγκο κατανάλωσης, το τίμημα ανήλθε στα 183,98 ευρώ. Διαφορά συν 36 ευρώ. Όπως φαίνεται και στον πίνακα, αν αφαιρεθεί η έκπτωση χρήσης δικτύου (14,46 ευρώ) που εφαρμόζεται τους τελευταίους μήνες ως μέτρο ελάφρυνσης των επιπτώσεων, η πραγματική αξία κατανάλωσης ανέρχεται στα 197,92 ευρώ. Στην επεξήγηση των χρεώσεων που διαμορφώνουν το τελικό ποσό κατανάλωσης, φαίνεται ξεκάθαρα πως η τιμή αγοράς πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας συν τα δικαιώματα ρύπων, είναι οι δυο βασικοί παράγοντες που συμπαρασύρουν το σύνολο των επιμέρους επιβαρύνσεων ενός λογαριασμού ηλεκτρικής ενέργειας. Για την διμηνιαία περίοδο κατανάλωσης Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2021, η τιμή του Brent ήταν στα 50 δολάρια το βαρέλι και στα 31 ευρώ τα δικαιώματα ρύπων ανά μετρικό τόνο (ΜΤ). Με τα δεδομένα αυτά το κόστος καυσίμου της ΑΗΚ είχε διαμορφωθεί στα 394,22 ευρώ τον ΜΤ. Την αντίστοιχη περίοδο του 2022 η κοστολόγηση έχει πραγματοποιηθεί με τις τιμές του μαύρου χρυσού που ίσχυαν τον περασμένο Δεκέμβριο. Όπως φαίνεται στον πίνακα, το κόστος καυσίμου έχει σχεδόν διπλασιασθεί παρά το γεγονός ότι η ψαλίδα της τιμής του Brent δεν έχει ανοίξει σε μεγάλο βαθμό (+28 δολάρια το βαρέλι). Ωστόσο, η σημαντική διαφοροποίηση εντοπίζεται στα δικαιώματα ρύπων τα οποία σχεδόν έχουν τριπλασιασθεί ανά ΜΤ, σε σχέση με τους δυο πρώτους μήνες του 2021. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανάλυση των χρεώσεων στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος καθώς και η ποσοστιαία κατηγοριοποίησή τους. Στη βάση πραγματικών δεδομένων, όπως φαίνεται και στον πίνακα, το κόστος ενέργειας και προμήθειας αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο κομμάτι των διμηνιαίων χρεώσεων. Συγκεκριμένα για την περίοδο σύγκρισης (ΙΑΝ-ΦΕΒΡ/2021-2022) το ποσοστό ανέρχεται στο 61,8% και 81,6%, αντίστοιχα. Οι χρεώσεις που αφορούν τις μη ανταγωνιστικές υπηρεσίες, όπως η χρήση του δικτύου διανομής, κυμαίνονται για το 2021 στο 19,7%. Για την αντίστοιχη περίοδο του 2022, η μείωση που καταγράφεται (7,9%) οφείλεται στις εκπτώσεις που εφαρμόζονται ως μέτρο ελάφρυνσης των επιπτώσεων από τις αυξήσεις. Το τρίτο κομμάτι χρεώσεων που διαμορφώνει την τελική τιμή, αφορά τους φόρους και τέλη, το ποσοστό των οποίων σε ομαλή περίοδο κυμαίνεται στο 18,5%. Οι χρεώσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος που παρουσιάζει η «Κ» για τους δύο πρώτους μήνες του 2022, αναμένεται να παρουσιάσουν περαιτέρω αύξηση τους επόμενους μήνες. Η αύξηση των τιμολογίων θεωρείται δεδομένη, αν ληφθεί υπόψη η χρονική καθυστέρηση δύο μηνών περίπου, που υπάρχει στον υπολογισμό της τιμής του καυσίμου από την ΑΗΚ. Η πραγματική κοστολόγηση για τους δύο προηγούμενους μήνες βασίζεται στα 78 δολάρια το βαρέλι, τιμή πετρελαίου τον περασμένο Δεκέμβριο. Στους επόμενους μήνες η τιμή του καυσίμου της ΑΗΚ θα υπολογισθεί με βάση την νέα τιμή του πετρελαίου που κινείται πάνω από τα 115 δολάρια το βαρέλι.
