Kathimerini.gr
Με οδηγό μια «πυξίδα ανταγωνιστικότητας» στη βάση της περίφημης έκθεσης του Μάριο Ντράγκι θα καθοδηγείται πλέον από την 1η Δεκεμβρίου η νέα Κομισιόν υπό την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που χθες εγκρίθηκε με μόλις 370 ψήφους υπέρ από την ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο. Παρά το αρχικό «σοκ» της συγκέντρωσης του λιγότερου ποσοστού που έχει λάβει από το 1995 και μετά το Κολλέγιο των Επιτρόπων, η Φον ντερ Λάιεν δήλωσε έτοιμη «να ξεκινήσει δουλειά», λόγω και των πολλαπλών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Η ίδια περιέγραψε νωρίτερα ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου τις προτεραιότητές της στη βάση των εξής «πυλώνων»: να καλυφθεί το κενό της καινοτομίας έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας, να προωθηθεί κοινό σχέδιο για την απανθρακοποίηση και την ανταγωνιστικότητα, να αυξηθεί η ασφάλεια και να μειωθούν οι εξαρτήσεις της Ευρώπης. Τους ίδιους στόχους προέταξε και όταν ρωτήθηκε –στη σχετική συνέντευξη Τύπου– εάν θα συναντηθεί σύντομα με τη νέα αμερικανική διοίκηση υπό τον Ντόναλντ Τραμπ. Η Φον ντερ Λάιεν, αν και τόνισε ότι σκοπός της είναι να διατηρήσει «μια εποικοδομητική και συνεχή συνεργασία» με τις ΗΠΑ, ωστόσο ανέφερε ότι «είναι δική μας ευθύνη να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί, πιο ασφαλείς, να προσελκύσουμε επενδύσεις».
Προσώρας, πάντως, η Ε.Ε. προετοιμάζει τις «μηχανές» της ενόψει της διαφαινόμενης μετωπικής σύγκρουσης με τον Ντόναλντ Τραμπ. Στα αυτιά των Ευρωπαίων ηχεί η «απειλή» ότι η Ε.Ε. «θα πληρώσει βαρύ τίμημα» με δασμούς, ώστε να καλυφθεί το εμπορικό έλλειμμα μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε., ύψους 158 δισ. ευρώ. Ο νέος «ένοικος» του Λευκού Οίκου προωθεί την ιδέα αντικατάστασης του ομοσπονδιακού φόρου εισοδήματος με δασμούς, που κυμαίνονται από 10% έως 20%, με τους υψηλότερους να αναμένεται να επηρεάσουν την Ευρώπη άμεσα και έμμεσα.
Κάποια οικονομικά «μοντέλα» υπολογίζουν ότι οι εξαγωγές της Ευρωζώνης προς τις ΗΠΑ θα μπορούσαν με μειωθούν σχεδόν κατά ένα τρίτο σε περίπτωση επιβολής γενικού δασμού 10%. Η Goldman Sachs υπολογίζει ότι πιθανός εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ θα μπορούσε να αφαιρέσει από την οικονομία της Ευρωζώνης σχεδόν 0,9%.
Παράλληλα, ο Τραμπ «είναι μια απρόβλεπτη φιγούρα με στοιχειώδη κατανόηση της οικονομίας. Οι δασμοί που ευνοεί, τείνουν να πλήττουν ιδιαίτερα τα ενδιάμεσα αγαθά, γεγονός που συνήθως μειώνει την κοινωνική ευημερία τόσο από την πλευρά των επιχειρήσεων όσο και από την πλευρά των καταναλωτών», σχολιάζει στην «Κ» ο καθηγητής Τζ. Σκοτ Μάρκους, κύριος αναλυτής στο Center European Policy Studies στις Βρυξέλλες, υπενθυμίζοντας ότι κατά την πρώτη του θητεία είχε επιβάλει επιπλέον δασμούς στον χάλυβα και στο αλουμίνιο της Ε.Ε., τους οποίους μπορεί να ανέστειλε ο Τζο Μπάιντεν, αλλά δεν έληξαν.
