ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

81ο Φεστιβάλ Βενετίας: Ο θάνατος και η ζωή στη νέα ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ

ΚΥΠΕ

Η αποδοχή του θανάτου αλλά και η δύναμη της φιλίας και της χαράς της ζωής είναι τα βασικά θέματα του συγκινητικού δράματος και πρώτης αγγλόφωνης ταινίας του Πέδρο Αλμοδόβαρ, «Το διπλανό δωμάτιο», που είδαμε στο σημερινό επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα της φετινής Μόστρας του κινηματογράφου.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κινηματογράφος καταπιάνεται με το θέμα της ευθανασίας, με τη βραβευμένη με ξενόγλωσσο Όσκαρ, «Θάλασσα μέσα μου» του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ να είναι ανάμεσα στις πιο πετυχημένες.

Στη θέση του τετραπληγικού άντρα που διεκδικεί την ευθανασία στην ταινία του Αμενάμπαρ, ο Αλμοδόβαρ τοποθετεί μια γυναίκα, τη Μάρθα (Τίλντα Σουίντον), στα τελευταία στάδια του καρκίνου, που, έχοντας αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το χάπι που θα της προσφέρει την ευθανασία, ζητάει από μια παλιά φίλη της, την Ίνγκριντ (Τζουλιάν Μουρ), να τη βοηθήσει, ζώντας κοντά της, στο «διπλανό δωμάτιο» το τελευταίο διάστημα ως το θάνατο της.

Φίλες από τα νεανικά τους χρόνια, όταν, δημοσιογράφοι, εργάζονταν στο ίδιο περιοδικό, η Μάρθα στράφηκε στη συγγραφή βιβλίων ενώ η Ίνγκριντ έγινε πολεμικός ανταποκριτής. Θα συναντηθούν χρόνια μετά, με τη Μάρθα να έχει μόλις κυκλοφορήσει το νέο της βιβλίο, με κύριο θέμα της το θάνατο, ενώ η Ίνγκριντ βρίσκεται ήδη μόνη στο νοσοκομείο όπου υποβάλλεται σε χημειοθεραπεία.

Κάποια στιγμή η Ίνγκριντ θα κάνει την πρόταση στη Μάρθα να ζησει κοντά της, στο «διπλανό δωμάτιο», στη διάρκεια πριν το θάνατο της, πρόταση που, αρχικά, τρομάζει τη Μάρθα, το βιβλίο της οποίας για το θάνατο δεν την έχει, όπως λέει, βοηθήσει να ξεπεράσει το φόβο της γι’ αυτόν. Ωστόσο, θα δεχτεί και θα τη συνοδεύσει στο σπίτι που νοικιάζει σε μια όμορφη, περιτριγυρισμένη με πανύψηλα δέντρα περιοχή κοντά στο Γούντστοκ.

Παράλληλα, μέσα από τις συνομιλίες τους, στις επισκέψεις της Μάρθας στο νοσοκομείο, μαθαίνουμε για το παρελθόν της Ίνγκριντ, για την αποξενωμένη κόρης της, τον εφηβικό της γάμο με τον νεαρό Φρεντ, ο οποίος σχεδόν αμέσως φεύγει για το Βιετνάμ, την επιστροφή του και τα ψυχολογικά του τραύματα που τον οδηγούν σε χωρισμό, ενώ η Ίνγκριντ είναι έγκυος, ως τον κατοπινό θάνατο του Φρεντ σε φωτιά.

Συνομιλίες γύρω από πολύ οικείες ιστορίες από το παρελθόν, αλλά και θέματα που καλύπτουν γενικότερα τη ζωή, τους έρωτές τους και τη λογοτεχνία που αγαπούν - σε μια από τις όμορφες στιγμές, στο σπίτι στο δάσος όπου η Ίνγκριντ προτιμά να ακούει τα πουλιά να κελαηδούν παρά την κλασική μουσική που προτείνει να παίξει σε δίσκο η Μάρθα, αρχίζει ξαφνικά να χιονίζει, χιόνι κόκκινο (αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, όπως σχολιάζει η μια τους) κι η Ίνγκριντ αναφέρει ένα όμορφο, ποιητικό απόσπασμα από το βιβλίο του Τζέιμς Τζόις «Θάνατος», απόσπασμα που αναφέρεται στο χιόνι που πέφτει.

