Kathimerini.gr
Θοδωρής Λέννας
Αυτή η προεκλογική περίοδος είναι αν μη τι άλλο κινηματογραφική· απόπειρες δολοφονίας, μια αλλαγή – έκπληξη υποψηφίου την τελευταία στιγμή, δύο ντιμπέιτ που το καθένα για διαφορετικούς λόγους θα εγγραφεί στη συλλογική ποπ μνήμη, οξείες αντιπαραθέσεις που υπερβαίνουν τα όρια του πολιτικού ορθού, ενίοτε και του λογικού.
Οι αμερικανικές εκλογές αποτελούν κάτι παραπάνω από ένα απλό πολιτικό γεγονός. Για αυτό τον λόγο, άλλωστε, η κινηματογραφική βιομηχανία διαχρονικά γοητεύεται από το υλικό που αυτές παράγουν.
Λίγες ημέρες, λοιπόν, πριν στηθούν οι κρίσιμες -για πολλούς υπαρξιακές για την επόμενη μέρα του ίδιου του δυτικού κόσμου- κάλπες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η «Κ» ανατρέχει στην πυκνή χολιγουντιανή φιλμογραφία και επιλέγει 10 ταινίες που αντικατοπτρίζουν εύγλωττα το κλίμα, τις ιδιομορφίες, όσα συμβαίνουν μπροστά από τις κάμερες και όσα συμβαίνουν πίσω από κλειστές πόρτες, στην αμερικανική πολιτική σκηνή.
Το νήμα που συνδέει νοηματικά τις ταινίες που ακολουθούν επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στον πολιτικό κύκλο που εκκινεί από την πίστη (;) σε αρχές, αξίες και ιδανικά και καταλήγει στον κυνισμό, την έκπτωση και την εξουσιομανία. Παράλληλα, στην κινηματογραφική αυτή δεκάδα συναντάται μια απόπειρα τομής στην αμερικανική «ανθρωπογεωγραφία»· στις μαζικές συλλογικές υστερίες, στα υπαρκτά οράματα, αλλά και στις φαντασιώσεις που συνθέτουν τα ετερόκλητα προφίλ των Αμερικανών ψηφοφόρων.
«Meet John Doe» (1941) του Φρανκ Κάπρα
Το «Meet John Doe» (η ξεπερασμένη ελληνική απόδοση «Ο Λαός προστάζει» θα μπορούσε να εκληφθεί πετυχημένη μόνο ως ειρωνική) αποτελεί την τελευταία ταινία της άτυπης πολιτικής τριλογίας του Φανκ Κάπρα (είχαν προηγηθεί το «Mr. Deed Goes to Town» και το εξαιρετικό «Mr. Smith Goes to Washington»).
Ο Κάπρα, μετρ της αφηγηματικής κομψότητας και μπροστάρης του πρώιμου φιλελεύθερου Χόλιγουντ, αφηγείται εδώ την ιστορία του μέσου «ανώνυμου» Αμερικάνου Τζον Ντόου, «επινοήματος» μια φιλόδοξης ρεπόρτερ που για να εξασφαλίσει ένα δημοσιογραφικό «λαβράκι» εφευρίσκει έναν απελπισμένο, άνεργο ήρωα βγαλμένο από τα «σπλάχνα» του λαού ο οποίος διακηρύττει ότι θα αυτοκτονήσει την ημέρα των Χριστουγέννων.
Το βασικό εύρημα του φιλμ συνοψίζεται ως εξής: Πώς ο Τύπος, τα μίντια και διάφορα επιχειρηματικά – πολιτικά συμφέροντα μπορούν να αποδώσουν τα χαρακτηριστικά «εθνικού ήρωα» και «αδαμάντινου σωτήρα» σε ένα πρόσωπο που… κυριολεκτικά δεν υπάρχει. Ανά στιγμές ευρηματικό και διαχρονικά επίκαιρο στον πολιτικό του σχολιασμό, το «Meet John Doe» σήμερα ενδεχομένως να ξενίζει το κοινό λόγω του σχηματικού, ηθικολογικού και μελοδραματικού φινάλε του. Ισως, πάλι, 83 χρόνια μετά, αυτό το φινάλε να «διαβάζεται» ως ένα σαρδόνιο σατιρικό πολιτικό κλείσιμο του ματιού. Σαν ο Κάπρα να θέλει πει πικρά πως το «παραμύθι» της πίστης στα υψηλά ιδανικά είναι μονόδρομος ακόμη κι όταν αυτό το «παραμύθι» έχει αποδομηθεί με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο.
