Του Παύλου Νεοφύτου
Οι ικανοποιητικές βροχές του Οκτωβρίου οδήγησαν και φέτος τους λάτρεις της μανιταροσυλλογής στις ορεινές περιοχές, για συλλογή κυρίως των πιο δημοφιλών και περιζήτητων εδόδημων μανιταριών στην Κύπρο, των Lactarius deliciosus και Lactarius semisanguifluus. Είναι γνωστά στην πλειοψηφία των Κυπρίων ως «Κοκκινομανίταρα» και τα συναντάμε σε δάση Μαύρης και Τραχείας Πεύκης, αλλά και σε θαμνότοπους, κυρίως σε ασβεστολιθικά εδάφη. Η ονομασία προφανώς πηγάζει από το χρώμα τους και το πορτοκαλοκόκκινο υγρό που εκκρίνουν, όταν κοπούν ή πληγωθούν. Αυτή την εποχή έλκουν το ενδιαφέρον και κάποια άλλα δημοφιλή μανιτάρια στην Κύπρο, τα Russula delica και Russula chloroides, γνωστά ως «Ασπρομανίταρα». Τα συναντάμε σε δάση Μαύρης, Τραχείας Πεύκης, Κέδρου και Λατζιάς, συνήθως σε ξηρές και ηλιόλουστες πλαγιές. Την ίδια ώρα τα προβλήματα αλλά και οι κίνδυνοι από τη συλλογή των μανιταριών παραμένουν, με τους αρμόδιους φορείς να εφιστούν την προσοχή του κοινού.
Υφίστανται χρόνια προβλήματα, τα οποία ο Μυκητολογικός Σύνδεσμος έχει καταγγείλει στις αρμόδιες αρχές και στα ΜΜΕ ουκ ολίγες φορές. «Αυτά αφορούν τη μη επαρκή φύλαξη των δασών από καταστροφές κατά την περίοδο της μανιταροσυλλογής, την ανεξέλεγκτη συλλογή, την ανεξέλεγκτη διάθεση στην αγορά άγριων μανιταριών, την απουσία εξειδικευμένου κέντρου δηλητηριάσεων από μανιτάρια και την απουσία κόκκινης λίστας για είδη που απειλούνται µε εξαφάνιση», δήλωσε στην «Κ» ο επίτιμος πρόεδρος του Μυκητολογικού Συνδέσμου Κύπρου, Μιχάλης Λοϊζίδης. Όπως εξήγησε, για την προστασία των μυκητών επιβάλλεται πολύ μεγάλη προσοχή, διότι αποτελούν αναπόσπαστο γρανάζι στην αλυσίδα της ζωής και στην ανακύκλωση της ύλης, αλλά και στην υγιή συμβίωσή τους με τα δέντρα, τα οποία μέσω της ανταλλαγής ουσιών μεταξύ τους, υποστηρίζουν και βοηθούν στο να λειτουργούν μέσα στο οικοσύστημα. Τόνισε ότι αν δεν μπορούμε να προστατεύσουμε τους μύκητες, δεν μπορούμε να προστατεύσουμε και τα ίδια τα οικοσυστήματα – είναι αλληλένδετα.
«Η σαρωτική απομάκρυνση της φυλλάδας προκαλεί ζημιά στο δασικό οικοσύστημα αφού θανατώνει και τα μικρά μανιτάρια που πρόκειται να βλαστήσουν, καθώς και μικροοργανισμούς και φυτά της περιοχής, ενώ ταυτόχρονα, υποβαθμίζει αισθητικά το δάσος», ανάφερε από την πλευρά του στην «Κ» ο υπεύθυνος Τύπου του Τμήματος Δασών, Γιώργος Κωνσταντίνου. Πρόσθεσε ότι το Τμήμα Δασών απευθύνει θερμή έκκληση στο κοινό να εφαρμόζει τις σωστές πρακτικές εντοπισμού και συλλογής και να αναφέρει τυχόν παραβάσεις στον πλησιέστερο Δασικό Σταθμό.
Περιβαλλοντικές καταστροφές
Για τις καταστροφές στο περιβάλλον, ο κ. Κωνσταντίνου τόνισε ότι πολλοί συλλέκτες στην προσπάθεια τους να είναι πιο αποτελεσματικοί χρησιμοποιούν εργαλεία, κυρίως τσουγκράνες (χτενιές), για απομάκρυνση της φυλλάδας που σκεπάζει τα μανιτάρια, μία πρακτική που απαγορεύεται ρητά από τον περί Δασών Νόμο και σε περίπτωση καταδίκης, επιφέρει ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ ή και τις δύο αυτές ποινές.
«Ο εντοπισμός των μανιταριών πρέπει να γίνεται μετά από προσεκτική παρατήρηση, από συλλέκτες που είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τα εδώδιμα είδη από τα δηλητηριώδη. Κατά τη συλλογή, να αφαιρείται η φυλλάδα που βρίσκεται πάνω από το μανιτάρι και στη συνέχεια να αφαιρείται με προσεκτικές κινήσεις με το χέρι. Εναλλακτικά, το μανιτάρι μπορεί να κόβεται με μαχαίρι λίγο πάνω από το έδαφος. Ακολούθως να γίνεται επανατοποθέτηση της φυλλάδας που μετακινήθηκε», σημείωσε ο κ. Κωνσταντίνου. Πρόσθεσε ότι η συλλογή πρέπει να γίνεται με προσοχή και με σεβασμό προς τη φύση. «Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι τόσο αν θα συλλεχθεί ή όχι το μανιτάρι όσο να μην καταστραφεί ο παραγωγικός μύκητας που βρίσκει προστασία κάτω από τη φυλλάδα. Είναι πολύ σημαντικό να συλλέγονται μόνο τα ώριμα μανιτάρια τα οποία έχουν απελευθερώσει μεγάλο αριθμό σπορίων, εξασφαλίζοντας έτσι την αναπαραγωγή τους και τα επόμενα χρόνια», ανάφερε.
Δηλητηριώδη είδη
Δεν έχουν ταυτοποιηθεί όλα τα μανιτάρια στην Κύπρο, ενώ, σύμφωνα με τον Μυκητολογικό Σύνδεσμο, πιστεύεται ότι υπάρχουν δεκάδες εάν όχι εκατοντάδες δηλητηριώδη στο νησί μας. Οι συλλέκτες θα πρέπει να μάθουν να τα αναγνωρίζουν με τον σωστό τρόπο, δηλαδή να ξέρουν το κάθε είδος.
Σύμφωνα με το βιβλίο «Μανιτάρια της Κύπρου – Εδώδιμα και τοξικά» (αυτοέκδοση, 2011) των Μιχάλη Λοϊζίδη, Θωμά Κυριάκου και Αντρέα Τζιακούρη, θανατηφόρα είναι τα μανιτάρια του γένους Amanita. Όπως επισημαίνεται, σε κάθε περίπτωση, τα κύρια τους χαρακτηριστικά είναι, ευτυχώς, εύκολα διακριτά. Τόσο το Amanita phalloides, όσο και τα Amanita verna, Amanita virosa, Amanita proxima και Amanita pantherina έχουν κοινά χαρακτηριστικά τα λευκά ελεύθερα ελάσματα, το δακτυλίδι στο πόδι και την παρουσία βόλβας (θήκης) στη βάση του ποδιού. Ιδιαίτερα, τονίζεται, η ύπαρξη βόλβας σε ένα μανιτάρι, θα πρέπει να σημαίνει το καμπανάκι του συναγερμού σε κάθε μανιταροσυλλέκτη.
Επίσης οι συγγραφείς αναφέρουν: Θανατηφόρα δηλητηρίαση προκαλούν και άλλα μανιτάρια από άλλα γένη, αρκετά από τα οποία είναι κοινά στην Κύπρο. Ιδιαίτερα επικίνδυνο είναι το Galerina marginata, που καρποφορεί πάνω σε σάπιο ξύλο και περιέχει ψηλές συγκεντρώσεις α-αμανιτίνης, όπως και αρκετά είδη του γένους Lepiota, που είναι γενικά κοινά. Το Cortinarius splendens προκαλεί θανατηφόρα ορελανινική δηλητηρίαση, όπως και αρκετά άλλα είδη του γένους Κορτινάριων. Θάνατο μπορεί να προκαλέσει και το σπάνιο στην Κύπρο Gyromitra esculenta, που περιέχει την τοξίνη γυρομιτρίνη, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί στη λίστα των θανατηφόρων ειδών και τα μέχρι πρόσφατα «εδώδιμα» είδη Sarcosphaera coronaria και Tricholoma equestre, κάποτε γνωστά με τις λαϊκές ονομασίες «Αφτί της Γης» και «Κιτρινοβωλετός» αντίστοιχα, αφού φαίνεται να προκαλούν απρόβλεπτα συμπτώματα, ακόμα και σε άτομα που τα είχαν επανειλημμένα καταναλώσει χωρίς παρενέργειες στο παρελθόν. Ιδιαίτερα επικίνδυνα για όσους πάσχουν από καρδιακά ή αναπνευστικά προβλήματα είναι τα Omphalotus olearius, Clitocybe candicans, Clitocybe rivulosa και τα περισσότερα είδη του γένους Inocybe, που περιέχουν μουσκαρίνη, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις, θάνατο μπορεί να προκαλέσει και το Amanita pantherina που περιέχει ιβοτενικό οξύ και μουσιμόλη. Τα είδη που προκαλούν γαστρεντερική δηλητηρίαση ανέρχονται σε αρκετές δεκάδες, ενώ για πάρα πολλά είδη η εδωδιμότητα παραμένει αμφίβολη ή άγνωστη, είτε γιατί δεν υπάρχουν ασφαλή στοιχεία σε σχέση με την κατανάλωσή τους, είτε γιατί ανήκουν σε γένη «υψηλού κινδύνου».