Σκηνές που ο Αλμοδόβαρ κινηματογραφεί με μια ασυνήθιστη απλότητα, εστιάζοντας την κάμερα του στα δυο βασικά του πρόσωπα, με τις δυο εξαιρετικές πρωταγωνίστριες του, Τζουλιάν Μουρ και Τίλντα Σουίντον (και οι δυο βραβευμένες με Όσκαρ), να εκφράζουν, εκ βαθέων, τα αισθήματα τους, τις φοβίες τους, αλλά και τη δυνατή φιλιά που τους ενώνει, σε σκηνές άλλοτε δραματικές, άλλοτε με χιούμορ, κι άλλοτε με συγκίνηση αλλά και ηρεμία. Μια ηρεμία που επηρεάζεται από το τους χώρους γύρω τους, ιδιαίτερα το φυσικό περιβάλλον γύρω από το σπίτι όπου μετακομίζουν. Πρόκειται για ένα πραγματικό ρεσιτάλ ερμηνείας που αξίζει ένα διπλό βραβείο.

«Οι ηθοποιοί είναι εκείνοι που πραγματικά αφηγούνται την ιστορία», όπως ανάφερε ο ίδιος ο σκηνοθέτης. «Στο «Διπλανό δωμάτιο» η Τίλντα Σουίντον και η Τζουλιάν Μουρ σηκώνουν το βάρος όλης της ταινίας στους ώμους τους, και είναι πράγματι ένα θέαμα». Θέαμα στο οποίος ο Αλμοδόβαρ συμμετέχει με τον καλύτερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο. Για να μας οδηγήσει με τρόπο συγκινητικό προς το φινάλε, χρησιμοποιώντας ξανά το χιόνι που αρχίζει και πάλι να πέφτει, τη φορά αυτή άσπρο, ενώ ακούμε και πάλι το εξαιρετικό απόσπασμα του Τζόις, κλείνοντας τη θαυμάσια αυτή ταινία του, ανάμεσα στις τρεις καλύτερες που είδαμε μέχρι σήμερα, με μια όμορφη, ποιητική πινελιά.

Την τραγική ιστορία του Ρούμπενς Πάιβα, που το 1970 εξαφάνισε και στη συνέχεια δολοφόνησε το δικτατορικό στρατιωτικό καθεστώς της Βραζιλίας (καθεστώς που κράτησε 21 ολόκληρα χρόνια) αφηγείται στη συγκινητική αυτή, πολιτική ταινία του, «Ακόμη είμαι εδώ» («I’m still here») ο Βάλτερ Σάλες («Στο δρόμο», «Ημερολόγια μοτοσικλέτας», «Central Station»).

Μια ιστορία ιδωμένη από την πλευρά της γυναίκας του Ρούμπενς, γιατί, όπως αναφέρει ο Σάλες, τον συγκίνησε «επειδή, για πρώτη φορά, την ιστορία των desaparecidos, των ανθρώπων εκείνων που η βραζιλιάνικη δικτατορία άρπαξε από τη ζωή τους, αφηγούνταν εκείνοι που έμειναν πίσω».

Η ταινία αρχίζει στην παραλία, με την Γιούνις, τη γυναίκα του Ρούμπενς (εξαιρετική στο ρόλο η τακτική πρωταγωνίστρια του Σάλες, Φερνάντα Τόρες) να κολυμπάει στη θάλασσα, ενώ τα πέντε παιδιά της παίζουν ξένοιαστα στην παραλία. Την ηρεμία και τη χαρά διακόπτει ένα ελικόπτερο της στρατιωτικής χούντας που περνάει πάνω από την παραλία. Παρουσία που στο πρώτο μέρος της ταινίας γίνεται μέσα από σκηνές με στρατιωτικά φορτηγά που διασχίζουν τους δρόμους ή από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, με τις αναφορές απαγωγών πρεσβευτών από επαναστατικές ομάδες που τους ανταλλάσσουν με την αποφυλάκιση κρατουμένων αγωνιστών.

Την απρόσμενη, για την υπόλοιπη ευτυχισμένη, φιλελεύθερη μεγαλοαστική οικογένεια, σύλληψη και εξαφάνιση του Ρούμπενς θα ακολουθήσει η σύλληψη και ανάκριση της Γιούνις και μιας από τις κόρες της. Ανάκριση που θα αλλάξει στη συνέχεια τη συμπεριφορά της Γιούνις, η οποία, ύστερα από συνεχή ψυχολογική τρομοκρατία και βδομάδες κράτησης σε άθλια κρατητήρια, αρχίζει να αναμιγνύεται στην αντίσταση προσπαθώντας να βρει τρόπους για να ανακαλυψει πού βρίσκεται ο σύζυγος της, παράλληλα με τον θαρραλέο αγώνα της για επιβίωση και την προσπάθεια της να προστατεύσει τα παιδιά της, κρύβοντας τους, όσο μπορεί, την αλήθεια για την εξαφάνιση και το φρικτό θάνατο του θαρραλέου πατέρα τους.