O πρωταθλητής πυγμαχίας βαρέων βαρών Ρόκι Μαρτσιάνο στα γυρίσματα της ταινίας «A Face in the Crowd». Κρατιέται χέρι-χέρι με τους δύο πρωταγωνιστές, τον Αντι Γκρίφιθ και την Πατρίτσια Νιλ. [AP Photo / Harry Harris]
«A Face in the Crowd» (1957) του Ελία Καζάν
Παρόμοιας θεματικής υφής με την ταινία του Κάπρα, το «A Face in the Crowd» (ελληνική απόδοση: «Μια μορφή μέσα στο πλήθος») αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές και αδίκως παραγνωρισμένες στο πέρασμα του χρόνου ταινίες του Ελία Καζάν.
Στην ταινία του Καζάν, η παραγωγός ενός επαρχιακού ραδιοσταθμού ανακαλύπτει στη φυλακή τον Lonesome Rhodes (Αντι Γκρίφιθ) έναν «γήινο», μπρουτάλ και χαρισματικό στην επικοινωνία τροβαδούρο. Ο ήρωας του Γκρίφιθ -το βροντώδες του γέλιο σε αυτή την ερμηνεία έχει μείνει στην ιστορία- μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετατρέπεται σε έναν λαϊκό ήρωα, ο οποίος άφοβα καταγγέλλει και ορθώνει το ανάστημά του απέναντι σε κατεστημένο και συμφέροντα φτάνοντας στο σημείο να γίνεται καταλύτης πολιτικών εξελίξεων.
Αυτό που διαφοροποιεί τον Καζάν από την ναΐφ κατακλείδα του Κάπρα, είναι η κωμικοτραγική διαδρομή ανόδου και πτώσης του ήρωα και η μάλλον σκοτεινή και πεσιμιστική κατάληξη της. Τελικά, η αγάπη του κόσμου, η κινητοποίηση των μαζών, η πίστη πως το άτομο ως μονάδα μπορεί να είναι επιδραστικό στο συλλογικό όλο, κατακρημνίζονται όταν το μικρόβιο της όποιας εξουσίας (κοινωνικής ή διαπροσωπικής) γίνεται ανίατο. Και ο Καζάν κινηματογραφεί αυτό το «μικρόβιο» ως την απόλυτη και δραματουργικά στοιχειωτική ιστορία πτώσης ενός «μικρού ανθρώπου».
«The Best Man» (1964) του Φράνκλιν Σάφνερ
Ο πρόεδρος βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της ζωής του, το κόμμα οδηγείται σε συνέδριο για να δώσει το χρίσμα στον διάδοχό του, εκεί δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες συγκρούονται. Από τη μία, ο διανοούμενος, ιδεολόγος και μετριοπαθής Γουίλιαμ Ράσελ (Χένρι Φόντα), από την άλλη ο αδίστακτος, λαϊκιστής και μακιαβελικός Τζο Κάντγουελ (Κλιφ Ρόμπερτσον).
Ο Φράνκλιν Σάφνερ παραδίδει με όρους σύγχρονους για την εποχή του ένα στιβαρό πολιτικό θρίλερ με απολήξεις μαύρης κωμωδίας το οποίο διερευνά το θεμελιώδες και μάλλον αρχετυπικό πολιτικό ερώτημα: μέχρι που μπορεί να φτάσει κανείς για να πετύχει αυτό που θέλει;
Το σενάριο – κομψοτέχνημα του Γκορ Βιντάλ το οποίο μας προσγειώνει στη φρενίτιδα των διαδρόμων ενός καθοριστικού κομματικού συνεδρίου, δίνει χώρο στην πνευματώδη σάτιρα, αλλά παράλληλα γίνεται αγωνιώδες, κατασκότεινο, σχεδόν αποπνικτικό, όταν ανεβάζει τις θριλερικές του ταχύτητες.
