ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

81ο Φεστιβάλ Βενετίας: Έναρξη με συγκινητική βράβευση της Σιγκούρνι Γουίβερ

Τρίτη αμερικανίδα ηθοποιός που τιμάται με το Ειδικό αυτό Χρυσό Λιοντάρι

ΚΥΠΕ

Με την κραυγή «θέλω να βρυχηθώ» δέχτηκε το Ειδικό Χρυσό Λιοντάρι για το σύνολο του έργου της, στην τελετή έναρξης του 81ο κινηματογραφικού φεστιβάλ της Βενετίας, την Τετάρτη, η Αμερικανίδα ηθοποιός Σιγκούρνι Γουίβερ, γνωστή ιδιαίτερα για τις ταινίες « Άλιεν» και «Γκόστμπαστερς», τονίζοντας συγκινημένη πως η Βενετία φημίζεται για τα Χρυσά της Λιοντάρια και συμπληρώνοντας πως «ο άντρας μου πρέπει να το συνηθίσει γιατί θα το έχω μαζί μου στο κρεβάτι μου».

Τρίτη αμερικανίδα ηθοποιός που τιμάται με το Ειδικό αυτό Χρυσό Λιοντάρι, μετά την Τζέιν Φόντα και την Τζέιμι Λι Κέρτις, η Γουίβερ βρήκε ταυτόχρονα την ευκαιρία να αναφερθεί και στον Αυστραλό σκηνοθέτη Πίτερ Γουίαρ, με τον οποίο γύρισε την ταινία «Επικίνδυνα χρόνια», ο οποίος βρίσκεται στη Βενετία για να τιμηθεί κι αυτός αργότερα με το Χρυσό Λιοντάρι για το σύνολο του έργου του. «Θερμά συγχαρητήρια» έστειλε μέσω βιντεοπροβολής και ο Τζέιμς Κάμερον, σκηνοθέτης των ταινιών «Άλιεν» και «Άβαταρ», στο οποίο αναφέρθηκε και στη φιλία τους και την εμπιστοσύνη που δημιουργήθηκε ανάμεσα τους στα γυρίσματα των ταινιών τους.

Τη βράβευση ακολούθησε η προβολή, εκτός συναγωνισμού, της μαύρης φανταστικής κωμωδίας «Beetlejuice, Beetlejuice» του Τιμ Μπέρτον, με πρωταγωνιστές τους Μάικλ Κίτον, Γουινόνα Ράιντερ, Μόνικα Μπελούτσι, Κάθριν Ο’Χάρα και Γουίλεμ Νταφόε. Τη φορά αυτή, ο Μπέρτον αφηγείται, την ιστορία της Λυδίας, μετά από τρεις γενιές, όταν η έφηβη κόρη της ανοίγει τυχαία την πύλη της «Άλλης Ζωής», ανατρέποντας την μέχρι τότε ήρεμη ζωή τους. Διασκεδαστική, καλογυρισμένη, με σασπένς και μαύρο χιούμορ, περιπέτεια στην οποία θα αναφερθούμε ιδιαίτερα όταν αυτή κυκλοφορήσει στις αίθουσες.

Παρόντες στην προβολή, εκτός από τον σκηνοθέτη και τους πρωταγωνιστές της ταινίας και η διεθνής κριτική επιτροπή, με πρόεδρο την Γαλλίδα ηθοποιό Ιζαμπέλ Ιπέρ και μέλη τους: Τζέιμς Γκρέι, Άντριου Χέιγκ, Ανιέσκα Χόλαντ, Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιο,Αμπντεραχαμάν, Σισάκο, Τζιουζέπε Τορνατόρε, Τζούλια φον Χάιντς και Ζανγκ Ζιγί.