Άλλες επιλογές
Με δεδομένη την τρέχουσα κατάσταση, το βασικό ερώτημα είναι αν υπάρχουν άλλες επιλογές προκειμένου τα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος να ανταποκρίνονται στον αντικειμενικό σκοπό, δηλαδή στον κοινωνικό τους χαρακτήρα. Με το υφιστάμενο πλαίσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (πετρέλαιο + ΑΠΕ) η απάντηση είναι αρνητική. Όπως υποστηρίζουν απόψεις στο χώρο της ενέργειας, ακόμα και αν η διείσδυση των ΑΠΕ ήταν μεγαλύτερη από την παρούσα, το όφελος από το χαμηλό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές δεν θα μετακυλούσε στα τιμολόγια. Ο λόγος, όπως υποστηρίζεται, είναι το μοντέλο αποζημίωσης που εφαρμόζεται στην Κύπρο και βασίζεται στο μεταβλητό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της ΑΗΚ, με πετρέλαιο και όχι στο πραγματικό κόστος παραγωγής από ΑΠΕ το οποίο είναι χαμηλό. Αυτό σημαίνει πως την παρούσα περίοδο που το κόστος παραγωγής είναι υψηλό, το κόστος αποφυγής αυξάνεται για τις ΑΠΕ χωρίς να μεταβάλλεται το πραγματικό κόστος. Κάτι ανάλογο συμβαίνει αντίστροφα όταν οι τιμές του καυσίμου μειώνονται. Στην Ευρώπη η κοστολόγηση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας βασίζεται στη θεωρία του οριακού κόστους, το οποίο καθορίζεται από το πραγματικό κόστος παραγωγής ΑΠΕ και όχι από άλλους παράγοντες. Η περίπτωση εισαγωγής Φ.Α. για σκοπούς παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, υπό τις παρούσες συνθήκες θα εκτόξευε τις τιμές πολύ πάνω από τις σημερινές. Η μόνη περίπτωση που μπορεί να θεωρηθεί ως η πλέον συμφέρουσα και που θα μπορούσε να συγκρατήσει τα τιμολόγια θα ήταν η περίπτωση κατά την οποία η Κύπρος να προμηθευόταν Φ.Α. από τα δικά της κοιτάσματα, όπως κάνει το Ισραήλ.
Διπλασιασμός τιμής ρεύματος εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για νέες αυξήσεις στο πετρέλαιο
Εκτός από τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις της κρίσης στον τομέα της ενέργειας, στο κάδρο βρίσκονται και οι μακροπρόθεσμες οι οποίες έχουν ως συνισταμένη πρώτον την τιμή του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές και δεύτερον την διάρκεια της ουκρανικής κρίσης. Οι εκτιμήσεις των αναλυτών μόνο ευοίωνες δεν είναι. Το χειρότερο σενάριο θέλει τον μαύρο χρυσό να συνεχίζει την ανοδική του κούρσα στις διεθνείς αγορές με ό,τι αυτό συνεπάγεται για μια γκάμα υπηρεσιών και προϊόντων. Ήδη δημόσια διατυπώνονται εκτιμήσεις ότι η τιμή του πετρελαίου θα σκαρφαλώσει στα 200 δολάρια το βαρέλι, ένα σενάριο που θα επιφέρει αλυσιδωτές επιπτώσεις σε βασικά προϊόντα. Μια πρώτη εικόνα για το εύρος των επιπτώσεων στο ηλεκτρικό ρεύμα δίνει το υποθετικό σενάριο τιμολόγησης που πραγματοποίησαν για την «Κ» τεχνοκράτες στο χώρο της ενέργειας.
Το υποθετικό σενάριο τιμολόγησης έχει πραγματοποιηθεί με την τιμή καυσίμου της ΑΗΚ στα 1450 ευρώ το ΜΤ η οποία έχει διαμορφωθεί, πρώτον με τιμή του πετρελαίου Brent στα 200 δολάρια το βαρέλι και δεύτερον με δικαιώματα εκπομπών θερμοκηπιακών αερίων στα 100 ευρώ ανά ΜΤ. Το τελικό ποσό χρέωσης για κατανάλωση 800 kWh το δίμηνο εκτοξεύεται στα 380,84 ευρώ. Όπως φαίνεται και στον πίνακα, το κόστος ενέργειας και προμήθειας αντιπροσωπεύει το 75,5% των συνολικών χρεώσεων, οι μη ανταγωνιστικές υπηρεσίες το 7,6% ενώ οι φόροι και τα τέλη το 16,9%.
Η ανοδική τροχιά των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος είχε ως αφετηρία τον περασμένο Μάρτιο, περίοδο κατά την οποία εμφανίσθηκαν τα πρώτα σημάδια υποχώρησης της ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία σε μια σειρά υπηρεσιών και αγαθών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο δεύτερο πίνακα, για μέση κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας 800 kWh το δίμηνο, από 120 ευρώ που ήταν η καταγεγραμμένη χρέωση του ηλεκτρικού ρεύματος την περίοδο ΦΕΒΡ-ΜΑΡΤ/2021, έφθασε τον ΣΕΠΤ-ΟΚΤ/2021 στα 150 ευρώ. Ωστόσο, το τελικό ποσό είναι μεγαλύτερο αν ληφθεί υπόψη πως στα στοιχεία ΙΑΝ-ΟΚΤ/2021 δεν συμπεριλαμβάνονται οι φόροι και τα τέλη που αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό ποσοστό διαμόρφωσης του τελικού λογαριασμού που κυμαίνεται από 10% έως 15%.