
Kathimerini.gr
Τρόπους, μέσα και πηγές ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής θωράκισης αναζητούν πια οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν την ανοιχτή πληγή του Ουκρανικού από τη μία πλευρά και τον «τυφώνα Τραμπ» από την άλλη, ενώ οι γεωπολιτικές προκλήσεις εντείνονται και τα δημοσιονομικά περιθώρια στενεύουν.
Μεταξύ των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών, που πήραν μέρος στη συνάντηση της G20 αυτήν την εβδομάδα στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής, διακινήθηκαν προτάσεις για τη σύσταση, επί παραδείγματι, μιας ευρωπαϊκής τράπεζας για την Αμυνα (European defence bank) ή ενός κοινού αμυντικού ταμείου στο οποίο όμως θα έχει όμως συμμετοχή και το Ηνωμένο Βασίλειο παρά την έξοδό του από την Ενωση, όπως αναφέρουν οι FT.
Το γεγονός ότι υπάρχουν γεωπολιτικές ανάγκες, που έχουν αναθεωρηθεί επί τα χείρω και που θα πρέπει κάπως να καλυφθούν, είναι πια προφανές, ειδικά έπειτα από τις φραστικές επιθέσεις που εξαπέλυσαν ενάντια στον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι οι κ.κ. Τραμπ και Βανς μέσα στο Οβάλ Γραφείο την Παρασκευή. Δεδομένη είναι όμως, παράλληλα, και η δημοσιονομική στενότητα η οποία έρχεται ως συνθήκη να θέσει πολύ πρακτικά εμπόδια στον δρόμο της ευρωπαϊκής αμυντικής ενίσχυσης.
Μπαράζ επαφών
Αυτό στο οποίο συμφωνούν πια, στη θεωρία έστω, όλοι οι Ευρωπαίοι, βλέποντας τις τάσεις αποδέσμευσης από τη Γηραιά Ηπειρο που εκφράζει με συγκρουσιακή διάθεση ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, είναι ότι θα πρέπει να αυξηθούν οι επενδύσεις και τα ποσά που δίνονται για την ενίσχυση, τον εκσυγχρονισμό και τον καλύτερο συντονισμό της ευρωπαϊκής Αμυνας, των ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών και των κοινών ευρωπαϊκών αμυντικών πρότζεκτ.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν βρέθηκε στον Λευκό Οίκο την περασμένη Δευτέρα, όπου είχε τις πρώτες δια ζώσης επαφές με τη νέα διοίκηση Τραμπ, επαφές για το περιεχόμενο των οποίων εν συνεχεία ενημέρωσε τους Ευρωπαίους.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ πήρε εν συνεχεία τη σκυτάλη, μεταβαίνοντας την Πέμπτη στην Ουάσιγκτον όπου είχε συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο. Διόλου τυχαία, μόλις λίγα 24ωρα νωρίτερα, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να ανεβάσει τις βρετανικής αμυντικές δαπάνες στο 2,5% του ΑΕΠ ως το 2027 και, ακολούθως, στο 3% του ΑΕΠ ως το 2035. Τα εν λόγω έτη ωστόσο, φαντάζουν μακρινά, εάν αναλογιστεί κανείς την ταχύτητα με την οποία τρέχουν πια οι διεθνείς εξελίξεις, με επιταχυντή κυρίως τις ΗΠΑ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ από την πλευρά του, επιμένει να διαμηνύει ότι πρόκειται να ανεβάσει στο 25% τους δασμούς για τα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ από την Ευρώπη, ενώ παράλληλα απαιτεί από τους Ευρωπαίους να αναλάβουν μόνοι εκείνοι, χωρίς τις ΗΠΑ, τη μεταπολεμική ασφάλεια της Ουκρανίας, όλα αυτά προφανώς πολύ πριν από το 2027.
Η (αναπόφευκτη;) απεξάρτηση από τις ΗΠΑ
Ο Εμανουέλ Μακρόν υποδέχθηκε το βράδυ της Τετάρτης στο Παρίσι τον νικητή των γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών της περασμένης Κυριακής, Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος όμως το πρώτο πράγμα που έκανε αφότου έκλεισαν οι κάλπες το βράδυ των γερμανικών εκλογών ήταν να κηρύξει την ανάγκη «απεξάρτησης» της Ευρώπης από τις ΗΠΑ και τον Τραμπ.
