Kathimerini.gr
Ξένια Κουναλάκη
«Μπορεί ο Μπάιντεν να επιβιώσει έως το 2029;». Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει διαφημιστικό σποτ από οργάνωση χρηματοδότησης του αντιπάλου του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ.
Το φιλμάκι προβλήθηκε λίγο πριν από την κρίσιμη ομιλία του Τζο Μπάιντεν για την Κατάσταση του Εθνους, θέτοντας στο επίκεντρο της προεκλογικής ατζέντας το βασικότερο πρόβλημά του στον δρόμο για την αναμέτρηση του Νοεμβρίου: την ηλικία του.
Ο 81χρονος Δημοκρατικός πολιτικός, που αναμένεται να εξασφαλίσει άνετα το χρίσμα του κόμματός του, παρουσιάζει εσχάτως έντονα σημάδια φθοράς, φυσικής και γνωστικής: απώλεια μνήμης, μικροατυχήματα και κόπωση θέτουν εν αμφιβόλω την ικανότητά του να εγκατασταθεί εκ νέου στον Λευκό Οίκο για άλλα τέσσερα χρόνια. Το 2029 θα είναι 87 ετών.
Το σημαντικότερο πρόβλημα για την εικόνα του Τζο Μπάιντεν είναι η αύξηση του κόστους διαβίωσης των Αμερικανών. Στην ομιλία του ενώπιον του Κογκρέσου, την Πέμπτη, προανήγγειλε ότι θα προσπαθήσει να λάβει μέτρα για να ανακουφίσει τους πολίτες από το δυσβάσταχτο κόστος της στέγης. (Bonnie Cash/The New York Times)
Αυτήν την εικόνα επιχείρησε να ανατρέψει με την ομιλία του στο Κογκρέσο ο Μπάιντεν. Ηταν μαχητικός, απέφυγε να κατονομάσει τον αντίπαλό του Ντόναλντ Τραμπ (τον αποκάλεσε 13 φορές «ο προκάτοχός μου») και υπενθύμισε ότι οι προεδρικές εκλογές το φθινόπωρο είναι τελικά ένα δημοψήφισμα για τη δημοκρατία, με την οποία ο Τραμπ έχει διαρρήξει τις σχέσεις του.
Ο Μπάιντεν υπολείπεται του Τραμπ 5% (43% έναντι 48%), ενώ η δημοτικότητά του είναι μόλις 37,9%. Είναι ο λιγότερο δημοφιλής πρόεδρος από την εποχή του Τζέραλντ Φορντ (1974-77).
«Θεέ μου, ποια άλλη ελευθερία θα στερήσετε στον αμερικανικό λαό;» αναρωτήθηκε, αναφερόμενος στην περιστολή του δικαιώματος στην άμβλωση και προέβλεψε ότι το κόμμα του θα κερδίσει τον Νοέμβριο εξαιτίας της πολιτικής Τραμπ στον τομέα των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων των γυναικών. «Αλλα τέσσερα χρόνια!» φώναζαν ρυθμικά οι Δημοκρατικοί στα έδρανα, μετατρέποντας την ομιλία σε προεκλογική συγκέντρωση.
Σύμφωνα με εκτενές προφίλ του προέδρου στο περιοδικό New Yorker από τον βιογράφο του, Iβαν Οσνος, ο στρατηγός του Μπαράκ Ομπάμα, Ντέιβιντ Αξελροντ, ο οποίος στο παρελθόν είχε συνδράμει τις εκστρατείες του τεχνοκράτη πρωθυπουργού Μάριο Μόντι στην Ιταλία και του ηγέτη των Εργατικών Εντ Μίλιμπαντ στη Βρετανία, ήταν από τους πρώτους που διατύπωσαν επιφυλάξεις για μια νέα υποψηφιότητα Μπάιντεν.