Στο ευρωπαϊκό συμβούλιο εξωτερικών υποθέσεων εμπορίου, οι 27 υπουργοί κατέληξαν με ευρεία συναίνεση να διατηρήσουν «εποικοδομητική προσέγγιση» με τις ΗΠΑ, «να μην ανοίξουν εκ νέου παλιές εμπορικές διαφορές και να αποφευχθούν νέες», ανέφερε ο αρμόδιος εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις.
Για τον Φεντερίκο Ρέχο, κύριο ερευνητή στο Wilfried Martens Centre στις Βρυξέλλες, «ένας εμπορικός πόλεμος μπορεί να αποφευχθεί εάν τα παράπονα και αιτήματα του Τραμπ γίνουν αντικείμενο μιας νέας συνολικής διατλαντικής διαπραγμάτευσης για το εμπόριο και την οικονομία». Την προσέγγιση αυτή άλλωστε προκρίνει η πρόεδρος της Κομισιόν με άνοιγμα συζητήσεων, προσδιορισμό κοινών συμφερόντων, διαπραγματεύσεις. Η ίδια εκτιμά ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να αναζητήσει αύξηση εισαγωγών αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στο πλαίσιο μιας συνολικής συμφωνίας και να απεξαρτηθεί περαιτέρω από το ρωσικό LNG.
Ο Γιάννης Εμμανουηλίδης, διευθυντής μελετών στο European Policy Center στις Βρυξέλλες πιστεύει πάντως ότι «θα είμαστε αρκετά αφελείς εάν πιστεύουμε ότι ο Τραμπ 2.0 θα είναι ίδιος με τον Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία». Εξηγεί ότι στην «προσέγγιση συνδιαλλαγής» –που προτιμά ο Τραμπ– θα επιχειρήσει να συνδυάζει κάθε φορά διάφορα ζητήματα. Στην περίπτωση, για παράδειγμα, διαπραγμάτευσης των δασμών θα ζητήσει παράλληλα σκληρότερη πολιτική από την Ε.Ε. έναντι της Κίνας. Ο ίδιος υπενθυμίζει παράλληλα ότι τόσο στην έκθεσή του ο Ντράγκι όσο και στην πρόσφατη διακήρυξη της Βουδαπέστης των «27» της Ε.Ε., διατυπώνεται η ανάγκη να παραμείνει η Ευρώπη «ενωμένη» έναντι των «απειλών» του Τραμπ. Ωστόσο, ήδη καταγράφονται αποκλίνουσες απόψεις εντός του «μπλοκ» σχετικά με το αν μια σκληρότερη γραμμή έναντι της Κίνας θα αποτελούσε μια λογική παραχώρηση.
Εδώ και έξι μήνες η Ε.Ε. και η απερχόμενη αμερικανική διοίκηση του Μπάιντεν επιχειρούν να βρουν τρόπους εξασφάλισης ενός δανείου προς το Κίεβο ύψους 50 δισ. δολαρίων από ιδιωτικά κέρδη από τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία της ρωσικής κεντρικής τράπεζας. Αν και η συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί, ωστόσο τα χρήματα δεν φτάνουν για να καλύψουν τις ανάγκες της Ουκρανίας αυτόν τον χειμώνα, πόσο μάλλον για την ανοικοδόμησή της, εκτιμά ο Φεντερίκο Ρέχο.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει φέρει την Ευρώπη αντιμέτωπη με την επιτακτική ανάγκη ενίσχυσης της άμυνάς της και των σχετικών επενδύσεων. «Η Ε.Ε. δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στην ηγεσία των ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ και οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει επομένως να αναπτύξουν γρήγορα τις στρατιωτικές τους δυνατότητες», επισημαίνει έκθεση του Bruegel στις Βρυξέλλες υπό τον τίτλο «Μια ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία σε έναν εχθρικό κόσμο». Οι συντάκτες της έκθεσης, Χουάν Μεχίνο Λόπεθ και Γκούντραμ Βολφ, εκτιμούν ότι «η αντιμετώπιση των ανησυχιών για την ασφάλεια απαιτεί χρηματοδότηση τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο τουλάχιστον 500 δισ. ευρώ τα επόμενα πέντε χρόνια».