Το αμφιλεγόμενο φινάλε το οποίο αφήνει περιθώρια διαφορετικών πολιτικών ερμηνειών και αναγνώσεων, μάλλον, απογειώνει ένα φιλμ το οποίο βασίζει πολλά στο πρωταγωνιστικό του δίδυμο και στις αντιθέσεις του. Από τη μία ο μειλίχιος, διαβασμένος, οραματιστής αλλά διστακτικός Χένρι Φόντα και από την άλλη ο «κίλερ» Κλιφ Ρόμπερτσον.
Ο Φρανκ Σινάτρα και ο Λόρενς Χάρβεϊ σε απόσπασμα από το «The Manchurian Candidate» του Τζον Φράνκενχαϊμερ. [SHUTTERSTOCK]
«The Manchurian Candidate» (1962) του Τζον Φράνκενχαϊμερ
Η επίδραση του «καταραμένου» φιλμ του Τζον Φράκενχαϊμερ στο συλλογικό αμερικανικό ασυνείδητο μέχρι και σήμερα είναι σχεδόν μεταφυσική, ειδικά εξαιτίας του γεγονότος ότι για πολλούς χαρακτηρίστηκε προοικονομία των όσων θα βίωνε η αμερικανική κοινωνία με τη δολοφονία του Κένεντι έναν χρόνο μετά.
Στη διάρκεια του πολέμου της Κορέας, μια ομάδα Αμερικανών στρατιωτών αιχμαλωτίζεται στην κινέζικη επαρχία της Μαντζουρίας. Λίγες ημέρες μετά, όλοι οι αιχμάλωτοι εκτός από δύο, επιστρέφουν στις ΗΠΑ, κανείς τους όμως δεν μπορεί να θυμηθεί το πώς επέστρεψαν. Κανείς, εκτός από τον λοχαγό Μπένετ Μάρκο (Φρανκ Σινάτρα) ο οποίος βασανίζεται από εφιαλτικές εικόνες που ξυπνάνε στο μυαλό του, πριν αποκαλυφθεί ενώπιον του μια ασύλληπτη πολιτική συνωμοσία.
Το εμβληματικό αριστούργημα του Φράνκενχαϊμερ αποτελεί μια συνταρακτική πολιτική και υπαρξιακή πραγματεία για την τρομακτική διείσδυση του απατηλού στη δημόσια ζωή. Θεωρίες συνωμοσίας, μύθοι και θρύλοι, δαιμονοποιημένοι εχθροί και φαντασιακές απειλές στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, εμπνέουν τον Φράνκενχαϊμερ στο να δημιουργήσει ένα άναρχο, ονειρικό, ασυνάρτητο σύμπαν στο οποίο καθετί μπορεί να είναι αληθινό και ψεύτικο.
«The Candidate» (1972) του Μάικλ Ρίτσι
Ο Μπιλ ΜακΚέι, γοητευτικός, εμφανίσιμος, επικοινωνιακός πολιτικός, γόνος φιλελεύθερου πολιτικού τζακιού, διεκδικεί από το πουθενά το χρίσμα του κυβερνήτη της Καλιφόρνια. Η ήττα του, μάλιστα, θεωρείται τόσο βέβαιη που οι Δημοκρατικοί του κάνουν μια παράδοξη παραχώρηση: του δίνουν τη δυνατότητα να λέει και να κάνει ό,τι θέλει στη διάρκεια του προεκλογικού του αγώνα.
