Kathimerini.gr
Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Εδώ και τρεις μήνες η διεθνής εικόνα της Ε.Ε. ήταν αποκαρδιωτική. Ενώ τα τύμπανα του πολέμου χτυπούσαν δυνατά εκατέρωθεν των συνόρων Ρωσίας – Ουκρανίας, η Ευρωπαϊκή Ενωση, ήδη σοβαρά αποδυναμωμένη από το Brexit, περιοριζόταν σε ρόλο κομπάρσου. Στην πιο επικίνδυνη διεθνή κρίση επί ευρωπαϊκών εδαφών μετά τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, η Ευρώπη των «27» ήταν πρακτικά ανύπαρκτη και το μεγάλο παζάρι για τον μελλοντικό γεωπολιτικό χάρτη της ηπείρου διεξαγόταν ανάμεσα στην Αμερική και στη Ρωσία.
Για τον Εμανουέλ Μακρόν και τον Ολαφ Σολτς, η ανατροπή αυτού του καταθλιπτικού σκηνικού ήταν πιεστικά αναγκαία, όπως έδειξαν οι παράλληλες επισκέψεις τους στο Κρεμλίνο και στον Λευκό Οίκο, αντίστοιχα, την περασμένη Δευτέρα. Παρά τις διαφορές τόνου και στυλ, οι ηγέτες των δύο ισχυρότερων δυνάμεων της Ενωσης έστειλαν ένα κοινό μήνυμα: σύμμαχος των ΗΠΑ, αλλά με ανοικτούς διαύλους με τη Ρωσία, η «παλιά Ευρώπη» δεν εννοεί να γίνει εκ νέου το παθητικό πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων, αλλά φιλοδοξεί να ανακτήσει την πρωτοβουλία στις προσπάθειες διπλωματικής επίλυσης του Ουκρανικού και χάραξης μιας νέας αρχιτεκτονικής της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Όλαφ Σολτς στις ΗΠΑ, όταν ο οικοδεσπότης Τζο Μπάιντεν προειδοποίησε ότι, εάν υπάρξει ρωσική εισβολή, ο Nord Stream 2 «θα ενταφιαστεί», ο Γερμανός καγκελάριος απέφυγε πεισματικά να τον επιβεβαιώσει ή ακόμη και να εκστομίσει το όνομα του αγωγού.
Πέραν του ότι η Γαλλία ασκεί κατά το τρέχον εξάμηνο την προεδρία της Ε.Ε., ο Εμανουέλ Μακρόν είχε και άλλους ισχυρούς λόγους να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο. Από την αρχή της προεδρίας του επιδίωξε μια συνεννόηση με τη Ρωσία, φιλοξενώντας τον Βλαντιμίρ Πούτιν στο ανάκτορο των Βερσαλλιών και στη θερινή προεδρική κατοικία της Μπρεγκανσόν. Μια ανεξάρτητη Γαλλία, που παλεύει για μια ανεξάρτητη Ευρώπη, ισότιμη απέναντι στα μεγα-κράτη της εποχής μας, όπως η Αμερική, η Ρωσία και η Κίνα: ένα όραμα που ίσως ακούγεται πολύ ρομαντικό για να είναι άμεσα υλοποιήσιμο, αλλά το γκωλικό του άρωμα αρέσει πάντα στη Γαλλία, ιδιαίτερα παραμονές προεδρικών εκλογών. Η οργή των Γάλλων για την υπόθεση των υποβρυχίων και το σύμφωνο AUKUS (ΗΠΑ – Βρετανία – Αυστραλία) στον Ινδοειρηνικό έκαναν τη ρωσογαλλική προσέγγιση ακόμη περισσότερο επωφελή και για τις δύο πλευρές.
Γαλλία και Γερμανία δεν εννοούν να εναποθέσουν σε μια διαπραγμάτευση μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας την ευρωπαϊκή ασφάλεια και την επαναχάραξη του γεωπολιτικού χάρτη.
Από την πλευρά του, ο Ολαφ Σολτς έκανε εξαρχής σαφές ότι εννοεί να ακολουθήσει την πολιτική της προκατόχου του, Αγκελα Μέρκελ, για σχέσεις αμοιβαίου συμφέροντος με τη Ρωσία και έντιμη μεσολάβηση στο Ουκρανικό. Ο Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος όχι μόνο αρνήθηκε να δώσει φονικά όπλα στο Κίεβο (η γερμανική συμβολή σε επίπεδο στρατιωτικού εξοπλισμού περιορίστηκε σε κάποια… κράνη), αλλά και έκλεισε τον εναέριο χώρο της Γερμανίας σε αεροπλάνα άλλων χωρών του ΝΑΤΟ που επιχειρούσαν κάτι τέτοιο. Την ίδια ώρα, ο σύντροφος του Σολτς και πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ αναλάμβανε θέση στο Εποπτικό Συμβούλιο της Gazprom, έχοντας διατελέσει στο παρελθόν πρόεδρος ενός άλλου ρωσικού ενεργειακού μεγαθηρίου, της Rosneft και του αγωγού μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου Nord Stream 2.
