

Του Έκτορα Γεωργίου
Είναι η λαμπρατζιά το μέσο για να έρθουν οι νέοι κοντά και να κοινωνικοποιηθούν ή μία διαφορετική μορφή ανομίας που ενέχει κινδύνους και οδηγεί σε φαινόμενα βίας; Οι απόψεις διίστανται και αυτός φέρεται να είναι ο λόγος που για ακόμα μία φορά έπεσαν στο κενό οι προσπάθειες νομοθετικής ρύθμισης του εθίμου της λαμπρατζιάς. Μία βόλτα στις γειτονιές της Λευκωσίας στέλνει το μήνυμα πως η λαμπρατζιά ως έθιμο έχει τους δικούς του κανόνες, την ιεραρχία του και φυσικά τα πλαίσιά του. Η «Κ» συνομίλησε με νεαρούς που οργανώνουν για χρόνια λαμπρατζιές, προκειμένου να δει από κοντά πώς οργανώνονται και ποια είναι η δική τους θέση. «Από την ηλικία των 12 συμμετέχω κάθε χρόνο στη λαμπρατζιά» είπε στην «Κ» ο 23χρονος Στέφανος, εξηγώντας πως για τους ίδιους το έθιμο έχει και τους ηθικούς κώδικες. «Δεν κλέβουμε ξύλα από άλλους» τονίζει, παρότι όπως λέει ο ανταγωνισμός μεταξύ των ενοριών για τη μεγαλύτερη φωτιά είναι έντονος. Μάλιστα, όπως εξηγεί δεν ήταν λίγες οι φορές που χρειάστηκε να διανυκτερεύσουν στο σημείο για να φυλάξουν από πιθανούς κλέφτες τα ξύλα που με κόπο συγκέντρωσαν.
Για τον ανταγωνισμό της μεγαλύτερης λαμπρατζιάς μίλησε στην «Κ» και ο 23χρονος Θάνος που βρίσκεται σε άλλη περιοχή της πρωτεύουσας. Ο Θάνος εξηγεί τη διαδικασία συλλογής ξύλων, την προσπάθεια να μην κλαπούν από άλλες ενορίες αλλά και την αδρεναλίνη που διακατέχει τους διοργανωτές τη νύχτα της λαμπρατζιάς. «Ικανοποιείσαι με το αποτέλεσμα, καθώς όσο πιο μεγάλη γίνει η λαμπρατζιά, τόσο πιο περήφανος νιώθεις» λέει χαρακτηριστικά, εξηγώντας πως η διαδικασία είναι η αφορμή για να δημιουργηθούν νέες ισχυρές φιλίες, αλλά και το ότι αυτό το έθιμο είναι για τους ίδιους ένας τρόπος ανεξαρτητοποίησης. Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος της Αστυνομίας. Ο Θάνος παραδέχεται πως είναι αναγκαία η παρουσία της, καθώς πολλές φορές μπορεί να ξεφύγουν καταστάσεις, όταν εμπλέκονται νεαροί που δεν υπολογίζουν το μέγεθος της φωτιάς, ενώ ο Στέφανος υποστηρίζει πως πολλές φορές η Αστυνομία είναι απούσα.
Ο Νίκος Περιστιάνης, εξηγώντας τις διαστάσεις που λαμβάνει το έθιμο της λαμπρατζιάς σήμερα, αναφέρει πως «είναι περισσότερο μια έκφραση συνειδητής παρέμβασης, όχι όμως με την έννοια της οργανωμένης κοινωνικής διαμαρτυρίας».
