Του Βασίλη Νέδου
Η αναμενόμενη επιβεβαίωση της νίκης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επικυρώνει την τάση που είχε ήδη δημιουργηθεί προ 15 ημερών και πλέον ανοίγει τον ορίζοντα για μια ακόμα πενταετή θητεία. Πρακτικά η Τουρκία στον 21ο αιώνα έχει ως ηγέτη τον Ερντογάν.
Ένα τέταρτο αιώνα Ερντογάν θα έπρεπε να είναι αρκετό ως εξήγηση προς τους δυτικούς (μεταξύ των οποίων και τους Έλληνες), οι οποίοι αναζητούν απαντήσεις στην παντοκρατορία ενός πάλαι ποτέ «παιδιού του λαού». Αυτά ανήκουν στην ιστορία πια και ο πρόεδρος της Τουρκίας το γνωρίζει καλά. Με ανοιχτό ορίζοντα μέχρι το 2028 έχουν λυθεί τα χέρια του στο εσωτερικό και πλέον είναι η ώρα για το μεγάλο παζάρι.
Το παζάρι αυτό διεξάγεται σε τρία επιμέρους πεδία:
Το πρώτο είναι η διαχείριση της επιδεινούμενης κατάστασης της Τουρκικής οικονομίας, η οποία μετά από λάθη τα οποία οφείλονται κατά κύριο λόγο στη δική του κοσμοαντίληψη. Η βουτιά της τουρκικής λίρας, τα πολύ υψηλά επίπεδα πληθωρισμού, το κόστος της καθημερινής ζωής είναι προκλήσεις που φαίνεται ότι ο Ερντογάν θεωρεί πως μπορεί να κερδίσει και είναι βέβαιο πως μετά την εκλογική νίκη θα προσπαθήσει να διευρύνει περαιτέρω τις πηγές χρηματοδότησης της τουρκικής οικονομίας. Χθες βράδυ το πρώτο συγχαρητήριο τηλεφώνημα που ανέφερε δημόσια ο κ. Ερντογάν ενώπιον των συγκεντρωμένων πληθών στη Κωνσταντινούπολη ήταν εκείνο του Εμίρη του Κατάρ. Δηλαδή ενός από τους πιο βασικούς αιμοδότες της τουρκικής οικονομίας κατά την τελευταία, δύσκολη, τριετία.
Το δεύτερο πεδίο είναι το γεωπολιτικό. Ο Ερντογάν γνωρίζει πολύ καλά ότι η Δύση δεν επιθυμεί την αποκοπή της Τουρκίας από τις δυτικές δομές. Ο κύριος εκφραστής αυτής της τάσης είναι, βέβαια, η Ουάσιγκτον, την οποία η Άγκυρα στο πλαίσιο της συναλλακτικής αντίληψης που χαρακτηρίζει την τουρκική εξωτερική πολιτική, αναγνωρίζει ως κανονικό συνομιλητή. Σε αντίθεση με την Ε.Ε., με την οποία μπορεί να συζητήσει ορισμένα πρακτικά ζητήματα, όπως το προσφυγικό ή η τελωνειακή ένωση. Το Βερολίνο και πολύ περισσότερο το Παρίσι, αν και όχι το Λονδίνο, είναι πολύ πιο χαμηλά στις τουρκικές προτεραιότητες. Ο κ. Ερντογάν επιθυμεί να κρατήσει αυτή τη συμβατική σχέση με τη Δύση χωρίς να καταστρέψει το γάμο συμφέροντος με τη Ρωσία, ούτε όμως και τον ρόλο που επιχειρεί να διαδραματίσει στη Μέση Ανατολή σφυρηλατώντας δύσκολες – αλλά λειτουργικές σε συγκεκριμένα θέματα – σχέσεις με χώρες όπως το Ιράν και η Σαουδική Αραβία. Ο Παντουρκισμός που υποστηρίζει η Άγκυρα και η ενθάρρυνση των Τουρκογενών Ουιγούρων δυσκολεύει τις σχέσεις με τη Κίνα, δίχως αυτό να σημαίνει ότι οι δύο χώρες δεν μπορεί να διευρύνουν τις ήδη υφιστάμενες εμπορικές σχέσεις τους, προς μεγάλη απογοήτευση των ΗΠΑ. Η σχέση με τις ΗΠΑ είναι – βέβαια – ο ελέφαντας στο δωμάτιο και από την εξέλιξή της, θα κριθούν πολλά για το μεσοπρόθεσμο μέλλον της Τουρκίας.
