Ο καλλιτέχνης Νίκολας Αντωνίου παρουσιάζει τη νέα του δουλειά «Floor Paintings» στο Μουσείο Πιερίδη στη Λάρνακα και μίλησε στην «Κ» για τη στροφή που έκανε στην τέχνη του από το γνώριμο, το οικείο, όπως ήταν για εκείνον η φιγούρα και το πορτρέτο σε κάτι το διαφορετικό, όπως είναι ένα τοπίο abstract. «Με ενοχλούσε ότι θα έκανα κάτι που δεν θέλω μόνο και μόνο επειδή νιώθω πιο άνετα, πιο οικεία και πιο ασφαλής», τόνισε ο ίδιος.
–«Floor Paintings», ο τίτλος της νέας σας έκθεσης...
–Ο τίτλος επιλέχθηκε για να δώσει έμφαση στα δύο από τα οκτώ έργα που εκτίθενται, που είναι ζωγραφικές επιφάνειες, ξύλα ζωγραφισμένα και τοποθετημένα στο δάπεδο, εξ ου και ο τίτλος «Floor paintings». Τα συγκεκριμένα δύο έργα είναι αυτά που περιγράφουν καλύτερα την προσπάθειά μου να πειραματιστώ και να διαφοροποιήσω τον τρόπο που δούλευα μέχρι στιγμής. Αλλά και τα έργα στον τοίχο, υπάρχει και εκεί ο πειραματισμός στο να συνδυάζω και να κάνω συνθέσεις με διάφορα μεγέθη καμβάδων. Η έκθεση δεν είναι ένα πράγμα, δεν θέλει να δείξει ένα ύφος, αλλά είναι η προσπάθεια να καταγράψει ένα γενικότερο πειραματισμό και ψάξιμο που περνώ τα τελευταία δύο χρόνια με τη δουλειά μου.
Είναι ευθύνη του καλλιτέχνη να μοιράζεται αυτή την ελευθέρια, που ίσως ο ίδιος να θυσιάζει πράγματα για να την υπερασπιστεί
–Τι θα δούμε;
–Είναι abstract τοπία, που στο τέλος οτιδήποτε abstract είναι τοπίο. Πάντα ψάχνουμε να ερμηνεύσουμε αυτό που βλέπουμε. Είναι έργα που προσπάθησα να μεγεθύνω τις λεπτομέρειες τοπίων και να δημιουργήσω την ατμόσφαιρα του χώρου.
–Πώς έγινε αυτή η αλλαγή από τα πορτρέτα σε κάτι πιο abstract χωρίς τη φιγούρα μέσα;
–Τα τελευταία δύο τρία χρόνια ένιωθα μια κούραση στο να δουλεύω τη φιγούρα και το πορτρέτο, είχα χάσει λίγο το ενδιαφέρον μου και ίσως να είναι επειδή και εγώ ως άνθρωπος, πέρασα μια δεκαετία μετά τη σχολή που δούλευα τη φιγούρα κυρίως. Ίσως μέσα σε αυτά τα χρόνια ν’ άλλαξα και εγώ και πλέον οι λόγοι που με έκαναν να δουλεύω τη φιγούρα ή το γιατί ήθελα τη φιγούρα να βρίσκεται στο τελάρο δεν υπήρχαν τόσο έντονοι πλέον. Τελευταίως με απασχολούσαν αλλά πράγματα και εμένα ως άνθρωπο οπότε η φιγούρα δεν μου έβγαινε εύκολα και παρατηρούσα εκεί που ξεκινούσα να κάνω ένα πίνακα και έβαζα χρώματα και θα ερχόμουν με χαρά μετά να βάλω τη φιγούρα μέσα, να την εντάξω, σιγά-σιγά κατάλαβα ότι περνούσα περισσότερο χρόνο στο να βρίσκω τα χρώματα, τις επιφάνειες και ένιωθα ότι με το πορτρέτο θα χαλούσα αυτό που συνέβαινε. Κάποια στιγμή λόγω και του εγκλεισμού που τα πράγματα ήταν κάπως αργά και ο κόσμος δεν έβλεπε τη δουλειά μου, δεν υπήρχαν και εκθέσεις που έπρεπε να πάρω έργα που περίμεναν τη φιγούρα, αυτό μου έδωσε την ελευθέρια να εμβαθύνω σε κάτι το διαφορετικό. Αυτό μου έδωσε τη δυναμική στο πώς να παρουσιάσω τα έργα μου και να βγάλω το συναίσθημα χωρίς το πορτρέτο αλλά με διαφορετικά στοιχεία.