Ολα αυτά προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων στο Κογκρέσο και στα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ, σε σημείο που η Γερμανίδα πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον, Εμιλι Χάμπερ, να επισημαίνει στο Βερολίνο ότι οι Αμερικανοί «αναρωτιούνται αν είμαστε αξιόμαχοι σύμμαχοι». Είναι αλήθεια ότι ο Σολτς προσπάθησε να διαλύσει αυτές τις εντυπώσεις κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Μπάιντεν, όπου απείλησε τη Μόσχα με σκληρές κυρώσεις. Οταν όμως ο οικοδεσπότης του προειδοποίησε (με ποιο δικαίωμα και ποιανού εξουσιοδότηση, άραγε;) ότι, εάν υπάρξει ρωσική εισβολή, ο Nord Stream 2 «θα ενταφιαστεί», ο Σολτς απέφυγε πεισματικά να τον επιβεβαιώσει ή ακόμη και να εκστομίσει το όνομα του αγωγού, παρότι οι δημοσιογράφοι τον πολιορκούσαν επί δεκαπέντε λεπτά.
Η διπλωματία
Γεγονός είναι ότι μετά τις δύο αυτές επισκέψεις, και κυρίως μετά την εξάωρη συνάντηση Μακρόν – Πούτιν, η προοπτική διπλωματικής επίλυσης στο Ουκρανικό άρχισε να διαγράφεται στον ορίζοντα. Οι δύο άνδρες τόνισαν –και ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι αποδέχθηκε, παρουσία του Μακρόν, την επομένη– ότι βάση για την όποια λύση θα αποτελέσει η εφαρμογή της συμφωνίας του Μινσκ, που υπέγραψαν το 2015 Ρωσία, Ουκρανία και ρωσόφωνοι αυτονομιστές του Ντονμπάς, ύστερα από μεσολάβηση Γαλλίας και Γερμανίας. Κάτι τέτοιο, σε συνδυασμό με την τολμηρή αναφορά του Μακρόν σε ενδεχόμενη «φινλανδοποίηση», δηλαδή ουδετερότητα της Ουκρανίας, θα μπορούσε να αποτελέσει μια ρεαλιστική βάση για έναν ιστορικό συμβιβασμό Ρωσίας – Δύσης. Ωστόσο, τα προβλήματα που μένει να επιλυθούν είναι πολλά και δύσκολα.
Η συμφωνία του Μινσκ προέβλεπε ειδικό καθεστώς αυτονομίας για το Ντονμπάς μέσω συνταγματικής αναθεώρησης στην Ουκρανία και διεξαγωγή εκλογών στις περιοχές που ελέγχουν οι αυτονομιστές. Το Κίεβο, όμως, απαιτεί να ανακτήσει τον έλεγχο των συνόρων και να διαλυθούν τα ένοπλα τμήματα των στασιαστών προτού διεξαχθούν εκλογές, ενώ δεν δέχεται ότι το «ειδικό καθεστώς» μπορεί να περιλαμβάνει ανεξάρτητη αστυνομία και Δικαιοσύνη, όπως ζητούν οι αυτονομιστές. Αλλωστε ο Ζελένσκι θυμάται καλά ότι όταν ο φιλοδυτικός προκάτοχός του Πέτρο Ποροσένκο προσπάθησε να ξεκινήσει την εφαρμογή του Μινσκ, το 2017, αναγκάστηκε να κάνει πίσω ύστερα από αιματηρή εξέγερση φιλοφασιστικών, εθνικιστικών ομάδων που έχουν μεγάλη ισχύ στο βαθύ κράτος και στις δυνάμεις ασφαλείας. Με αυτά τα δεδομένα, πρέπει να περιμένουμε μια μακρά περίοδο διαπραγματεύσεων σε ατμόσφαιρα έντασης, από την έκβαση των οποίων θα εξαρτηθεί η τύχη όχι μόνο της Ουκρανίας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης.
Περί δρακόντειων κυρώσεων
Η φιλολογία περί δρακόντειων κυρώσεων που περιμένουν τη Ρωσία σε περίπτωση εισβολής στην Ουκρανία δεν λαμβάνει υπόψη ότι κάθε μαχαίρι έχει δύο κόψεις, ειδικά για τους Ευρωπαίους που εισάγουν το 40% του φυσικού αερίου και το ένα τρίτο του πετρελαίου από τη Ρωσία. Επιπλέον, μεγάλες δυτικές πολυεθνικές εξαρτώνται άμεσα από τις εισαγωγές κρίσιμων ρωσικών ορυκτών.
Η αχανής χώρα παράγει το 30%, σε παγκόσμια κλίμακα, του τιτανίου που χρησιμοποιεί η αεροναυπηγική βιομηχανία και το 40% του παλλαδίου, που χρησιμοποιείται στους καταλύτες αυτοκινήτων. Στα οκτώ χρόνια που πέρασαν από την ουκρανική κρίση του 2014, ο Πούτιν κατάφερε να στεγανοποιήσει σε μεγάλο βαθμό τη χώρα του έναντι μελλοντικών κυρώσεων της Δύσης. Η Ρωσία έχει σωρεύσει τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα, ύψους 631 δισ. δολαρίων, κυρίως σε χρυσό, ευρώ και κινεζικό ρενμπίμπι, ενώ το 87% των Ρώσων έχει στα πορτοφόλια του τη ρωσική κάρτα πληρωμών Mir. Αλλωστε και οι δυτικές κυρώσεις του 2014 είχαν ως αποτέλεσμα να πληγεί το ρωσικό ΑΕΠ κατά μόνο 0,2%.