Kathimerini.gr
Μια τοστιέρα, για να μπει στην αγορά, απαιτεί περισσότερες δοκιμές ασφαλείας από όσες το Facebook, λέει στην «Καθημερινή» ο Κρίστοφερ Γουάιλι, ο Καναδός που αποκάλυψε το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, που «επηρέασε» υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ τις εκλογές του 2016 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στον πολιτικό διάλογο –που φαίνεται να υποδαυλίζει ή να οξύνει συμβάντα όπως η έφοδος του όχλου στο Καπιτώλιο– γίνεται και πάλι ένα εξαιρετικά σοβαρό πολιτικό ζήτημα διεθνώς.
Ο Γουάιλι επισημαίνει ότι το Facebook συνδέεται με περιστατικά βίας όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στη Σρι Λάνκα, στη Βραζιλία και στην Ινδία, ενώ κατηγορεί τις πλατφόρμες ότι μεγεθύνουν την παραπληροφόρηση.
Αρκετά πιο επιφυλακτικός, ο καθηγητής Ψηφιακής Διακυβέρνησης στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου Γιάννης Θεοχάρης επισημαίνει ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν προκαλούν τις ίδιες αντιδράσεις σε όλους τους ανθρώπους και σε όλες τις κοινωνίες, και «δεν είναι εκ φύσεως καλά ή κακά για τη δημοκρατία». Προσθέτει ότι, κατά την προεκλογική περίοδο του 2016 στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 0,1% των χρηστών παρήγαγε το 80% των ψευδών ειδήσεων (fake news).
Η Μαριέτζε Σάακε, πρώην ευρωβουλευτής και νυν επικεφαλής του Stanford Cyber Policy Center, θέτει το αμφιλεγόμενο ζήτημα του αποκλεισμού του Ντόναλντ Τραμπ από το Facebook και το Twitter, αλλά υπογραμμίζει ότι «οι δημοκρατίες πρέπει να ανακτήσουν τον έλεγχο των ορίων του δημοσίου διαλόγου από τους κολοσσούς της κοινωνικής δικτύωσης».
Ο δημοσιογράφος και Senior Editor της διαΝΕΟσις Ηλίας Νικολαΐδης φωτίζει την ελληνική εμπειρία. Από το 2009 έως το 2021 μειώθηκαν στο μισό εκείνοι που εμπιστεύονταν τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης και έως το 2016 ένας στους τέσσερις δήλωνε ότι η κύρια πηγή ενημέρωσής του ήταν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.