Τη χθεσινή πάντως ημέρα επισκίασε η προβολή της πολυαναμενόμενης ταινίας «Μαρία» του Πάμπλο Λαρέν (γνωστού ήδη για άλλες βιογραφίες, «Σπένσερ», «Τζάκι»), στο διαγωνιστικό τμήμα της Μπιενάλε του σινεμά, γύρω από τη ζωή της Μαρίας Κάλλας, καθώς και η παρουσία της Μόνικα Μπελούτσι που ερμηνεύει τη διάσημη τραγουδίστριας. Η ταινία αρχίζει με το θάνατο της Κάλλας, στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, με την ταινία να μας οδηγεί μια βδομάδα πριν το τραγικό γεγονός. Ξεκινώντας με αληθινά αποσπάσματα από άριες από τις καλύτερες όπερες που τραγούδησε η Κάλλας, προχωράμε στη ζωή της, στη διάρκεια της τελευταίας βδομάδας, τόσο ανάμεσα στα δυο βασικά πρόσωπα που την υπηρετούσαν και την αγαπούσαν πραγματικά και τα οποία προσπαθούσαν να την πείσουν να σταματήσει τα διάφορα επικίνδυνα φάρμακα που έπαιρνε ανεξέλεγκτα και που συνέβαλαν στη χειροτέρευση της αρρώστιας της, όσο και στη σχέση της με ένα δημοσιογράφο που βιντεοσκοπεί μια μεγάλη, την τελευταία συνέντευξη, μαζί της.

Παράλληλα, ο Λαρέν παρεμβάλλει, σε ενδιαμεσα φλας-μπακ (γυρισμένα σε μαυρόασπρο φιλμ και με ηχητική μπάντα άριες από τις όπερες που τραγουδά η ίδια η Κάλλας) σκηνές από την προηγούμενη ζωή της: τη γνωριμία της με τον Ωνάση και την οικογένεια Κένεντυ (δίνοντας μια κάθε άλλο παρά συμπαθητική εικόνα του προέδρου Κένεντυ, αντίθετα με την πιο συμπαθητική εικόνα που μας δίνει του Ωνάση), προσθέτοντας και τη σκηνή με τη Μονρόε να του τραγουδάει το «Happy birthday dear President».

Μια αρκετά πλούσια οργανωμένη, εντυπωσιακή παραγωγή, με περιποιημένα ντεκόρ και ωραία κοστούμια, με την Μπελούτσι να προσπαθεί να δώσει, όσο μπορεί, το δράμα που περνάει η Κάλλας, στην προσπάθεια της να επανακτήσει (αν και η ίδια δεν το παραδεχόταν) τη χαμένη φωνή της, σε δοκιμές με τον τακτικό της συνεργάτη μουσικό, χωρίς όμως να μας παρασύρει συναισθηματικά. Παρά τις κάποιες ωραία στημένες σκηνές (μια με την Κάλλας να γυρνάει με τον δημοσιογράφο στο Παρίσι, τη φορά αυτή όπως του λέει να τραγουδάνε οι άλλοι, και να βλέπουμε μια μεγάλη ομάδα αντρών, τη χορωδία να την προσφωνεί σε μια σκηνή όπερας, καθώς και ορισμένες από τις σκηνες της με τον βοηθό της και με τον Ωνάση). Μόνο που η εικόνα που μας δίνει ο Λαρέν δεν ξεφεύγει από την προσπάθεια αγιοποίησης της ντίβας (σ’ αυτό φταίει και το σενάριο του ΣτίβενΝάιτ), με σκηνές και τσιτάτα όπως «το κορμί μου ήξερε πως ήμουν τίγρης», καθως και με τη στροφή στο μελόδραμα, με τη σκηνή προς το φινάλε, του αποχαιρετισμού με την αδερφή της.

Πολύ καλύτερη αποδείχτηκε η άλλη ταινία του διαγωνιστικού, «Σκοτώστε τον Τζόκεϊ», του Αργεντινού σκηνοθέτη Λουίς Ορτέγκα («Ο Άγγελος»). Ένας ειδος αλληγορίας μέσα από την αλλόκοτη ενός τζόκεϊ, που τον χαλιναγωγεί ένας αδίστακτος έμπορας και οι παράξενοι μπράβοι του. Ο Τζόκεϊ Ρέμο έχει γίνει διάσημος στο Μπουένος Άιρες με το όνομα Μονφρεντίνι, παίρνοντας διάφορα χάπια και πίνοντας αλκοόλ.

