Kathimerini.gr
Της Μαργαρίτας Πουρνάρα
Ημουν νεαρή συντάκτις της «Καθημερινής» όταν πήγα στο σπίτι του Αλέκου Φασιανού για την πρώτη μας συνέντευξη, στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Το κατώφλι του ήταν σαν μαγική πύλη για να εισέλθει κανείς σε ένα σύμπαν σχεδιασμένο εξ ολοκλήρου από τον ίδιο, από τα πόμολα στις πόρτες μέχρι τις απλίκες στους τοίχους. Κάθισα εντυπωσιασμένη στον καναπέ και παρατηρούσα κάθε λεπτομέρεια. Εκείνος, ευγενής και διαισθητικός, κατάλαβε το τρακ μου και προσπάθησε να γίνει περισσότερο ομιλητικός, κάτι που δεν συνήθιζε. Και ανάμεσα στις προτάσεις έβαζε παύσεις, σαν ο λόγος να τον δυσκόλευε. Αντιθέτως, όταν ζωγράφιζε –σκάρωνε σχέδια ακόμα και σε χαρτοπετσέτες, εσώφυλλα καταλόγων, τραπεζομάντιλα εστιατορίων– το χέρι του «έτρεχε» σε μια φρενήρη μονοκοντυλιά, σχηματίζοντας ποδηλάτες, κολυμβητές, καράβια, σπίτια. Λες και το μολύβι ή το πινέλο να αποτελούσαν φυσική προέκτασή του. Ηταν μια δύναμη σχεδόν υπερφυσική που έδινε στη γραμμή σχήμα και υπόσταση.
Σε εκείνη την πρώτη μας συνέντευξη μου διηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή του. Ξεκίνησε με τον ιερέα παππού του που λειτουργούσε στους Αγίους Αποστόλους, πλάι στο σπίτι όπου γεννήθηκε. Τα παιδικά του χρόνια συνδέθηκαν με τις ευωδιές από το λιβάνι και το σκοτάδι των παμπάλαιων βυζαντινών εκκλησιών φωτισμένων μόνο από τα κεριά. Οι άγιοι με τα φωτοστέφανα και τις στρατιωτικές φορεσιές ήταν οι ήρωες των παραμυθιών που κρατούσαν κοντάρια και σκότωναν θηρία. Λίγο πιο μεγάλος, περιπλανιόταν στα σοκάκια της πλατείας Βάθη, έβλεπε τους ανθρώπους του μόχθου να δίνουν τη μάχη του μεροκάματου. Και από την άλλη, κρατώντας το χέρι της μάνας του –φιλόλογος και παθιασμένη με την αρχαιότητα– πήγαινε στην Ακρόπολη και σε όλα τα μουσεία. Ολες αυτές οι μορφές από τα τέμπλα, οι παραστάσεις στα αρχαία βάζα, οι σκηνές από τους αθηναϊκούς δρόμους έγιναν –όπως έλεγε– ένα πράγμα μέσα στο μυαλό του. «Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, εγώ έπλαθα ασυναίσθητα τη μελλοντική δημιουργία μου. Χωρίς εικόνες, χωρίς εξαπτέρυγα, τι θα έκανα;» τόνιζε.
«Χρυσή ιππασία» (1997).
Ο πατέρας του ήταν μουσικός και έμαθε να παίζει βιολί από νεαρή ηλικία, κι έτσι βρέθηκε να σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών, όπου γνώρισε τον Μαρκόπουλο και τον Θεοδωράκη. Ομως η πραγματική του κλίση από παιδί ήταν στην τέχνη και έτσι το 1955 μπήκε στην ΑΣΚΤ και μαθήτευσε κοντά στον Γιάννη Μόραλη και στον Τσαρούχη. Είναι η εποχή που σύχναζε στο θρυλικό Brazilian και κουβέντιαζε ώρες ατελείωτες με τον Ελύτη, τον Τάκη Σινόπουλο, τη Βακαλό, τον Σαχτούρη, τον Εμπειρίκο και τον Ταχτσή. Η λογοτεχνία τον έθελγε από τότε και σε όλη την πορεία συνοδοιπόρησε με συγγραφείς και ποιητές εικονογραφώντας εκδόσεις. Είναι ένα σπουδαιότατο, αυθύπαρκτο μέρος της δουλειάς του: «Τι πλούτος ήταν για εμένα όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Ηθελα με τον τρόπο μου να εκφράσω την ευγνωμοσύνη και τον θαυμασμό μου», έλεγε για τις εικονογραφήσεις. Το ίδιο και με τη σκηνογραφία, με την οποία απέτισε τον δικό του φόρο τιμής στο θέατρο.