Το τρίτο πεδίο είναι πολιτισμικό και εκεί ο Ερντογάν φαίνεται ότι δεν θέλει να παζαρέψει και πολλά. Στις πρώτες δηλώσεις του μετά την επίσημη εκλογή επιτέθηκε στο κίνημα ΛΟΑΤΚΙ, ενώ επέμεινε στην παραδοσιακή πυρηνική οικογένεια ως κορωνίδα της συντηρητικής αντίληψής του για το Ισλάμ και εν γένει για τη Τουρκία. Η αποκοπή από έννοιες που στη συντηρητική Τουρκία θεωρούνται ως «ξενόφερτες συνήθειες» που ήλθαν από τη Δύση, θα αποξενώσει ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της χώρας, ενώ θα δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα στη προσπάθεια πολιτικής προσέγγισης της Άγκυρας κυρίως με ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες που προτάσσουν ζητήματα όπως αυτά της σεξουαλικής ταυτότητας και αυτονομίας ως θεμελιώδους σημασίας. Για τον Ερντογάν η μόνη ταυτότητα που υπάρχει είναι αυτή του Τούρκου που επιθυμεί μια καλύτερη θέση στον κόσμο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Αυτός ο αιώνας της Τουρκίας, ο οποίος στη πραγματικότητα είναι αιώνας του Ερντογάν, εκ των πραγμάτων επιταχύνει και τις εξελίξεις στα Ελληνοτουρκικά.
Οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει ο Ερντογάν στην οικονομία, τις εξωτερικές και την αναμόρφωση της ταυτότητας του έθνους του που επιχειρεί να ολοκληρώσει, εκ των πραγμάτων αγγίζουν την Ελλάδα.
Η οριζόντια και κάθετη εδραίωση ενός καθεστώτος Ερντογάν μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 ήταν το σημείο καμπής για την επιτάχυνση όλων των τάσεων που περιγράψαμε μόλις.
Μέσα σε αυτό το πολύ ορισμένο και ευδιάκριτο πλαίσιο κινήθηκαν και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, μάλιστα σε μια φάση κατά την οποία οι κυβέρνησης στην Αθήνα επιχειρούσαν κατά κύριο λόγο να επαναφέρουν την Ελλάδα σε μια κάποια ισορροπία έπειτα από το σοκ της οικονομικής κρίσης και της άγριας δημοσιονομικής προσαρμογής των ετών 2010-2018.
Μέσα στους επόμενους μήνες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα γίνουν κάποιες προσπάθειες επανεκκίνησης των ελληνοτουρκικών επαφών.
Από την ελληνική πλευρά δεν πρέπει να υπάρχουν ανεδαφικές και ξεπερασμένες από τα πράγματα φιλοδοξίες για το πόσο καλά μπορεί να πάνε αυτές οι επαφές ή συζητήσεις, όποια και αν είναι η τυπολογία τους. Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να επικρατήσει και πεσιμισμός και πομπώδεις φαταλιστικές αντιλήψεις σχετικά με την αναπόφευκτη αποτυχία επίτευξης ενός πλαισίου που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ειλικρινή σχέση.
Η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να μη μπορεί στη πραγματικότητα να έχει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική έναντι της Τουρκίας, αλλά να διαθέτει αρκετές εναλλακτικές, ώστε να προσαρμόζεται ανάλογα με τη περίσταση. Εκ των πραγμάτων η Τουρκία είναι ο μεγάλος παίκτης στη περιοχή και οι κινήσεις της καλούν τον περίγυρό της να προσαρμόζεται κάθε φορά. Εκείνο που ίσως η Αθήνα πρέπει να αποκτήσει, είναι μια εξωτερική πολιτική με όσο περισσότερες προσβάσεις πέρα από το στρατόπεδο στο οποίο βρίσκεται ψυχή τε και σώματι. Η Ελλάδα ανήκει στη Δύση, στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., αλλά σε έναν κόσμο που θα γίνεται ολοένα και πιο πολυπολικός, θα πρέπει να αποκτήσει και άλλα ερείσματα.