Kathimerini.gr
Annette ★★★
ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ (2021)
Σκηνοθεσία: Λεός Καράξ
Ερμηνείες: Ανταμ Ντράιβερ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Σάιμον Χέλμπεργκ
Εννέα ολόκληρα χρόνια μετά το υπέροχο «Holy Motors», ο τρομερός Γάλλος Λεός Καράξ επιστρέφει με το πρώτο του αγγλόφωνο φιλμ και μάλιστα μιούζικαλ, το οποίο συζητήθηκε πολύ μετά την πρεμιέρα του προ διμήνου, στο Φεστιβάλ των Καννών. Οι πρωταγωνιστές του εδώ είναι χολιγουντιανοί αστέρες και συγκεκριμένα ο Ανταμ Ντράιβερ και η Μαριόν Κοτιγιάρ, οι οποίοι υποδύονται ένα ζευγάρι νέων εραστών, τον Χένρι και την Αν: εκείνος είναι επιτυχημένος αυτοσχεδιαστικός κωμικός, με ροκ προσωπικότητα και μια κλασική μοτοσικλέτα την οποία δεν αποχωρίζεται ποτέ· εκείνη είναι λαμπερό αστέρι της όπερας και μαθημένη να ζει σαν βασίλισσα.
Μαζί θα αποκτήσουν ένα κοριτσάκι με κάπως… ιδιαίτερα γνωρίσματα, την Ανέτ, ωστόσο η σχέση τους θα πάρει την κάτω βόλτα ακολουθώντας την πορεία της επαγγελματικής καριέρας του Χένρι.
Ο Καράξ σκηνοθετεί εδώ μια ιστορία γραμμένη από το καλλιτεχνικό δίδυμο των Sparks, οι οποίοι υπογράφουν και την εντυπωσιακή μουσική επένδυση της ταινίας. Σε επίπεδο πλοκής, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου, τα πράγματα θυμίζουν ένα πιο σκοτεινό «La La Land», με την προσέγγιση του Καράξ πάντως να χαρίζει μοναδική ατμόσφαιρα και να βρίσκει έξυπνες λύσεις ώστε να κρατήσει τη ματιά του μακριά από τα κλισέ του είδους.
Στο «οπλοστάσιό» του έχει φυσικά δύο πολύ καλούς ηθοποιούς, με τον Ανταμ Ντράιβερ ειδικά να τεντώνει εδώ περισσότερο από ποτέ τους υποκριτικούς –και όχι μόνο– μυς του, προκειμένου να φέρει εις πέρας μια ομολογουμένως πολύ απαιτητική ερμηνεία. Η Μαριόν Κοτιγιάρ από την πλευρά της στέκεται, ως συνήθως, στο ύψος της, ενώ ευχάριστη έκπληξη αποτελεί και ο γνωστός μας από το τηλεοπτικό «The Big Bang Theory», Σάιμον Χέλμπεργκ.
Οσο για τα θέματα, ο λαμπερός κόσμος της διασημότητας, με τις παγίδες του, καθώς και ο ανθρώπινος εγωισμός, ο οποίος τελικά υπερισχύει, δίνουν εδώ τον τόνο, μαζί με τα όνειρα και τις βουτιές στις θάλασσες των αναμνήσεων που στοιχειώνουν τους πρωταγωνιστές.
Είναι φανερό πως ο Καράξ «τρώγεται» αρκετές φορές στην αίθουσα του μοντάζ ώστε να κάνει την αφήγησή του πιο συνειρμική και ελεύθερη, όμως συγκρατείται λόγω του κοινού, στο οποίο (αυτή τη φορά) απευθύνεται.
Γι’ αυτόν τον λόγο πιθανότατα και το δεύτερο μέρος του φιλμ, που ενσωματώνει μπόλικα στοιχεία τραγωδίας, μοιάζει κάπως ασύνδετο και πλαδαρό σε σχέση με το καθηλωτικό πρώτο, ενώ και η συνολική του διάρκεια εκτείνεται παραπάνω από όσο είναι απαραίτητο.