«Ο Φρίντριχ Μερτς ήταν ο πιο φιλοαμερικανός πολιτικός στη Γερμανία – η στροφή του θα μπορούσε να καταστεί ιστορική για την Ευρώπη», γράφει ο Γεργκ Λάου στον Guardian. Για να καταστεί ωστόσο όντως «ιστορική» η όποια γερμανική στροφή, αυτή θα πρέπει αφενός να έχει διάρκεια και αφετέρου να έχει συνοδοιπόρους. Το προηγούμενο της ομιλίας που είχε εκφωνήσει ένας άλλος Γερμανός, ο απερχόμενος καγκελάριος Ολαφ Σολτς στις 27 Φεβρουαρίου του 2022, προβληματίζει καθώς και εκείνη είχε χαιρετιστεί ως «ιστορική»…
Το νέο «εσωτερικό» μέτωπο
Εν έτει 2025 πια, η Ευρώπη παρουσιάζεται να έχει ανοιχτά μέτωπα όχι μόνο με τη Ρωσία του Πούτιν αλλά και ενδονατοϊκά με τις ΗΠΑ του Τραμπ, γεγονός το οποίο ενδεχομένως να καταστήσει αυτήν τη φορά τις όποιες αλλαγές όντως αναπόφευκτες.
Την Κυριακή ο Κιρ Στάρμερ πρόκειται να έχει συνάντηση με Ευρωπαίους ηγέτες για να τους ενημερώσει αναφορικά με όσα διημείφθησαν μεταξύ εκείνου και του Ντ. Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ενώ οι «27» της Ε.Ε. συναντώνται εκτάκτως στις 6 Μαρτίου με στόχο να λάβουν αποφάσεις σχετικές με την ευρωπαϊκή Αμυνα και το μέλλον της στήριξης στην Ουκρανία.
«Τα πράγματα προχωρούν γρήγορα», δηλώνει Ευρωπαίος αξιωματούχος στους FT, με φόντο τις ευρωπαϊκές περιπέτειες που προηγήθηκαν τα περασμένα όχι πολλά χρόνια, περιπέτειες όπως ήταν εκείνες της κρίσης χρέους στη ζώνη του ευρώ και της πανδημίας. Η ευρωπαϊκή ανταπόκριση στη δεύτερη από αυτές τις κρίσεις (βλ. πανδημία) ήταν ταχύτερη από ό,τι στην πρώτη (κρίση χρέους). Πόσο αποφασιστικά και γρήγορα θα μπορούσαν όμως να κινηθούν τώρα οι Ευρωπαίοι στο μέτωπο της Αμυνας;
Βήματα εμπρός, αλλά χωρίς αντίκρισμα;
Οι σχετικές συζητήσεις, περί ευρωπαϊκής αμυντικής χειραφέτησης, έχουν «προϊστορία» δεκαετιών καθώς χρονολογούνται ήδη από τη δεκαετία του 1950 (βλ. Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα), ενώ ως όρος η πολυθρύλητη «ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία» απαντάται σε ευρωπαϊκά έγγραφα ήδη από το 2013.
Εν έτει 2025 ωστόσο, και παρά τα όσα έχουν όντως υλοποιηθεί/δρομολογηθεί, από την προσάρτηση της Κριμαίας και έπειτα, ως εργαλεία/πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (EDF, PESCO, CARD, EPF κ.ά.), η Ενωμένη Ευρώπη παρουσιάζεται να μην μπορεί να σταθεί αμυντικά αποκλειστικά και μόνο στα δικά της πόδια.