Ο Ορτέγκα χρησιμοποιεί τον τζόκεϊ του για να δώσει την εικόνα του σύγχρονου απλού ανθρώπου, έρμαιο και πιόνι στα χέρια των ισχυρών που τον εκμεταλλεύονται, με διάφορους, όχι πάντα ευχάριστους τρόπους.

Σιωπηλός (για περίπου 20 λεπτά δεν μιλάει καθόλου), με περίεργο βλέμμα και καπνίζοντας συνέχεια, ο Ρέμο (ένας έξοχος Ναχουέλ Περέζ Μπισκαγιάρτ) διασχίζει στενούς διαδρόμους και στοές, περνώντας μέσα από τις Συμπληγάδες που του έχουν στήσει τα αφεντικά, αργότερα με επιδέσμους στο κεφάλι και με γυναικείο φόρεμα, έχοντας δραπετεύσει από το νοσοκομείο και καταζητούμενος από τον έμπορα, τους «φίλους» του και το κορίτσι που τον αγαπά και που έχει μείνει έγκυος με το παιδί του, παραμένει το αιώνιο θύμα που, όμως, όπως αναφέρει κάποια στιγμή, όταν καταλαβαίνει πως θέλουν να τον εξοντώσουν, πως ο μόνος τρόπος να κερδίσει είναι να πεθάνει για να μπορέσει να ξαναγεννηθεί (όπως θα δούμε με το εύρημα του φιναλε).

Με σκηνές που αντλούν από το αλλόκοτο, το θαυμαστό και τι σουρεαλιστικό (οι σκηνές με τον, με επιδέσμους γύρω από το κεφάλι, Ρέμο, ενώ μια παρέλαση ιπποτών μοιάζει να περνάει μέσα από αυτόν, ή εκείνες στη φυλακή που περπατάει στον τοίχο), τέλεια δεμένες, αφομοιωμένες θα έλεγα, με το υπόλοιπο στιλ της ταινίας, ο Ορτέγκα κατάφερε να φτιάξει μια θαυμαστή ταινία στο πνεύμα των ταινιών ενός Μπουνιουέλ.

Στις πολύ καλές και η νέα ταινία του δικού μας Αλεξάνδρου Αβρανά, που είδαμε στο τμήμα «Ορίζοντες». Τις βασανιστικές διαδικασίες, ελεγχόμενες από ένα απάνθρωπο γραφειοκρατικό σύστημα, που αντιμετωπίζουν οι αιτούντες άσυλο μετανάστες, παρουσιάζει στη νέα του ταινία, «Quiet Life» («Σιωπηλή ζωή»). Η ταινία αρχίζει με τον Αβρανά νας μας παρουσιάζει τα πρόσωπα μιας κατατρεγμένης από το καθεστώς του Πούτιν ρώσικης οικογένειας (μητέρας, πατέρα, και των δυο έφηβων κοριτσιών τους) που έχει ζητήσει πολιτικό άσυλο στη Σουηδία το 2018, να προσέρχεται και να στέκεται μπροστά στην κάμερα, όπως σε φωτογραφία, προετοιμάζοντας μας (ανοίγοντας, αν θέλετε, τον φάκελο) για το δράμα τους που θα δούμε στη συνέχεια.

