Της Δρος Άνδρεας Κακουρή*
Η 24η Σεπτεμβρίου έχει καθιερωθεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Έρευνας για τον καρκίνο κι έχει ως στόχο την ευαισθητοποίηση και την προώθηση της σημαντικότητας της επιστημονικής έρευνας στην αντιμετώπιση αυτής της πολύπλοκης και πολυδιάστατης ασθένειας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ο καρκίνος εξακολουθεί να αποτελεί τη δεύτερη κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως, με περισσότερους από 10 εκατομμύρια θανάτους ετησίως. Εκτός από την απώλεια ανθρώπινων ζωών, ο καρκίνος επιφέρει σοβαρές οικονομικές και ψυχολογικές επιπτώσεις τόσο στους ασθενείς και τις οικογένειές τους, όσο και στα συστήματα υγείας. Το κόστος της φροντίδας, των θεραπειών και των ερευνητικών προσπαθειών παραμένει υψηλό, τονίζοντας την ανάγκη για έγκαιρη διάγνωση, αποτελεσματικότερη πρόληψη και την ανάπτυξη πιο στοχευμένων και αποδοτικών θεραπειών.
Η έρευνα για τον καρκίνο έχει ήδη σημειώσει σημαντική προόδο. Προηγούμενες μελέτες έχουν εντοπίσει παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου, όπως το κάπνισμα το οποίο αποτελεί την κύρια αιτία καρκίνου του πνεύμονα και ευθύνεται για περίπου το 85% των περιστατικών παγκοσμίως. Άλλοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν τη διατροφή, την παχυσαρκία, την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και την έκθεση σε επιβλαβείς ουσίες, όπως οι ακτίνες UV. Παράλληλα, η εξέλιξη της τεχνολογίας και της γενετικής έρευνας έχει οδηγήσει στην ανίχνευση κληρονομικών μεταλλάξεων, όπως είναι οι μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 και BRCA2, που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών. Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα που υπογραμμίζουν τη σημαντικότητα της έρευνας για τον καρκίνο και τη συμβολή της στη διαμόρφωση ακριβών οδηγιών για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της ασθένειας.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν επίσης αναπτυχθεί και εξελιχθεί νέες διαγνωστικές και θεραπευτικές προσεγγίσεις. Οι στοχευμένες θεραπείες και η ανοσοθεραπεία έχουν δείξει ενθαρρυντικά αποτελέσματα για συγκεκριμένες μορφές καρκίνου. Στη στοχευμένη θεραπεία χρησιμοποιούνται φάρμακα που στοχεύουν συγκεκριμένα μόρια ή γονίδια που φέρει ο κάθε ασθενής και τα οποία εμπλέκονται στην ανάπτυξη του καρκίνου, προσφέροντας έτσι πιο εξατομικευμένες και ακριβείς θεραπείες με λιγότερες παρενέργειες για τον ασθενή. Βασικός πυλώνας αυτής της προσέγγισης είναι η ανάλυση του γενετικού προφίλ του όγκου (Tumour Profiling) που επιτρέπει την ανίχνευση συγκεκριμένων μεταλλάξεων στο DNA του καρκινικού όγκου. Τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης μπορούν να καθοδηγήσουν τον γιατρό για να επιλέξει την καταλληλότερη στοχευμένη θεραπεία για κάθε ασθενή. Επιπρόσθετα, η ανοσοθεραπεία βοηθά το ανοσοποιητικό σύστημα να αναγνωρίσει και να καταστρέψει τα καρκινικά κύτταρα. Ένα από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα ανοσοθεραπείας είναι η χρήση αναστολέων σημείων ελέγχου (Immune Checkpoint Inhibitors, ICIs), που έχουν δώσει ελπίδα σε ασθενείς με προχωρημένα στάδια καρκίνου, οι οποίοι παλαιότερα θεωρούνταν ανίατοι.
Όσον αφορά στη διάγνωση και στην παρακολούθηση των ασθενών, η υγρή βιοψία αποτελεί μια καινοτόμα προσέγγιση που αναδείχθηκε τα τελευταία χρόνια μέσω της έρευνας. Η υγρή βιοψία είναι μια ελάχιστα επεμβατική μέθοδος που βασίζεται στη συλλογή δείγματος αίματος για την ανίχνευση κυκλοφορούντος DNA όγκου (circulating tumour DNA, ctDNA) και κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων (Circulating Tumour Cells, CTCs). Το ctDNA περιγράφει μικρά θραύσματα DNA που απελευθερώνονται στο αίμα από τα καρκινικά κύτταρα, ενώ τα CTCs είναι καρκινικά κύτταρα που έχουν αποσπαστεί από τον πρωτογενή όγκο και κυκλοφορούν στο αίμα, αποτελώντας πιθανή ένδειξη μετάστασης της νόσου. Η υγρή βιοψία επιτρέπει την ανίχνευση καρκίνου σε πρώιμο στάδιο, ακόμη και πριν εμφανιστούν κλινικά συμπτώματα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου σε πραγματικό χρόνο. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στους γιατρούς να χρησιμοποιούν την υγρή βιοψία ως προγνωστικό βιοδείκτη και βιοδείκτη ανταπόκρισης στη θεραπεία και επομένως να προσαρμόζουν τη θεραπεία ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς. Λόγω της ελάχιστα επεμβατικής φύσης της, η υγρή βιοψία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα και μετά την αφαίρεση του όγκου, και αποτελεί μια λιγότερο ψυχοφθόρα διαδικασία για τους ασθενείς σε σύγκριση με την παραδοσιακή βιοψία όγκου που απαιτεί επεμβατική διαδικασία. Η υγρή βιοψία έχει ήδη ενσωματωθεί στην κλινική πράξη, κυρίως για την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου και την ανίχνευση συγκεκριμένων μεταλλάξεων σε ορισμένες μορφές καρκίνου.Παράλληλα, οι έρευνες συνεχίζονται προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αξία της και η χρήση της ως μια ακριβής και αξιόπιστη διαγνωστική και προγνωστική μέθοδος για περισσότερους τύπους καρκίνου και στα πρώιμα στάδια της νόσου.
Η πρόοδος στην έρευνα για τον καρκίνο δεν θα ήταν δυνατή χωρίς συνεχή υποστήριξη και χρηματοδότηση. Κάθε νέο εύρημα ή ανακάλυψη βασίζεται και κτίζεται πάνω σε προηγούμενες μελέτες και, γι' αυτό, είναι απαραίτητο να συνεχίσουμε να επενδύουμε στην έρευνα, ώστε να συμβάλουμε στην αποτελεσματικότερη διαχείριση της νόσου.
Η Παγκόσμια Ημέρα Έρευνας για τον καρκίνο μάς υπενθυμίζει τη σημαντικότητα της επιστήμης και της έρευνας σε αυτή τη μάχη, ώστε στο μέλλον να μπορούμε να αναφερόμαστε στον καρκίνο ως μια ασθένεια που θα μπορεί να προληφθεί, να διαγνωστεί έγκαιρα και να θεραπευτεί.
*Η Δρ Άνδρεα Κακουρή είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο biobank.cy Κέντρο Αριστείας για Βιοτράπεζα και Βιοϊατρική Έρευνα του Πανεπιστημίου Κύπρου.