«Ποδηλάτης καπνίζων» (1966). «Ξαφνικά μια μέρα, ενώ στεκόμουν στο παράθυρο και κοιτούσα τον ουρανό, μου ήλθε η έμπνευση, σαν επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, να κάνω έναν ποδηλατιστή με τσιγάρο και καπνό και με τα μαλλιά του να ανεμίζουν», είχε πει ο ζωγράφος.
Μια υποτροφία το 1960 του άλλαξε τη ζωή στέλνοντάς τον στην Πόλη του Φωτός για να σπουδάσει λιθογραφία. Ομως η «γαλλική επιρροή» είχε ξεκινήσει νωρίτερα, καθώς το πατρικό του περιβαλλόταν από τις οδούς Ουγκό, Φαβιέρου, Σατωβριάνδου και Λένορμαν. Ενας κλοιός γαλλικής διανόησης τον αγκάλιασε αμέσως και στο Παρίσι. Γνώρισε τον Λακαριέρ, και τον Ιβ Ναβάρ. Εκεί συνάντησε τον Σπεράντζα και τον Στεφάνου, δύο φίλοι τόσο στενοί που έφτιαξαν μαζί το περίφημο ατελιέ της Καλλιθέας. Μια μονοκατοικία με φοίνικες στην οποία συγκατοίκησαν οι τρεις τους όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, το 1963, μέχρι και τη χούντα. Ξενύχτια, πλάκες, πάρτι, αλλά και συζητήσεις, ζυμώσεις. Εκεί γεννήθηκαν και τα «ανθρωπάκια»: «Σ’ αυτό το σπίτι της Καλλιθέας έγινε ο πρώτος ποδηλάτης καπνίζων. Ξαφνικά μια μέρα, ενώ στεκόμουν στο παράθυρο και κοιτούσα τον ουρανό, μου ήλθε η έμπνευση, σαν επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, να κάνω έναν ποδηλατιστή με τσιγάρο και καπνό και με τα μαλλιά του να ανεμίζουν. Οταν το ζωγράφισα, γέμισε το δωμάτιο με φούμες».
Οταν ζωγράφιζε το χέρι του «έτρεχε» σε μια φρενήρη μονοκοντυλιά, σχηματίζοντας ποδηλάτες, κολυμβητές, καράβια, σπίτια. Λες και το μολύβι ή το πινέλο αποτελούσαν φυσική προέκτασή του. (ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ)
Με την έλευση των συνταγματαρχών πήγε πάλι στο Παρίσι, όπου η καριέρα του απογειώνεται με εκθέσεις σε γκαλερί του Ιόλα και όχι μόνον. Για τους Γάλλους ο Φασιανός ήταν ο άνθρωπος που ευθυγράμμισε την ελληνική διαχρονία από τους θεούς του Ολύμπου και τη μυθολογία στους βυζαντινούς αγίους και στους σύγχρονους Ελληνες που ζούσαν σε καθεστώς αυταρχισμού. Ισως είναι ο τελευταίος συμπατριώτης μας που μπόρεσε να κάνει αυτή τη σύζευξη χάρη στην παιδεία και στα βιώματά του. Τελευταία φορά που τον είδα ήταν Δεκέμβριος του 2019. Μας δώρισε ένα έργο του για τη φιλανθρωπική δημοπρασία των 100 ετών της «Κ». «Περίμενε», μου είπε πριν φύγω. Και μου έδωσε έναν μικρό πίνακα με μια κατακόκκινη φιγούρα που με κοιτάζει στοργικά απέναντι από το γραφείο μου.
Για τα 100 χρόνια της «Κ» ο Αλέκος Φασιανός επιζωγράφισε το πρωτοσέλιδο της βράβευσης του Σεφέρη με το Νομπέλ της ποίησης.