ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Το κόστος τού αυτοκρατορικού συνδρόμου

Η αναδιάταξη των γεωπολιτικών ισορροπιών μέσω (και) του εμπορικού πολέμου από την πλευρά του Τραμπ προσέκρουσε στην αντίδραση της Γουόλ Στριτ. Είναι οριστικό το ρήγμα με τους συμμάχους των ΗΠΑ;

Kathimerini.gr

Πέτρος Παπακωνσταντίνου

Στις 26 Φεβρουαρίου, όταν συνεδρίασε για πρώτη φορά το υπουργικό του συμβούλιο, ο Ντόναλντ Τραμπ έδωσε στους δημοσιογράφους μια πολύ παραστατική εικόνα της φιλοσοφίας του για τους συμμάχους της Αμερικής.

«Ας είμαστε ειλικρινείς», είπε ο Αμερικανός πρόεδρος, «η Ευρωπαϊκή Ενωση δημιουργήθηκε για να μας καταστρέψει» (για την ακρίβεια, είπε «to screw us»). Στη συνέχεια, ανήγγειλε προστατευτικούς δασμούς 25% στο αλουμίνιο και στο ατσάλι, προοίμιο του παγκόσμιου εμπορικού πολέμου που επρόκειτο να κηρύξει στις 2 Απριλίου, ανατινάζοντας το οικοδόμημα της παγκοσμιοποίησης που η ίδια η Αμερική είχε δημιουργήσει.

Για να πούμε την αλήθεια, ο Τραμπ δεν ήταν ο πρώτος Αμερικανός πολιτικός που συμπεριφέρθηκε με αυτόν τον τρόπο. Στις 13 Αυγούστου 1971, ο τότε υπουργός Οικονομικών Τζον Κόναλι είπε στον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον, στη διάρκεια κρίσιμης κυβερνητικής σύσκεψης στο Καμπ Ντέιβιντ: «Η φιλοσοφία μου, κύριε πρόεδρε, είναι ότι όλοι οι ξένοι είναι έτοιμοι to screw us και ότι αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι to screw them πρώτοι εμείς».

Αντικείμενο της σύσκεψης ήταν η αντιμετώπιση των αστρονομικών ελλειμμάτων που συσσώρευε η Αμερική στο εμπόριο με κατεξοχήν συμμάχους της, όπως η Ιαπωνία, η Γερμανία και η Ιταλία, λόγω της υπερβολικά υψηλής ισοτιμίας του δολαρίου. Η εισήγηση του Κόναλι ήταν να αποσυρθούν οι ΗΠΑ από το σύστημα σταθερών ισοτιμιών που είχαν θεσπίσει σε μεγάλο βαθμό οι ίδιες με την ιστορική συνθήκη του Μπρέτον-Γουντς (1944), χτίζοντας τα θεμέλια για τη μεταπολεμική ανάπτυξη των δυτικών κοινωνιών.

Η ιστορική στροφή

Ο Νίξον δέχθηκε τη ριψοκίνδυνη εισήγηση και, δύο ημέρες αργότερα, ανακοίνωσε σε μια εμβρόντητη οικουμένη ότι τερματίζει μονομερώς τη μετατρεψιμότητα δολαρίων σε χρυσό, θέτοντας τέλος σε μια ολόκληρη εποχή. Βέβαια, ο Ψυχρός Πόλεμος με την ΕΣΣΔ επέβαλε να μην πάρει πολιτικό χαρακτήρα ο οικονομικός ανταγωνισμός με τους συμμάχους.

Στο διάγγελμά του, ο Νίξον χρησιμοποίησε μια γλώσσα πολύ διαφορετική από εκείνη του Κόναλι ή του Τραμπ, αν και επί της ουσίας οι ομοιότητες είναι ευδιάκριτες: «Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οικονομίες των κυριότερων βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης και της Ασίας είχαν καταστραφεί. Οι ΗΠΑ τους προσέφεραν τα τελευταία 25 χρόνια οικονομική βοήθεια 143 δισ. δολαρίων για να σταθούν τα πόδια τους και να μείνουν ελεύθερες. Αλλά τώρα που είναι οικονομικά ισχυρές, ήρθε η ώρα να αναλάβουν το βάρος που τους αναλογεί στην υπεράσπιση της ελευθερίας. Οι ΗΠΑ δεν έχουν κανένα λόγο πλέον να ανταγωνίζονται με το ένα τους χέρι δεμένο πίσω στην πλάτη».

Σε αντίθεση με τον Νίξον, ο Τραμπ νιώθει ότι δεν έχει να δώσει υπαρξιακή μάχη με ένα αντίπαλο κοινωνικό σύστημα σε παγκόσμια κλίμακα, ότι δεν ζει σε έναν κόσμο με μόνιμους συμμάχους και εχθρούς, παρά μόνον με πρόσκαιρους εταίρους και ανταγωνιστές. Ο πρώτος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, λόρδος Ισμέι, έλεγε ότι αποστολή του ήταν «να κρατάει τους Ρώσους έξω, τους Αμερικανούς μέσα και τους Γερμανούς κάτω». Για τον Τραμπ, το ΝΑΤΟ έχει καταντήσει ένα πελώριο βάρος που πρέπει να επωμιστούν οι Ευρωπαίοι, ενώ ο Ελον Μασκ προτείνει ανοιχτά την αποχώρηση των ΗΠΑ. Παράλληλα, ο Αμερικανός πρόεδρος εξέφρασε δημοσίως αμφιβολίες για την αξία της αμυντικής συμφωνίας με την Ιαπωνία, που υπέγραψε ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ το 1960.