Μπολιασμένο με το «αριστερό» ρεύμα κινηματογραφικής πολιτικοποίησης των αμερικανικών 70s, το φιλμ του Ρίτσι – με αιχμή του δόρατος την ερμηνεία του Ρόμπερτ Ρέντφορντ στην κορύφωση της καριέρας του – εκκινεί την ιστορία του με μια αβάσταχτη πολιτική παραδοχή: «ο μόνος τρόπος για να είσαι γνήσιος στην πολιτική είναι να ανήκεις δεδομένα στην πλευρά των ηττημένων».
Τι γίνεται, όμως, όταν τελικά αποφασίσεις να αποφύγεις αυτή την πολιτική συντριβή; Εκεί ξεκινάει το παρανοϊκό γαϊτανάκι του «The Candidate». Μια βουτιά στον κόσμο των πολιτικών συγκεντρώσεων, των σουαρέ της υψηλής κοινωνίας, των απανωτών υποκριτικών χειραψιών και των παρασκηνιακών ραδιουργιών. Σε έναν κόσμο που με έναν τρόπο, άλλοτε σπαρακτικά αστείο, άλλοτε τρομακτικά ψυχρό, ωθεί τον ήρωα του Ρέντφορντ όχι απλώς να εγκαταλείψει οράματα και ιδέες, αλλά τον ίδιο τον εαυτό.
Οι δημοσιογράφοι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταϊν που έφεραν στο φως το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, μαζί με τους Ντάστιν Χόφμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ που τούς υποδύθηκαν, στην πρεμιέρα της ταινίας «All the President’s Men», τον Απρίλιο του 1976. [AP Photo]
«All the President’s Men» (1976) του Αλαν Τζέι Πάκουλα
Η κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας των δημοσιογράφων Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταϊν που έφεραν στο φως το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ – μια από τις δομικές τομές της σύγχρονης αμερικανικής πολιτικής ιστορίας – δια χειρός Αλαν Τζέι Πάκουλα αποτελεί τρόπον τινά μια ταινία αφετηρία και σταθμό για το είδος του πολιτικού και δημοσιογραφικού θρίλερ.
Είναι, όμως, παράλληλα και ένα φιλμ «μεγαλύτερο» από το μέγεθος και τα όρια που μπορεί να έχει μια απλώς σημαντική ταινία. Ο Πάκουλα και τα άλλοτε διερευνητικά, άλλοτε παγωμένα, άλλοτε μπερδεμένα βλέμματα των Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Ντάστιν Χόφμαν, συλλαμβάνουν μαεστρικά ένα ολόκληρο τέλος εποχής.
Η προστατευτική φιγούρα του προέδρου αποδομείται, κάθε βεβαιότητα και ασφάλεια γκρεμίζεται, τα τραύματα του Βιετνάμ πονάνε περισσότερο, η επαναστατική αύρα των 60s έχει ξεθωριάσει και η Αμερική οδηγείται σε μια νέα περίοδο ανασφάλειας, βίας και ανακατατάξεων, στην οποία η σπουδαιότερη νίκη (η αποκάλυψη ενός σκανδάλου μεγατόνων) ταυτίζεται τελικά και με τη μεγαλύτερη ήττα (την αποδόμηση αρχών και συμβόλων).
«Bob Roberts» (1992) του Τιμ Ρόμπινς
Υπερσυντηρητικός εκατομμυριούχος αφουγκράζεται τη γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια και αποφασίζει να κατέβει υποψήφιος προωθώντας διχαστική και ακροδεξιά ρητορική την οποία επικοινωνεί στα πλήθη που τον ακολουθούν εκφωνώντας τα πολιτικά του κηρύγματα μίσους σε κάντρι 60s ρυθμούς.
Ναι, αυτή είναι η (άβολα οικεία) πλοκή του πανέξυπνου ψευδοντοκιμαντέρ το οποίο ο Τιμ Ρόμπινς έγραψε και σκηνοθέτησε το 1992.
Περάν της προφανούς και πρωτοφανούς «προφητικής» διάστασης του φιλμ, αξίζει να σημειωθεί πως το φιλμ του Ρόμπινς επανήλθε φέτος στην επικαιρότητα καθώς πολλοί υποστήριξαν πως η απόπειρα δολοφονίας κατά του Ντόναλντ Τραμπ εμπνεύστηκε από το φινάλε του «Bob Roberts».