Ο Αμερικανός πρόεδρος τον αποκήρυξε ως «μ…κα» και οι συνεργάτες του Αξελροντ άρχισαν έκτοτε να φορούν κονκάρδες στις οποίες αναγράφεται «μ…κες που στηρίζουν τον πρόεδρο». Ο Μπάιντεν δεν αντιμετωπίζει ψύχραιμα τη συζήτηση για την ηλικία του.
Οι αλλεπάλληλες γκάφες του, όμως, έχουν οδηγήσει σε απόγνωση τους συνεργάτες του, οι οποίοι βλέπουν να προηγείται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις ο Τραμπ και να διευρύνει μάλιστα το προβάδισμά του.
Το έχουν πάρει απόφαση και πιστεύουν ότι πρέπει να αφήσουν τον Τζο να είναι ο Τζο, να μείνει δηλαδή πιστός στον εαυτό του και να μην υποδύεται κάτι άλλο, έγραψαν σε ανάλυσή τους αυτήν την εβδομάδα οι New York Times. Με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις των ΝΥΤ, ο Μπάιντεν υπολείπεται του προκατόχου του 5% (43% έναντι 48%), δημιουργώντας την υπόνοια πως οι Δημοκρατικοί οδηγούνται σαν υπνοβάτες σε μια εκλογική νίκη του Τραμπ.
Προβλήματα στην καμπάνια του παρουσιάζει και o Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος εμφανίζεται εξίσου επιρρεπής σε γκάφες και γλωσσικά ολισθήματα. Επίσης, μολονότι εξώθησε στην έξοδο τη βασικότερη εσωκομματική του αντίπαλο, Νίκι Χέιλι, δεν έχει προσελκύσει όσους τη στήριξαν: το μετριοπαθές κομμάτι των Ρεπουμπλικανών. (Doug Mills/The New York Times)
Την ίδια στιγμή, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει δημοτικότητα μόλις 37,9%. Είναι ο λιγότερο δημοφιλής πρόεδρος από την εποχή του Τζέραλντ Φορντ (1974-77), ενώ ακόμη και οι διόλου αγαπητοί Λίντον Τζόνσον (1963-1969), Ρίτσαρντ Νίξον (1969-1974), Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος (1989-1993) και Ντόναλντ Τραμπ (2017-2021) είχαν μεγαλύτερα ποσοστά αποδοχής την αντίστοιχη χρονική περίοδο της θητείας τους: 44,9%, 56,6%, 40,8% και 42,3% αντίστοιχα. Το σημαντικότερο πρόβλημα που αμαυρώνει την εικόνα του είναι η αύξηση του κόστους διαβίωσης, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες του επιτελείου του να αποδείξει ότι η αμερικανική οικονομία είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι νομίζει η κοινή γνώμη, λόγω επενδύσεων σε έργα υποδομής και των φοροαπαλλαγών για την ενίσχυση της ανάπτυξης.
Ο Μπέρνι Σάντερς, ανεξάρτητος γερουσιαστής στο Βερμόντ και σταθερός πόλος επιρροής της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών, είχε πρόσφατα συνάντηση με τον πρόεδρο για να τον συμβουλεύσει για τη μελλοντική στάση του. Τον κάλεσε, λοιπόν, να αποδεχθεί την αγανάκτηση των πολιτών για την οικονομία και να καταδείξει τους παράγοντες που υπονομεύουν την εφαρμογή της ατζέντας του, π.χ. τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις φαρμακοβιομηχανίες, αντί να προσπαθεί να πείσει τους ψηφοφόρους ότι θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι με δεδομένες τις τρέχουσες διεθνείς συνθήκες.
Παρ’ όλα αυτά, η ομιλία του ενώπιον του Κογκρέσου την Πέμπτη επικεντρώθηκε στην ανάλυση της επιτυχίας των Bidenomics μαζί με κάποιες ενδείξεις για τη μελλοντική οικονομική πολιτική του σε περίπτωση που κερδίσει τον Νοέμβριο. Ετσι, προανήγγειλε ότι θα προσπαθήσει να αυξήσει τη φορολογία στις επιχειρήσεις και να λάβει μέτρα για να ανακουφίσει τους πολίτες από το δυσβάσταχτο κόστος της στέγης, αποδεικνύοντας ότι δίνει προτεραιότητα στους εργάτες και στη μεσαία τάξη.
