Kathimerini.gr
Όταν ένας πάρα πολύ πλούσιος άνδρας, ο οποίος έχει συνηθίσει όχι μόνο να παίρνει ό,τι θέλει αλλά και να προσελκύει ωσάν ίνδαλμα μεγάλο θαυμασμό, βρίσκεται όχι απλώς να χάνει την αίγλη του αλλά και να γίνεται αντικείμενο εκτεταμένου χλευασμού, τότε εκείνος ξεσπά κατά τρόπο αλλοπρόσαλλο και έτσι κάνει τα προβλήματά του ακόμη χειρότερα, γράφει ο Πολ Κρούγκμαν στους New York Times, με το βλέμμα στραμμένο στο θέαμα της αυτοπυρπόλησης του Έλον Μασκ, όπως το χαρακτηρίζει.
Το ερώτημα που είναι πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι το γιατί τώρα μας κυβερνούν τέτοιοι άνθρωποι, διότι είναι ξεκάθαρο ότι ζούμε σε μια εποχή νευρικών ολιγαρχών, συνεχίζει ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος.
Ο Έλον Μασκ εξακολουθεί να έχει πολλούς θαυμαστές στον κόσμο της τεχνολογίας. Θαυμαστές που τον βλέπουν ως κάποιον που καταλαβαίνει πώς πρέπει να διοικείται ο κόσμος. Ο συγγραφέας John Ganz αποκαλεί αυτήν την ιδεολογία bossism (σ.σ. αρχηγοκεντρισμό). Σύμφωνα με την λόγω στάση, οι «μεγάλοι» δεν θα έπρεπε να είναι υποχρεωμένοι να απαντούν στους «μικρούς» αλλά και ούτε καν να δέχονται κριτική από εκείνους.
Προς το παρόν πάντως, αυτό που κάνει ο Μασκ με τους θεατρινισμούς του είναι να υποβαθμίζει το Twitter ως χρήσιμη πηγή πληροφοριών.
Οι υποστηρικτές αυτής της ιδεολογίας έχουν σαφώς πολλή δύναμη στα χέρια τους, ακόμα και αν αυτή η δύναμη δεν είναι αρκετή ώστε να προστατεύσει τον Μασκ από τις δημόσιες επικρίσεις, σημειώνει ο Κρούγκμαν.
Στα μάτια του Πολ Κρούγκμαν ωστόσο, ο Μασκ είναι ένας εύθικτος εγωμανής πλουτοκράτης που εκδηλώνει τις ανασφάλειές του σε δημόσια θέα. Πώς φτάσαμε στο σημείο τέτοιο άνθρωποι να ηγούνται;
Μέρος της απάντησης έχει σίγουρα να κάνει με την τεράστια συγκέντρωση πλούτου στην κορυφή. Σύμφωνα με τις καλύτερες διαθέσιμες εκτιμήσεις, το μερίδιο που κατέχει το πλουσιότερο 0,00001% του παγκόσμιου πληθυσμού επί του συνολικού πλούτου παγκοσμίως είναι σήμερα σχεδόν 10 φορές μεγαλύτερο από αυτό που ήταν πριν από τέσσερις δεκαετίες.
Και αυτός ο τεράστιος πλούτος που βρίσκεται στα χέρια της σύγχρονης σούπερ ελίτ έχει σίγουρα φέρει μαζί του πολύ μεγάλη δύναμη, συμπεριλαμβανομένης της δύναμης που επιτρέπει στα μέλη αυτής της ελίτ να ενεργούν παιδαριωδώς.
Επιπλέον, πολλοί από αυτούς τους υπερπλούσιους, η τάξη των οποίων παλαιότερα ήταν μυστικοπαθής, έχουν πλέον γίνει διασημότητες.
Το αρχέτυπο του καινοτόμου εφευρέτη που γίνεται πλούσιος αλλάζοντας τον κόσμο δεν είναι καινοφανές. Πηγαίνει πίσω στον Τόμας Έντισον και σε άλλους. Αλλά οι μεγάλες περιουσίες που έκαναν ορισμένοι στον χώρο της τεχνολογίας πληροφοριών μετέτρεψαν αυτό το αφήγημα σε μόδα, ψύχωση ή εμμονή, κάνοντάς μας να βλέπουμε παντού τριγύρω τύπους που θα ήθελαν να είναι οι νέοι Στιβ Τζομπς.
Αυτή η λατρεία του ιδιοφυούς εντρεπρενέρ έπαιξε ρόλο και στο υπό εξέλιξη φιάσκο των κρυπτονομισμάτων. Ο Σαμ Μπάνκμαν Φράιντ, του ανταλλακτηρίου κρυπτονομισμάτων FTX που κατέρρευσε, δεν πουλούσε κάποιο πραγματικό προϊόν. Μετά από τόσο καιρό άλλωστε, ακόμη κανείς δεν έχει βρει μια σημαντική πραγματική χρήση για τα κρυπτονομίσματα πέρα από το ξέπλυμα χρήματος. Αυτό που πουλούσε ο Μπάνκμαν Φράιντ ήταν μια εικόνα: αυτή του αναμαλλιασμένου ατημέλητα ντυμένου οραματιστή που αντιλαμβάνεται το μέλλον κατά τρόπους που οι νορμάλ άνθρωποι δεν μπορούν.
Ο Έλον Μασκ δεν ανήκει ακριβώς στην ίδια κατηγορία. Οι εταιρείες του Μασκ παράγουν αυτοκίνητα που πραγματικά κινούνται και πυραύλους που πραγματικά πετούν. Ωστόσο οι πωλήσεις τους και ειδικά η εμπορική τους αξία εξαρτώνται εν μέρει από την ισχύ του προσωπικού brand του ιδιοκτήτη τους.
Στο τέλος της ημέρας, ο Μασκ και ο Μπάνκμαν Φράιντ ίσως καταλήξουν να προσφέρουν κοινωνικό έργο, αμαυρώνοντας τον θρύλο του ιδιοφυούς επιχειρηματία που έχει κάνει μεγάλο κακό, σημειώνει ο Κρούγκμαν.
Προς το παρόν πάντως, αυτό που κάνει ο Μασκ με τους θεατρινισμούς του είναι να υποβαθμίζει το Twitter ως χρήσιμη πηγή πληροφοριών.
Ένα αίσιο τέλος σε αυτήν την ιστορία φαίνεται πια ολοένα πιο απίθανο, καταλήγει ο αρθρογράφος των NY Times, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι ο ίδιος έχει παράλληλα πια αποκτήσει λογαριασμό και στο ανταγωνιστικό προς το Twitter, Mastodon, για παν ενδεχόμενο.
Πηγή: Πολ Κρούγκμαν / The New York Times