Την Παρασκευή 21 Μαρτίου, ο Τραμπ ανακοίνωσε από το Οβάλ Γραφείο ότι το Πεντάγωνο έβαλε μπροστά το σχέδιο για την κατασκευή των πρώτων μαχητικών αεροσκαφών έκτης γενεάς, των F-47. Αφού τόνισε τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, ξεκαθάρισε ότι όσοι σύμμαχοι των ΗΠΑ θελήσουν να αγοράσουν F-47, θα παραλάβουν υποβαθμισμένες εκδοχές τους γιατί, όπως με αφοπλιστική ειλικρίνεια εξήγησε, «κάποια μέρα μπορεί να μην είναι πια σύμμαχοί μας», μη αποκλείοντας ακόμη και ένοπλη σύγκρουση μαζί τους.

Ο 47ος πρόεδρος είχε φροντίσει να δώσει πολύ καθαρά το στίγμα του ήδη από την τελετή της ορκωμοσίας του, όταν διακήρυξε ότι στο εξής οι ΗΠΑ «θα βλέπουν ξανά τον εαυτό τους ως ένα έθνος σε ανάπτυξη, ένα έθνος που αυξάνει τον πλούτο του και μεγαλώνει τα εδάφη του». Πλέκοντας το εγκώμιο του Γουίλιαμ Μακίνλεϊ, του μακρινού προκατόχου του (1897-1901) που συνέδεσε το όνομά του με μεγάλους εμπορικούς και επεκτατικούς πολέμους, ο Τραμπ δεν δίστασε να εγγράψει από την πρώτη στιγμή εδαφικές βλέψεις, από τον Παναμά μέχρι τον Καναδά και από τη Γροιλανδία μέχρι τη Γάζα.

 

Επιστροφή στον 19ο αιώνα

Αυτό που διαισθάνεται ο Τραμπ είναι μια νέα εποχή αυτοκρατοριών, όπου οι μεγάλες δυνάμεις θα ξαναμοιράσουν εδαφικά και οικονομικά τον κόσμο (με την Αμερική κυρίαρχη στο δυτικό ημισφαίριο, την Κίνα στην ανατολική Ασία και τη Ρωσία σε μέρη της ανατολικής Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας) και θα βρίσκονται σε ασταθή ειρήνη. Κάτι ανάλογο με το μοίρασμα της Ευρώπης μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους στη διάσκεψη της Βιέννης (1814-1815), το μοίρασμα των Βαλκανίων στο συνέδριο του Βερολίνου (1878) και το μοίρασμα της Αφρικής από τις αποικιακές αυτοκρατορίες της ηπείρου, και πάλι στο Βερολίνο (1885).

Στενά συνδεδεμένος με αυτή τη θεώρηση του κόσμου από τον Τραμπ είναι και ο πόλεμος των δασμών, που έχει τρελάνει τις διεθνείς αγορές. Βασικός του εγκέφαλος είναι ο Στίβεν Μίρεν, ένας σοβαρός οικονομολόγος με διδακτορικό από το Χάρβαρντ και σημαντική θητεία στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, ο οποίος ανέλαβε επικεφαλής των οικονομικών συμβούλων του Τραμπ.

Σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Νοέμβριο, ο Μίρεν περιέγραψε μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την εκ βάθρων αναδιάρθρωση του παγκοσμίου εμπορίου και την ενίσχυση της θέσης των ΗΠΑ. Η στρατηγική του προέβλεπε τη χρησιμοποίηση των δασμών ως διαπραγματευτικών όπλων για την ανατίμηση των νομισμάτων των κυριότερων ανταγωνιστών (Κίνας, Ε.Ε., Ιαπωνίας) αλλά και για την επιβολή όρων στο πεδίο της ασφάλειας.

«Οι χώρες που θα θελήσουν να βρεθούν κάτω από την προστατευτική ομπρέλα της Αμερικής στο πεδίο της ασφάλειας, θα πρέπει να βρεθούν μαζί της και κάτω από την ομπρέλα ενός δίκαιου εμπορίου», έγραψε χαρακτηριστικά ο Μίρεν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι σε αντίθετη περίπτωση οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αποχωρήσουν από το ΝΑΤΟ. Υποστηρικτής της σκληρής γραμμής έναντι της Κίνας, τόνιζε ότι «απαιτείται να συνδέσουμε στενά την εμπορική μας πολιτική με την πολιτική ασφάλειας».

Το «μακελειό»

Η υλοποίηση στην πράξη αυτής της στρατηγικής διαγράφεται για την ώρα τραγελαφική, με κορυφαίο δείγμα τη θεαματική αναδίπλωση της περασμένης Τετάρτης στο θέμα των δασμών (πλην της Κίνας, όπου η σύγκρουση κλιμακώνεται). Και μπορεί ο Τραμπ να κομπάζει δημοσίως ότι «αυτές οι χώρες (που υφίστανται δασμούς) μου τηλεφωνούν to kiss my ass, πεθαίνουν να κλείσουμε συμφωνίες», αλλά οι πάντες κατάλαβαν ότι αν υπαναχώρησε ήταν γιατί το μακελειό στη Γουόλ Στριτ έδειχνε ξεκάθαρα ότι οι αγορές δεν είχαν και τόσο τρυφερό ενδιαφέρον για την ανατομία του Αμερικανού προέδρου. Το πιο ανησυχητικό, βέβαια, είναι ότι η ασταθής ισορροπία σε έναν κόσμο ανταγωνιστικών αυτοκρατοριών σπάνια κρατάει πολύ: από τη «χρυσή εποχή» του Μακίνλεϊ μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεσολάβησε μόλις μία δεκαετία.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση