ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Θα κρίνει η μάχη για την ελευθερία του λόγου το μέλλον του Twitter;

Ο πολυδιαφημισμένος «απολυταρχισμός της ελευθερίας του λόγου»

Σπύρος Κοσμίδης, Γιάννης Θεοχάρης

Οι τελευταίοι δυο μήνες αποτέλεσαν περίοδο αναταραχής και χάους για το Twitter. Μόλις 12 ώρες από τη στιγμή που ο Έλον Μασκ πήρε τα ηνία της πλατφόρμας, ερευνητές παρατήρησαν μια αύξηση μεγέθους 500% στη χρήση του ρατσιστικού όρου «N-word» ενώ μέσα σε δυο εβδομάδες αναφορές στη λέξη «Εβραίος» είχαν πενταπλασιαστεί με την συντριπτική πλειοψηφία των αναφορών να είναι αντισημιτικές.

Οι πολλές και αντιφατικές παρεμβάσεις του νέου ιδιοκτήτη, περιέλαβαν την επιστροφή αμφιλεγόμενων λογαριασμών (μερικοί απαγορευμένοι για ρατσισμό και υποκίνηση βίας), αλλά και την άρση απαγόρευσης αναρτήσεων που περιέχουν παραπληροφόρηση σχετικά με τον COVID-19. Και ενώ πολλά από τα παραπάνω έγιναν στο όνομα της «ελευθερίας του λόγου», λίγο αργότερα η εταιρία προχώρησε στην απαγόρευση προώθησης ανταγωνιστικών μέσων, αλλά και την αναστολή λογαριασμών δημοσιογράφων.

Ο πολυδιαφημισμένος «απολυταρχισμός της ελευθερίας του λόγου», ακόμα και αν εφαρμόστηκε κατά το δοκούν, είχε σημαντικές επιπτώσεις τόσο σε οικονομικό όσο και σε επίπεδο εταιρικής φήμης. Τουλάχιστον οι μισοί από τους 100 σημαντικότερους διαφημιστές στο Twitter, συμπεριλαμβανομένων κολοσσών όπως η Chevrolet, η Ford, η General Motors, η Apple, και η Volkswagen, σταμάτησαν τις διαφημίσεις προϊόντων τους στην πλατφόρμα εντείνοντας την οικονομική πίεση που υφίστανται όλες οι εταιρίες του κλάδου.

Η πλατφόρμα δέχτηκε επιπρόσθετες πιέσεις: ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι και διασημότητες ανακοίνωσαν ότι θα εγκαταλείψουν το Twitter και θα μετακινηθούν σε εναλλακτικές πλατφόρμες όπως το Mastodon, το οποίο πλέον αριθμεί περισσότερους από 2 εκ. χρήστες. Ευελπιστώντας ότι ο αναβρασμός που έχει δημιουργήσει ο Μασκ θα οδηγήσει πλειοψηφίες χρηστών σε αποχώρηση, βασικοί ανταγωνιστές του Twitter, όπως η Meta (ιδιοκτήτρια των Facebook, Instagram και WhatsApp) έχουν ήδη ξεκινήσει προσπάθειες για να προσφέρουν εναλλακτικές.

Αποτελούν όλα τα παραπάνω ενδείξεις ότι η πλατφόρμα θα καταρρεύσει, όπως πολλοί προφητεύουν; Οποιαδήποτε πρόβλεψη θα ήταν παρακινδυνευμένη. Αν το Twitter διατηρήσει ή αυξήσει τον αριθμό χρηστών του και τις ώρες που περνούν αυτοί στην πλατφόρμα, τα κέρδη από τις διαφημίσεις άλλων εταιριών θα οδηγήσουν στη μακροημέρευση του μέσου. Αν η πλατφόρμα όμως παραδοθεί στον «απολυταρχισμό της ελευθερίας έκφρασης» χωρίς κανόνες και, κρίσιμα, οι χρήστες αντιδράσουν με μαζική έξοδο, τότε το μέλλον της πλατφόρμας δεν προβλέπεται ευοίωνο. Υπάρχουν, όμως, τέτοιες ενδείξεις;