–Νιώθετε ότι απελευθερωθήκατε;
–Ναι, είναι απελευθέρωση, γιατί κατ’ αρχάς μέσα από αυτή τη διαδικασία καταλαβαίνεις πόσο κολλημένος ήσουν, εκεί που νομίζεις ότι είσαι ελεύθερος, καταλαβαίνεις ότι πάλι είχες κλειδωθεί κάπου. Είναι πολύ σημαντικό και το ακούς συχνά ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ειλικρινής, αληθινός και να κάνει εκείνο που θέλει, να είναι ελεύθερος. Τελικά αυτή η ελευθέρια έρχεται σε πολλά πράγματα, σε τι χρώματα θέλεις να βάλεις, στο πώς επικοινωνείς αυτό που σκέφτεσαι αλλά ακόμη και εσύ ως άνθρωπος τι επιλογές κάνεις, οπότε όταν το ένιωσα αυτό, ήταν μονόδρομος μετά. Με ενοχλούσε ότι θα έκανα κάτι που δεν θέλω μόνο και μόνο επειδή νιώθω πιο άνετα, πιο οικεία και πιο ασφαλής. Το πήρα λίγο πατριωτικά το όλο το θέμα… (γέλια). Είναι ευθύνη του καλλιτέχνη να μοιράζεται αυτή την ελευθέρια που ίσως ο ίδιος να θυσιάζει πράγματα για να την υπερασπιστεί.
–Πώς προέκυψε η επιλογή του Μουσείου Πιερίδη;
–Είχα αυτή τη πρόταση πριν από τον κορωνοϊό για να κάνουμε την έκθεση και μετά ήρθε ο εγκλεισμός και ακυρώθηκε για δύο χρόνια, είχα ξεκινήσει με μια άλλη σκέψη για το τι θα δείξω εκεί, και πλέον λέω ευτυχώς που ήλθαν έτσι πράγματα, διότι είχα τον χρόνο να σκεφτώ, καθώς περνούσα αυτή την αλλαγή. Το Μουσείο Πιερίδη ήταν ο ιδανικός τόπος να δείξω κάτι καινούργιο, μου έδωσαν το ελεύθερο χωρίς πίεση να κάνω αυτό που θέλω και η ιδέα του επιδαπέδιου ήλθε όταν είχα πάει στον χώρο και σε συνομιλία με τον Σάββα Χριστοδουλίδη που επιμελήθηκε και το κείμενο της έκθεσης. Είναι ένα μουσείο που έχει τόσο πολλά πράγματα μέσα, από βιτρίνες, αρχαία, έργα από διάφορες περιόδους, χαλιά, όπλα, μπαούλα, λόγω ότι δεν είναι ένας «καθαρός» χώρος έπρεπε να βρεθεί λύση στο πώς θα δείξω τα έργα χωρίς να βγει ότι επιβάλλομαι στον χώρο. Έτσι ο μόνος χώρος ελεύθερος ήταν το πάτωμα αυτό βοήθησε πολύ στο να σκεφτώ εναλλακτικά και να ξεκλειδωθώ ακόμη περισσότερο. Το μουσείο ήλθε και βοήθησε όλη την κατάσταση τα πράγματα γινόντουσαν παράλληλα και το ένα κινούσε το άλλο.
Πληροφορίες
«FLOOR PAINTINGS», Μουσείο Πιερίδη - Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου Λάρνακα, η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 4 Ιουλίου.