Ποιες είναι οι επιλογές που έχουν μπροστά τους τώρα οι Ευρωπαίοι;
Βρετανοί και Πολωνοί παρουσιάζονται να προωθούν το σενάριο σύστασης μιας ευρωπαϊκής «τράπεζας επανεξοπλισμών» (rearmament bank), όπως την χαρακτηρίζουν οι FT, που θα μπορούσε να στηθεί με βάση το μοντέλο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης. Η εν λόγω τράπεζα θα μπορούσε να δανείζει χρήματα -σε ιδιώτες αλλά και σε κυβερνήσεις- για αγορές αμυντικού υλικού και για κοινά αμυντικά πρότζεκτ. Μια άλλη -πρακτικά πιο εύκολη και ευέλικτη, όπως λέγεται- ιδέα που κυκλοφορεί είναι εκείνη της δημιουργία μιας εταιρείας ειδικού σκοπού (special purpose vehicle- SPV), μέσω της οποίας οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα μπορούν να δανείζονται και να δανείζουν με στόχο τη χρηματοδότηση αμυντικών σχεδιασμών.
Υπενθυμίζεται ότι ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο, πριν από την ορκωμοσία Τραμπ στις ΗΠΑ και το 90λεπτο τηλεφώνημα Τραμπ-Πούτιν της 12ης Φεβρουαρίου, είχαν κυκλοφορήσει σενάρια περί δημιουργίας ενός μηχανισμού που θα χρηματοδοτεί ευρωπαϊκά αμυντικά πρότζεκτ και προμήθειες οπλικών συστημάτων εκδίδοντας ομόλογα με εγγυήσεις από όσες χώρες συμμετέχουν οικειοθελώς σε αυτόν και όχι από την Ε.Ε. ως σύνολο, με την υποσημείωση όμως ότι σε αυτές τις χώρες θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνονται και κράτη εκτός Ε.Ε. τα οποία είναι κοντά στην ευρωπαϊκή οικογένεια: η Βρετανία, η Νορβηγία, ενδεχομένως και η Τουρκία η οποία άλλωστε αναζητεί εδώ και καιρό μέσα εισόδου στην ευρωπαϊκή αγορά Αμυνας, αν και ειδικά στην περίπτωση της Τουρκίας θα υπάρξουν αντιδράσεις και ενστάσεις. «Εάν η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας πρόκειται να αναδιαμορφωθεί, αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει χωρίς την Τουρκία», δήλωσε ενδεικτικά μέσα στην εβδομάδα που φεύγει ο Τούρκος υπουργός Εξωτετικών Χακάν Φιντάν.
Διόλου τυχαία, η φράση «συνασπισμός των προθύμων» (coalition of the willing) χρησιμοποιείται πια με αυξημένη συχνότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, φανερώνοντας διαθέσεις μεγαλύτερης ευελιξίας απέναντι στις προκλήσεις.
Από εκεί και πέρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσιάζεται να εξετάζει και την επιλογή της άντλησης κεφαλαίων που ήδη υφίστανται (που έχουν «ξεμείνει» για παράδειγμα από την περίοδο της πανδημίας ή κείνται σε ταμεία περιφερειακής ανάπτυξης) και της ανακατεύθυνσης αυτών προς αμυντικούς σκοπούς.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόκειται να παρουσιάσει στις 19 Μαρτίου ένα policy paper (πρόταση/κείμενο πολιτικής) για το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας, το οποίο αναμένεται να περιλαμβάνει μια λίστα προτεραιοτήτων για την από κοινού ανάπτυξη οπλικών συστημάτων με βάση τους κλάδους που θα αξιολογούνται ως περισσότερο σημαντικοί, καθώς και επιλογές χρηματοδότησης για αυτά τα μελλοντικά πρότζεκτ.