Σε προηγούμενο άρθρο μας στην «Κ, παρουσιάσαμε κομμάτι της δουλειάς μας που σχετίζεται με την ανεκτικότητα των χρηστών σε προσβλητικές, αγενείς, επιθετικές, μισαλλόδοξες ή/και απειλητικές αναρτήσεις. Σε μια έρευνα που περιλάμβανε μια σειρά πειραμάτων, παραθέσαμε σε πάνω από 5.000 Αμερικάνους χρήστες social media αναρτήσεις με διάφορους τύπους προσβλητικής γλώσσας και αναλύσαμε πως οι διαφορετικές αναρτήσεις επηρεάζουν τη ζήτηση για πιο αυστηρή διαχείριση περιεχομένου. Τα ευρήματα της έρευνας έδειξαν πως η προτιμώμενη αυστηρότητα στη διαχείριση περιεχομένου είναι ευθέως ανάλογη με την δριμύτητα της εκάστοτε ανάρτησης.

Όμως, παρατηρήσαμε πως οι χρήστες είναι μάλλον εξοικειωμένοι με τέτοιου είδους συμπεριφορές. Ακόμα και σε αναρτήσεις που είναι απαγορευμένες από τις ίδιες τις πλατφόρμες, όπως π.χ. μια απειλή κατά της ζωής μέλους της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, μόνο το 50% περίπου ήθελε να αφαιρεθεί εντελώς το περιεχόμενο ή να ανασταλεί ο λογαριασμός του επιτιθέμενου. Στις περισσότερες αναρτήσεις -που απευθύνονταν σε διαφορετικούς κάθε φορά στόχους- η τεράστια πλειοψηφία δεν ήθελε την παραμικρή παρέμβαση. Δεν είναι, επομένως, καθόλου σαφές ότι μια τέτοια εξέλιξη θα αποτρέψει τους χρήστες από το να χρησιμοποιούν το Twitter – πόσο μάλλον να οδηγήσει σε μαζική εγκατάλειψη.

Που οφείλεται η ράθυμη αντίδραση των χρηστών; Το επιχείρημα ότι οι χρήστες είναι πλέον συνηθισμένοι σε αυτού του είδους τοξικής συμπεριφοράς στα social media είναι βάσιμο. Αλλά φαίνεται επίσης πως η πλειονότητα των πολιτών αξιολογούν την ελευθερία του λόγου ως πιο σημαντική από την προστασία όσων θα μπορούσε να βλάψει η έκθεσή τους σε τοξική γλώσσα. Με λίγα λόγια, ο «απολυταρχισμός της ελευθερίας του λόγου» του Mασκ δεν είναι απαραίτητα αντίθετος με τις αξίες των χρηστών. Και αυτό δεν είναι φαινόμενο που εντάσσεται στο πλαίσιο της Αμερικανικής ιδιαιτερότητας. Σύμφωνα με κομμάτι της δουλειάς μας που συγκρίνει διεθνείς τάσεις και συμπεριφορές (και που αποτυπώνονται στο παρακάτω γράφημα), Έλληνες, Βέλγοι, Αυστριακοί αλλά και Γερμανοί δείχνουν να κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με τον Μασκ και την Αμερικανική κοινή γνώμη.

Δεν είναι ότι οι χρήστες δεν ενοχλούνται από τέτοιες συμπεριφορές: ενοχλούνται αλλά την ίδια ώρα «απολαμβάνουν να σιχαίνονται» την αγένεια, τη μισαλλοδοξία, τις ύβρεις και τις απειλές. Αυτό είναι το μεγάλο όπλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αν το Twitter καταρρεύσει θα είναι για οικονομικούς λόγους που σχετίζονται με την περίσταση και όχι για τον τρόπο που ο νέος ιδιοκτήτης αντιλαμβάνεται την ελευθερία του λόγου.

 

* Ο Σπύρος Κοσμίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

** O Γιάννης Θεοχάρης είναι καθηγητής Ψηφιακής Διακυβέρνησης και κάτοχος της ομώνυμης έδρας στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου (TUM).

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Social: Τελευταία Ενημέρωση

X