«Κάηκε» το νομοσχέδιο
Η αλήθεια είναι πως το τελευταίο διάστημα παρουσιάζονται σοβαρής μορφής βανδαλισμοί, εμπρησμοί ακόμη και επιθέσεις στην Αστυνομία που εγείρουν ερωτήματα και ενισχύουν τις ανησυχίες. Μόνο πέρυσι, η Πυροσβεστική ανταποκρίθηκε σε 120 περιστατικά που σχετίζονται με τις λαμπρατζιές. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ανοίγει εκ νέου η συζήτηση για το πόσο επικίνδυνο είναι το έθιμο. Σε αυτό το πλαίσιο μία εβδομάδα πριν από το Πάσχα, το υπουργείο Δικαιοσύνης κατέθεσε εκ νέου αναθεωρημένο νομοσχέδιο με τη μορφή του κατεπείγοντος, σε μια προσπάθεια να νομοθετήσει το έθιμο και να μπουν όρια. Προνοούσε ότι η ευθύνη για τη διοργάνωση των λαμπρατζιών θα μεταβιβαζόταν στις τοπικές Αρχές, στο πλαίσιο των πολιτιστικών δραστηριοτήτων τους, ή θα μπορούσε να διοργανωθεί και από μέλη της Ενοριακής Επιτροπής κατόπιν σχετικής άδειας. Μάλιστα, έβαζε και χρονοδιάγραμμα, σύμφωνα με το οποίο το άναμμα της φωτιάς προβλεπόταν να γίνεται μεταξύ 23:00 το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μέχρι τη μία το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, με την προετοιμασία να αρχίζει από τη Μεγάλη Τετάρτη μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο στις 16:00. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρξε η απαιτούμενη συναίνεση από τους βουλευτές, και την Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων, λόγω των διαφωνιών και του περιορισμένου χρόνου που απέμενε μέχρι το Πάσχα.
«Εκφραση συνειδητής παρέμβασης»
Το κατά πόσο η λαμπρατζιά είναι έθιμο, αν πρόκειται για μία σύγχρονης μορφής εκτόνωση ή βαρβαρότητα, συζητήσαμε με τον κοινωνιολόγο και ακαδημαϊκό Νίκο Περιστιάνη.
Σύμφωνα με τον κ. Περιστιάνη, είναι ένα έθιμο που μετασχηματίζεται, αποκτώντας νέες όψεις, οι οποίες ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κάθε εποχής. Κάθε γενιά βρίσκει μέσα από ένα παραδοσιακό έθιμο νέους τρόπους έκφρασης. Δεν είχε βεβαίως πάντα την ίδια μορφή και έκφραση. Αντιθέτως, έχει αλλάξει δραματικά σε σύγκριση με το πώς ήταν στο παρελθόν. Όπως αναφέρει ο κ. Περιστιάνης, η λαμπρατζιά αποτελούσε μια μορφή έκφρασης της κοινότητας και των λατρειών της.
Σήμερα, αρκετοί από τους θρησκευόμενους καταδικάζουν όσα συμβαίνουν έξω από την εκκλησία, θεωρώντας πως η συμπεριφορά των «εκτός» είναι περισσότερο παγανιστική και όχι θρησκευτική. «Θα έλεγα ότι μια αρκετά επικρατούσα άποψη είναι εκείνη που καταδικάζει πλήρως τα όσα συμβαίνουν με τις λαμπρατζιές, θεωρείται μια βάρβαρη και πρωτόγονη συμπεριφορά η οποία θα έπρεπε να εξαλειφθεί με το πέρασμα του χρόνου», δηλώνει χαρακτηριστικά στην «Κ». «Για να κατανοήσουμε το φαινόμενο», όπως ανέφερε, «θα πρέπει να το δεχτούμε ως κάτι που δεν λειτουργεί βάσει της λογικής». Αποτελεί έναν τρόπο έκφρασης που αντιδρά ακριβώς στη λογική, είναι έκφραση συναισθημάτων που υπερβαίνουν το λογικό πλαίσιο. Το ίδιο το φαινόμενο έχει να κάνει «με τα ένστικτα, τα πάθη και τις αξίες που δεν είναι οι κυρίαρχες της κοινωνίας».
Ο Νίκος Περιστιάνης, εξηγώντας τις διαστάσεις που λαμβάνει το έθιμο της λαμπρατζιάς σήμερα, αναφέρει πως «είναι περισσότερο μια έκφραση συνειδητής παρέμβασης, όχι όμως με την έννοια της οργανωμένης κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Δεν πρόκειται για πολιτικοποιημένη δράση», εξηγεί. Αντίθετα, όπως υποστηρίζει, αυτό που εκφράζεται μέσα από τις λαμπρατζιές είναι πιο κοντά σε μια γενικευμένη κοινωνική δυσφορία. Ο ίδιος αναφέρει ότι ιδιαίτερα οι νεαροί νιώθουν πως βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, παραμελημένοι, χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον από την κοινωνία. «Αντιμετωπίζουν αβεβαιότητα για το μέλλον. Αυτή η ανασφάλεια γεννά έντονα συναισθήματα που χρειάζονται διέξοδο», καταλήγει.
«Κλέφτες και αστυνόμοι»
Στην ερώτησή μας, για το πώς ερμηνεύεται η μεγάλη συμμετοχή των νεαρών, ο κ. Περιστιάνης επισημαίνει ότι το φαινόμενο έχει πάρει νέες διαστάσεις τα τελευταία 10-20 χρόνια.
Ίσως, επειδή αρκετές από τις ασχολίες των νεαρών έχουν εκλείψει, η λαμπρατζιά αποτελεί έναν από τους λίγους τρόπους που έχουν απομείνει στους νέους για να συγκεντρώνονται και να βιώνουν ένα είδος «περιπέτειας». Επιπλέον, η εμπλοκή της Αστυνομίας, αν και καθήκον της, συμβάλλει στη φούντωση του εθίμου, γιατί οι νεαροί ανακαλύπτουν νέες πτυχές της όλης «περιπέτειας». Όπως εξηγεί ο κ. Περιστιάνης, πέραν από την παραδοσιακή αντιπαράθεση των ενοριών για το ποιος θα φτιάξει τη μεγαλύτερη λαμπρατζιά, στο «παιχνίδι» προστίθεται ένα επιπλέον στοιχείο, η Αστυνομία.
Όπως εξηγεί, το φαινόμενο θυμίζει το παιχνίδι «κλέφτες και αστυνόμοι», μόνο που σήμερα έχει μετατραπεί σε πραγματικό παιχνίδι, με την ύπαρξη αληθινών αστυνομικών. Οι νεαροί υποδύονται τον ρόλο των κλεφτών, των ληστών ή των ταραξιών αναλόγως το πώς βλέπει ο καθένας τον εαυτό του, παρ’ όλα αυτά, στο δικό τους μυαλό μετατρέπονται σε «ήρωες», οι οποίοι, εάν καταφέρουν να υποσκάψουν ή να εξευτελίσουν την επιβολή της εξουσίας, νιώθουν πως έχουν πετύχει κάτι σημαντικό. Όσο καλύτερα βοηθά η κοινωνία τα άτομα να αναπτύξουν αυτοέλεγχο, τόσο περισσότερο μειώνονται τα φαινόμενα εξωτερίκευσης των αντιδράσεών τους, ωστόσο, αν η κοινωνία δεν τα καταφέρει, θα πρέπει να οργανώσει εναλλακτικούς τρόπους έκφρασης και εκτόνωσης, όπως υπαίθριοι διαγωνισμοί ή αθλητικές δραστηριότητες. Παράλληλα, ο κ. Περιστιάνης παρομοιάζει το φαινόμενο με όσα παρατηρούνται και στα γήπεδα αποκαλώντας τα «συγγενικά φαινόμενα» που μπορούν να εξηγηθούν με παρόμοιες λογικές. Εκεί, πολλοί νεαροί δεν πάνε μόνο για το ποδόσφαιρο, αλλά και για την αντιπαράθεση είτε με αντίπαλους οπαδούς είτε με την Αστυνομία.
Αν και η Βουλή ανέστειλε τουλάχιστον για φέτος τη συζήτηση για τη ρύθμιση του εθίμου, σε περίπτωση που εφαρμοστεί ένα ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο με πιο αυστηρούς περιορισμούς, ίσως δούμε και περισσότερα έκτροπα. Αυτό τουλάχιστον εκτιμά ο κ. Περιστιάνης, συμπληρώνοντας ότι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά και σε κάποιες άλλες όχι. Έδωσε δε το παράδειγμα ότι, «αν η φωτιά θα πρέπει να σβήσει στη 1:00 το πρωί, οι περισσότεροι νεαροί ίσως επιλέξουν εκείνη την ώρα για να φτάσουν στο σημείο», σε μια προσπάθεια να επεκτείνουν το καθαρισμένο ωράριο, παίζοντας ένα «παιχνίδι» με τους αστυνομικούς με επιδίωξη να «σπάσουν» τους περιορισμούς.