Ο Σάλες καταγράφει την ιστορία του με καθαρά ρεαλιστικό τρόπο, προσπαθώντας να δώσει όσο το δυνατό μια πιο άμεση και ειλικρινή εικόνα των γεγονότων. Άλλοτε με σκηνές στημένες με ξεχωριστή φροντίδα, άλλοτε με home movies που γυρίζει με κάμερα των 8mm η κόρη του Ρούμπενς, o σκηνοθέτης καταφέρνει να δώσει μια όσο πιο νατουραλιστική εικόνα των συμβάντων, μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας για επιβίωση σ’ ένα δικτατορικό καθεστώς τρόμου και φρικτών εγκλημάτων.

Ένα παρελθόν, που, από τη μια θα φέρει στην επιφάνεια και θα τιμωρήσει τους εγκληματίες δολοφόνους και από την άλλη, θα παραμείνει ζωντανό για να αποτρέψει τυχόν επανάληψή του. Αν και, όπως μας αποκαλύπτουν οι τίτλοι τέλους της ταινίας, παρόλο που αρκετά χρόνια μετά αποκαλύφθηκαν οι αληθινοί δολοφόνοι του Ρούμπενς, κανένας τους δεν καταδικάστηκε.

Ο πόλεμος όπως μας είπε στη συγκλονιστική ταινία του «Πεδίο μάχης», ο Τζάνι Αμέλιο δεν είναι μόνο στα πεδία της μάχης αλλά και στα νοσοκομεία. Ο πόλεμος είναι και στα χωριά, και τα βουνά και τους χώρους όπου ζούνε οι συγγενείς εκείνων που σκοτώνονται η εξαφανίζονται στα πεδία της μάχης, μας λέει ένας συμπατριώτης του Αμέλιο, η Μάουρα Ντελπέρο στην ταινία του «Vermiglio».

Βερμίλιο, ένα χωριό, κάπου στα βουνά, το 1944, τελευταία χρόνια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, στη διάρκεια των τεσσάρων εποχών: με τους ανθρώπους να αρμέγουν τις αγελάδες, να πίνουν το γάλα τους τα παγωμένα πρωινά, να κόβουν ξύλα, να ξεγεννάν τις γυναίκες. Ένα χωριό με τον δάσκαλο και τον παπά να εκπροσωπούν τους άντρες που λείπουν.

Την ηρεμία του χωριού θα ανατρέψει ο ερχομός του Πιέτρο, ενός στρατιώτη, λιποτάκτη, φίλου ενός άλλου λιποτάκτη, μέλους του χωριού. Η παρουσία του θα παρασύρει μια νεαρή κοπέλα, κόρη του δασκάλου, που θα τον ερωτευτεί και θα τον παντρευτεί. Μόνο που τα πράγματα ανατρέπονται όταν ο λιποτάκτης στρατιώτης αποφασίζει να επιστρέψει, για ένα διάστημα, στο δικό του χωριό, στη Σικελία.

Η Ντελπέρο αφηγείται την ιστορία της μέσα από την καθημερινή ζωή του χωριού: τα παιδιά που μεταφέρουν το γάλα, οι μανάδες που μαγειρεύουν, τα παιδιά της πολυπληθούς οικογένειας του δασκάλου που μοιράζονται τα κρεβάτια τους και μιλάνε συνέχεια πριν κοιμηθούν, ο δάσκαλος που διδάσκει, σε μια και μόνο τάξη, παιδιά και μεγάλους, οι μικρές, απλές, διασκεδάσεις τους (μαζί με τη θρησκευτική γιορτή της Santa Lucia), ένας γάμος, τα γιατροσόφια τους, τα γράμματα που μαθαίνουν. Όλα φωτογραφημένα έξοχα από τον Μιχαήλ Κρίψμαν, ο οποίος ήταν διευθυντής φωτογραφίας του «Λεβιάθαν» του Σβιαγκίντσεφ, με την ομορφιά και την ποίηση που συναντάμε στις ταινίες των αδερφών Ταβιάνι, «μια πράξη αγάπης για τον πατέρα μου, την οικογένεια του και το μικρό τους χωριό, φόρος τιμής στη συλλογική μνήμη», όπως πολύ εύστοχα ανάφερε η σκηνοθέτρια.

 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Σινεμά: Τελευταία Ενημέρωση