Δυσαρέσκεια
Ο Μπάιντεν φαίνεται πως έχει δυσαρεστήσει τόσο τους μετριοπαθείς όσο και τους αριστερούς ψηφοφόρους των Δημοκρατικών: τους μεν λόγω της ακρίβειας, της στάσης του στο μεταναστευτικό και της εντύπωσης ότι η κατάσταση στα σύνορα με το Μεξικό έγινε ανεξέλεγκτη στη διάρκεια της θητείας του, και τους δε εξαιτίας της άνευ όρων υποστήριξης στο Ισραήλ μετά τη φονική επιδρομή της Χαμάς την 8η Οκτωβρίου 2023. Δεν είναι τυχαίο ότι το εσωκομματικό κύμα δυσαρέσκειας εκφράστηκε πρώτο στις πολιτείες Μίσιγκαν και Μινεσότα, που έχουν ισχυρή αραβική μειονότητα. Το ερώτημα είναι τι θα επιλέξουν να κάνουν τον Νοέμβριο οι δυσαρεστημένοι αυτοί πολίτες: θα καθίσουν σπίτι τους και θα απόσχουν, θα επιλέξουν υποψήφιο τρίτου κόμματος ή θα ψηφίσουν Τραμπ;
Προβλήματα στην καμπάνια του παρουσιάζει, πάντως, και ο 77χρονος αντίπαλος του Μπάιντεν, ο οποίος παρόλο που έχει καταφέρει να ξεφύγει από την κριτική για την ηλικία του, εμφανίζεται εξίσου επιρρεπής σε γκάφες και γλωσσικά ολισθήματα. Μπορεί εξάλλου να εξώθησε στην έξοδο τη βασικότερη εσωκομματική του αντίπαλο, πρώην κυβερνήτη της Νότιας Καρολίνας, Νίκι Χέιλι, αλλά δεν έχει προσελκύσει όσους τη στήριξαν: το μετριοπαθές κομμάτι των Ρεπουμπλικανών. Πρέπει να κερδίσει όσους δεν τον στήριξαν στις προκριματικές, ήταν το μήνυμα της Χέιλι στην ομιλία απόσυρσής της από την κούρσα και πράγματι εκεί βρίσκεται η αχίλλειος πτέρνα του Τραμπ. Οι πολίτες που ζουν στα προάστια, εκείνοι που αυτοπροσδιορίζονται ως μετριοπαθείς ή ανεξάρτητοι και οι Ρεπουμπλικανοί που ψήφισαν Μπάιντεν το 2020 είναι το κομμάτι του εκλογικού σώματος που στοίχισε την επανεκλογή του πριν από τέσσερα χρόνια.
Το φλερτ του με τον Βίκτορ Ορμπαν, τον υπερσυντηρητικό φιλορώσο Ούγγρο πρωθυπουργό, με τον οποίο είχε προχθές συνάντηση στη Φλόριντα, αναμφισβήτητα δεν βελτιώνει την εικόνα του στις τάξεις του αναποφάσιστου κεντρώου ακροατηρίου. Το επίμαχο ταξίδι δεν πέρασε απαρατήρητο στο στρατηγείο του ΝΑΤΟ, ενώ είναι πρωτόγνωρο ο ηγέτης μιας χώρας της Συμμαχίας να επισκέπτεται τις ΗΠΑ και να μην έχει επαφές με στελέχη της κυβέρνησης. Αυτό παραμένει τελικά το σημαντικό χαρτί του Μπάιντεν. «Εγώ μπορεί να είμαι ηλικιωμένος, αλλά ο αντίπαλός μου υπονομεύει συστηματικά τη δημοκρατία και τη θέση των ΗΠΑ στον κόσμο», είναι το υπόρρητο μήνυμά του.