Σύμφωνα με το Politico, ένα βασικό ζήτημα το οποίο ακόμη δεν έχει απαντηθεί είναι το πώς θα βρεθούν τα χρήματα για όλες αυτές τις πρωτοβουλίες. Η Γερμανίδα πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πάντως προς το παρόν δεν έχει διευκρινίσει πώς θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί αυτό το όποιο νέο εργαλείο χρηματοδότησης. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Μέσα από την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους (στην οποία επιμένουν να αντιδρούν οι δημοσιονομικά συντηρητικοί), την ανακατανομή κεφαλαίων που θα αντληθούν από άλλα ταμεία της Ε.Ε., ή μήπως τις εισφορές μεμονωμένων χωρών;
Τι θα γίνει ρήτρες διαφυγής και φρένα χρέους
Το ζήτημα της εξαίρεσης των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς του ευρωπαϊκού μπλοκ αναφορικά με το έλλειμμα και το χρέος (βλ. ρήτρα διαφυγής), είναι κομβικής σημασίας, καθώς χωρίς τέτοιου τύπου εξαιρέσεις πολύ δύσκολα θα αυξάνονταν οι αμυντικές δαπάνες. Ακόμη και σε αυτό το μέτωπο ωστόσο, υπάρχουν διαφωνίες για το αν αυτή η ρήτρα διαφυγής θα πριμοδοτεί μόνο τις χώρες οι αμυντικές δαπάνες των οποίων κινούνται κάτω από το 2% του ΑΕΠ και όχι όλες τις άλλες (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης) που έχουν προ πολλού ξεπεράσει αυτό το όριο ως όφειλαν, ή αντιστρόφως εάν θα καλύπτει μόνο όσα κράτη κινούνται ήδη πάνω από το 2% και όχι τα υπόλοιπα. Στο ίδιο πλαίσιο πάντως, της αναζήτησης δηλαδή μεγαλύτερης ευελιξίας, εντάσσεται πια και η συζήτηση για το φρένο χρέους που λαμβάνει χώρα μετεκλογικά, εν μέσω πιέσεων, στη Γερμανία.
Εάν οι αμερικανικές δυνάμεις αποχωρούσαν αύριο από την Ευρώπη, οι Ευρωπαίοι, για να μπορέσουν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους χωρίς τις ΗΠΑ, θα έπρεπε να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες κατά περίπου 250 δισ. δολ. ετησίως, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή δεξαμενή σκέψη Bruegel.
«Μεταξύ 2021 και 2024 οι συνολικές αμυντικές δαπάνες των κρατών μελών της Ε.Ε. αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 30%. Το 2024 εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 326 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου στο 1,9% του ΑΕΠ της Ε.Ε.», διαβάζουμε στον επίσημο ιστοχώρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Οπως φαίνεται ωστόσο, μέσα στο νέο περιβάλλον προκλήσεων όπως αυτό έχει πια διαμορφωθεί, ακόμη και αυτές οι προαναφερθείσες αυξήσεις δεν είναι αρκετές. Αντιθέτως, εάν αποχωρούσαν οι αμερικανικές δυνάμεις από την Ευρώπη, τα προαναφερθέντα 326 δισ. ευρώ θα έπρεπε να γίνουν περίπου 570 δισ. ετησίως και το 1,9% του ΑΕΠ περίπου 3,5%, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Bruegel. Κι όλα αυτά, μέσα σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικής στενότητας. «Οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες πρόκειται να αυξήσουν την πίεση στα δημοσιονομικά της Ευρώπης», προειδοποιεί από την πλευρά της η Fitch…
Οι Αμερικανοί δεν πρόκειται, βέβαια, να αποχωρήσουν ούτε άμεσα, ούτε πλήρως από την Ευρώπη, αν και η πλήρης διακοπή της αμερικανικής στήριξης προς την Ουκρανία αποτελεί πια σοβαρό ενδεχόμενο. Ο Τραμπ επιμένει πάντως από την πλευρά του για παράδειγμα να βλέπει μόνον ευρωπαϊκές -κι όχι αμερικανικές- εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία και «αδειάζει» πια μπροστά στις κάμερες τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι (τον οποίο δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται) παίρνοντας μέρος στο πλευρό του Πούτιν (τον οποίο δηλώνει ευθαρσώς ότι εμπιστεύεται)… Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ασφυκτικών πιέσεων και ανατροπών, οι Ευρωπαίοι θα κληθούν πια να πάρουν αποφάσεις άμεσα για το μέλλον τους, χωρίς όμως αυτήν τη φορά να βασίζονται στις ΗΠΑ, ή τουλάχιστον όχι στις ΗΠΑ που ήξεραν…