Kathimerini.gr
Το Für Elise (Για την Ελίζα), που σήμερα είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια μουσικής για πιάνο στον κόσμο, σε αντίθεση με τις άλλες διάσημες συνθέσεις του Γερμανού δημιουργού, όπως η Πέμπτη Συμφωνία ή η Ωδή στη Χαρά, δεν δημοσιεύτηκε όσο ζούσε. Ανακαλύφθηκε και δημοσιεύτηκε 40 περίπου χρόνια μετά τον θάνατό του, στα μέσα της δεκαετίας του 1860. Πιο συγκεκριμένα, ο Λούντβιχ Νολ, ο οποίος ανακάλυψε το κομμάτι, είναι αυτός που επιβεβαίωσε ότι το αρχικό χειρόγραφο είχε τον τίτλο: “Für Elise am 27 April [1810] zur Erinnerung von L. v. Bthvn” (Για την Ελίζα στις 27 Απριλίου [1810] στη μνήμη από τον Λ. βαν Μπτβν L. v. Bthvn). Η μουσική δημοσιεύτηκε ως μέρος της έκδοσης Νέα γράμματα του Μπετόβεν του Νολ.
Την ημερομηνία ολοκλήρωσης του κομματιού, ο Μπετόβεν, σε ηλικία 39 ετών, μπορούσε ακόμα να ακούσει κάποιους ήχους, ωστόσο η ακοή του εξασθενούσε. Πιστεύεται ότι λόγω του προβλήματός του αυτού και του ότι η ακοή του παρέμεινε σε πιο καλή κατάσταση στους ήχους υψηλότερης συχνότητας, το Für Elise είναι γραμμένο στις ψηλότερες νότες του πιάνου.
Αν και ο χαρακτήρας της σύνθεσης είναι πιο ανάλαφρος και πιο γλυκός από τις συμφωνίες του, είναι αυτό που για πολλούς κλείνει την ηρωική περίοδο. Οι συνθέσεις του Μπετόβεν εκτείνονταν από το κλασικό στυλ σε ένα πιο ρομαντικό στυλ (εξάλλου, οι κατηγορίες εμφανίστηκαν αργότερα, όταν οι ιστορικοί της μουσικής χρειάστηκε να ταξινομήσουν τα μουσικά στυλ). Γραμμένο προς το τέλος της μέσης περιόδου συνθέσεών του, το Für Elise χρησιμοποιεί κλασικές φόρμες και είναι χωρισμένο σε τρία τμήματα, τα οποία προσπαθούν να αντικατοπτρίσουν τα αντίθετα συναισθήματα και την ανθρώπινη κατάσταση, σύμφωνα με τις «νόρμες» της ρομαντικής μουσικής. Το πρώτο μέρος προβάλλει ένα νοσταλγικό και γλυκό κύριο θέμα, ακολουθούμενο από ένα έντονο και στη συνέχεια από ένα πιο «θυελλώδες» τμήμα, πριν επιστρέψει εκ νέου στην ηρεμία.
Το όνομα, με το οποίο έμεινε γνωστό το κομμάτι (Für Elise) προέρχεται από τη χειρόγραφη επιγραφή στην πρώτη σελίδα, και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια στην ιστορία της μουσικής. Υπάρχουν τρεις κύριες θεωρίες για το ποια ήταν η μυστηριώδης «Ελίζα»:
Μια θεωρία είναι ότι δεν υπάρχει καμία Ελίζα, αφού το αρχικό χειρόγραφο για ορισμένους μελετητές φαίνεται να φέρει την επιγραφή “Für Therese” (Για την Τερέζα). Υπήρχε μια Τερέζα στη ζωή του Μπετόβεν το 1810: η Therese Malfatti von Rohrenbach zu Dezza, που ήταν φίλη και πρώην μαθήτριά του. Ο Μπετόβεν τής έκανε πρόταση γάμου το 1810, αλλά εκείνη αρνήθηκε.
Μια δεύτερη θεωρία είναι ότι η Elise ήταν η Γερμανίδα σοπράνο Elisabeth Rockel, που επίσης προκάλεσε το ερωτικό ενδιαφέρον του Μπετόβεν, αλλά και αυτή απέρριψε την πρόταση γάμου του, επιλέγοντας να παντρευτεί έναν άλλο συνθέτη, τον Johann Nepomuk Hummel. Τρίτη υποψήφια αποδέκτης του αφιερωμένου κομματιού φαίνεται να είναι η επίσης τραγουδίστρια Elise Barensfeld, η οποία μπορεί να είχε δασκάλα πιάνου την Therese Malfatti. Η θεωρία, σε αυτήν την περίπτωση, είναι ότι ο Μπετόβεν έγραψε τη σχετικά εύκολη μπαγκατέλα για να διδάξει η Therese στη μαθήτριά της. Ουσιαστικά δηλαδή να μην είναι άμεση αφιέρωση σε ένα ερωτικό του ενδιαφέρον αλλά μια προσωπική χάρη για την Τερέζα.
Όποια κι αν είναι η ιστορία που κρύβεται πίσω από το Für Elise παραμένει χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο δημοφιλή κομμάτια πιάνου παγκοσμίως.