Του Γιάννη Ιωάννου
Θα μπορούσαν να γραφτούν πάρα πολλά για τις σχέσεις ή τις ομοιότητες Βλαντίμιρ Πούτιν και Ταγίπ Ερντογάν, πριν ή μετά την έναρξη της εισβολής στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου. Ωστόσο η συχνότητα των μεταξύ των συναντήσεων -τέσσερις φορές το τελευταίο τρίμηνο και πέντε για το 2022- καθώς και οι τηλεφωνικές επικοινωνίες για συντονισμό επί διεθνών θεμάτων περνάει μέσα από μια διαδικασία αποστολής πολλαπλών σινιάλων στη Δύση. Ο καθένας με τον τρόπο του βέβαια και για διαφορετικές στρατηγικές επιδιώξεις.
Η συνάντησή τους την Πέμπτη, στην Αστάνα του Καζακστάν, είχε μέσα της όλα τα στοιχεία μιας πολιτικής επικοινωνίας που συνδέεται άρρηκτα με τις επιμέρους διαστάσεις του πολέμου στην Ουκρανία για την Δύση και την Ευρώπη:
- Την διάσταση της ενεργειακής ασφάλειας με τον Πούτιν ουσιαστικά να προτείνει την Τουρκία ως κόμβο ενέργειας που θα μπορούσε να μεταφέρει φυσικό αέριο προς την Ευρώπη στην «μετά-Nord Stream εποχή»
- Την πτυχή της επισιτιστικής ασφάλειας δεδομένου ότι η Τουρκία έπαιξε καθοριστικό ρόλο με την συμφωνία της Κωνσταντινούπολης για την διασφάλιση της εξαγωγής των ουκρανικών σιτηρών και φυσικά
- Το πως ο ένας ηγέτης χρησιμοποιεί τον άλλο συναλλακτικά προκειμένου να στείλει μηνύματα στη Δύση: Ο Πούτιν, σε μια κρίσιμη περίοδο στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, ως προς την απώλεια της Άγκυρας για την δυτική αρχιτεκτονική ασφάλειας και ο Ερντογάν ως χαρτί διαπραγματευτικής πίεσης προς την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες ως ο «πολύτιμος ενδιάμεσος» που θα μπορούσε να παίξει καταλυτικό ρόλο μεταξύ Μόσχας και Δύσης για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία -πτυχή που το 2014-2015 είχε διαδραματίσει ένας άλλος ηγέτης αντίστοιχου προφίλ, ο Λουκασένκο της Ουκρανίας με την διπλωματική διαδικασία του Μινσκ
Friends with benefits?
To κλισέ της ρωσοτουρκικής σχέσης ως «φίλων με οφέλη», “frenemies” ή κρατών που ιδίως μετά το 2016 συμπορεύονται σε τακτικό επίπεδο απασχόλησε την ανάλυση διεθνώς. Η τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια ωστόσο είναι και ο μεγάλος βαθμός «διαμερισματοποίησης» των διαφορετικών τους προσεγγίσεων σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο αλλά και η μεγάλη έκταση της στρατηγικής συμπόρευσης σε σημαντικά θέματα (πχ το Συριακό με μια ανθεκτική, στο Ίντλιμπ, συμφωνία σταθεροποίησης) γεωπολιτικού ή γεωοικονομικού ενδιαφέροντος. Το πως αυτή η σχέση εξελίσσεται παράλληλα με την τροπή του πολέμου στην Ουκρανία καταδεικνύει δύο ενδιαφέρουσες τάσεις:
- Την επί της κοινής αντίληψης προσέγγιση των δύο ως προς την προσάρτηση/απόσχιση περιοχών που διαφαίνεται έντονα στο πως -ιδίως στο Συριακό- η Ρωσία κατανοεί την μόνιμη παρουσία, μετά το 2016, της Τουρκίας σε περιοχές της ΒΔ Συρίας. Αντίστοιχα, και πέραν από το επίπεδο της στάσης αρχών σε συλλογικά όργανα όπως λχ ο ΟΗΕ, η Τουρκία εμπλέκεται δυναμικά στη σύγκρουση στην Ουκρανία παραχωρώντας διπλωματικό κεφάλαιο στη Μόσχα για να εμπλακεί, άμεσα ή έμμεσα, με την Δύση. Η παροχή «εγγυήσεων» για την μεταφορά ουκρανικών σιτηρών από ουκρανικά λιμάνια που τελούν υπό τον de facto έλεγχο των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, η διαμεσολάβηση της Άγκυρας σε ανταλλαγές αιχμαλώτων και το σινιάλο της Τουρκίας για μια «πενταμερή του Ουκρανικού» επί των εδαφών της αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα
- Τον βαθμό αλληλοτροφόδοτησης των δύο ηγετών σε σχέση με την εσωτερική τους διακυβέρνηση, τις προσωπικές και ιδεολογικές τους φιλοδοξίες καθώς και το τι πρεσβεύουν ως προς την εικόνα τους σε διεθνές επίπεδο
Η σχέση, υπό το βάρος των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, δείχνει να έχει αποκτήσει πλέον ανθεκτικά χαρακτηριστικά.
Ενδιαφέρουσες εξελίξεις
Για τη Κύπρο η υπό εξέλιξη ρωσοτουρκική σχέση αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον για σειρά λόγων που συνδέονται και με τις φημολογούμενες δυναμικές για αναβάθμιση των Κατεχομένων -όχι μόνο από την Τουρκία- από την Ρωσία. Το δημοσίευμα της ρωσικής εφημερίδας «Ιzvestia» ξανάπιασε πρόσφατα το ζήτημα των ρωσικών πτήσεων προς τα Κατεχόμενα ή της αναβάθμισης της ρωσικής διπλωματικής παρουσίας στη λεγόμενη ΤΔΒΚ ενώ η επίσκεψη Ερντογάν στις 15.11 δεν πρέπει να ιδωθεί ανεξάρτητα από το πλέγμα της προσπάθειας του τελευταίου να εμπλέξει -μέσω Ρωσίας- την Δύση προκειμένου να ομαλοποιήσει σειρά ζητημάτων που παραμένουν ανοικτά.