Την εξέλιξη του δράματος παρακολουθούμε από τις δυο διαφορετικές πλευρές, εκείνη της οικογένειας κι εκείνη των υπαλλήλων του κράτους που ασχολούνται με τις αιτήσεις και τα επακόλουθα της παροχής ασύλου. Από την πλευρά της οικογένειας, ο Αβρανάς επιλέγει άλλοτε ζεστά χρώματα που καλύπτουν τις σχέσεις της, με τις καθημερινές απασχολήσεις των μελών της, κι άλλοτε κάπως σκοτεινά χρώματα, όταν οι πιέσεις και οι αρνήσεις από πλευράς του κράτους, με την περίεργη αρρώστια της μικρότερης κόρης («σύνδρομο παραίτησης», όπως το αποκαλούν) που οι κρατικοί υπάλληλοι αρπάζουν και κλείνουν σε ειδική, αυστηρά ελεγχόμενη, κλινική, ή και πιο οικεία, βουτηγμένα σε μια σχεδόν λυρική ατμόσφαιρα, χρώματα στο τρίτο μέρος της ταινίας, όταν οι γονείς αποφασίζουν να απαγάγουν τα « άρρωστα» παιδιά τους και προσπαθούν να τα επαναφέρουν σε μια φυσιολογική ζωή, με σκηνές, όπως εκείνη με το παγωτό ή την άλλη όπου κάνουν στα παιδιά μπάνιο σε μια πισίνα (από τις πιο όμορφες της ταινίας).

Αντίθετα, από την πλευρά των κρατικών λειτουργών τα χρώματα είναι ψυχρά, όπως και η όλη συμπεριφορά τους (βλέπε τις σκηνές στην αίθουσα της συνέντευξης, με την υπάλληλο να συμπεριφέρονται σαν ψυχρά, άψυχα ρομπότ, και όχι αληθινά πρόσωπα ζωντανά που συμπονούν και εξηγούν, υποφέροντας κι αυτά μαζί τους, το δράμα τους. Από τις πιο ψυχρές σκηνές, που σου παγώνουν το αίμα, θυμίζοντας σκηνή τρομου, είναι εκείνη με τα «άρρωστα» παιδιά ξαπλωμένα σε σειρές κρεβατιών και με μια νοσοκόμα να στέκεται πάνω από κάθε κρεβάτι, σκηνή όπου κυριαρχεί το κίτρινο χρώμα, τονίζοντας την όλη απόκοσμη, αρρωστημένη ατμόσφαιρα. Μια άλλη σκηνή, τρομακτική με διαφορετικό τρόπο, είναι εκείνη με τη νοσοκόμα που διδάσκει στους γονείς, φωνάζοντας και επαναλαμβάνοντας εκνευριστικά (φέρνοντας πάλι στο νου τα ρομπότ), με ένα δασκαλίστικο αλλά εντελώς ψυχρό τρόπο, «κοιτάξτε με!, κοιτάξτε με!», για να τους μάθει πώς να στέκονται και να χαμογελούν, ώστε να τους δοθεί η άδεια να επισκεφτούν στην κλινική το παιδί τους.

Ατμόσφαιρα, πρέπει να πω, που σπάει κάποια στιγμή, όταν μια από τις νοσοκόμες, συγκινημένη από το δράμα των δυο παιδιών της οικογένειας, αποφασίζει τελικά να τις βοηθήσει κι όπου τα χρώματα γίνονται πιο ζωντανά και ζεστά, με τον Αβρανά να ελέγχει τελεία το ρυθμό του και να αυξάνει το σασπένς. Μια δοσμένη με ξεχωριστή έμπνευση και δύναμη ταινία πάνω στη σύγχρονη, απάνθρωπη κοινωνία μας και τις μεθόδους που εφευρίσκει για να τιθασεύσει και να ελέγχει τους κατοίκους της, είτε αυτόχθονες είτε μετανάστες κι όπου μόνη σωτηρία βρίσκεται στα παιδιά, τη νέα δηλαδή γενιά. Αξίζει να σημειώσω πως η ιστορία της ταινίας στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, που στάθηκαν και η αρχική έμπνευση του σκηνοθέτη. Τα τελευταία χρόνια στην Σουηδία και μόνο (κάτι που έχει πρόσφατα επεκταθεί και σε άλλες χώρες) έχουν ξεπεράσει τα 700 παιδιά που έχουν κλειστεί σε κλινικές πάσχοντα από το «σύνδρομο παραίτησης», ένας τρόπος φυγής από μια κοινωνία που έχει χάσει τη ψυχή της.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Σινεμά: Τελευταία Ενημέρωση