«Bulworth» (1998) του Γουόρεν Μπίτι
Ενδεχομένως εν έτει 2024 η εικόνα ενός 60χρονου πολιτικού που αποφασίζει να αντιμετωπίσει την υπαρξιακή του κρίση «φτύνοντας» ρίμες γεμάτες από αφιλτράριστες πολιτικές αλήθειες να μοιάζει ολίγον παρωχημένη ή έστω καλτ, όμως αν κανείς εντοπίσει τη δεύτερη στρώση ανάγνωσης του «Bulworth» θα διακρίνει μια άκρως πετυχημένη και ριζοσπαστική σάτιρα της εκάστοτε πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Ο Γουόρεν Μπίτι, λίγο πριν το μιλένιουμ, σκηνοθετεί μια από τις πιο «καθαρές» πολιτικές του ταινίες, επιβεβαιώνει το διαχρονικό του θάρρος να εκπροσωπεί ακομπλεξάριστα το φιλελεύθερο – αριστερό Χόλιγουντ (αξίζει να αναζητήσετε τους «Κόκκινους») και παράλληλα παραδίδει μια απολαυστική feelgood κωμωδία ταξικού σχολιασμού και κοινωνικής ευαισθησίας.
«Game Change» (2012) του Τζέι Ρόουτς
Ανατρέχοντας στις πιο πρόσφατες προεκλογικές καμπάνιες, το πρόσωπο της Σάρα Πέιλιν αναμφίβολα ξεχωρίζει – και όχι για τους σωστούς λόγους. Το 2008, ενώ ο Μπαράκ Ομπάμα προελαύνει προς το Οβάλ Γραφείο, το επιτελείο του Ρεπουμπλικάνου αντιπάλου του Τζον ΜακΚέιν αναζητά εναγωνίως ένα επικοινωνιακό αντίβαρο για να αντιστραφεί το ρεύμα του Ομπάμα. Το όνομα αυτού του «αντίβαρου»: Σάρα Πέιλιν.
Το «Game Change» του Τζέι Ρόουτς αφηγείται την πολιτική διαδρομή της τότε κυβερνήτριας της Αλάσκα που επιλέχθηκε από τον ΜακΚέιν ως υποψήφια αντιπρόεδρος της καμπάνιας του.
Το φιλμ του Ρόουτς επενδύοντας στην ακριβή καταγραφή των γεγονότων της περιόδου, υπερβαίνει τα δραματουργικά όρια της ακαδημαϊκής παράθεσης στιγμών και μετατρέπει την ιστορία της Πέιλιν (εξαιρετική η Τζούλιαν Μουρ) σε μια σύγχρονη «αμερικάνικη» μαύρη κωμωδία (σχεδόν παρωδία) που από τη μια αναδεικνύει σαρκαστικά αλλά και ρεαλιστικά τη σχεδόν άβολη πολιτική εκστρατεία ενός παντελώς ακατάλληλου προσώπου, και από την άλλη στηλιτεύει τους μηχανισμούς που καθιστούν πρόσωπα σαν την Σάρα Πέιλιν απαραίτητα στο πολιτικό σύστημα.
Ο Τζέρεμι Στρονγκ ως Ρόι Κον και Σεμπάστιαν Σταν ως Ντόναλντ Τραμπ, σε σκηνή από την ταινία «The Apprentice». [Φωτ. αρχείου]
«The Apprentice» (2024) του Αλί Αμπάσι
Στη διάρκεια των 70s ένας φιλόδοξος ξανθός Νεοϋορκέζος με κόμη όμοια του Ρόμπερτ Ρέντφορντ φιλοδοξεί να διαπρέψει στον τομέα του real estate, αγνοεί όμως το «πώς». Ολα θα αλλάξουν για τον νεαρό Ντόναλντ Τραμπ όταν γνωρίσει τον διαβόητο μακιαβελικό δικηγόρο Ρόι Κον – που από τα 50s και την περίοδο ακμής του «μακαρθισμού» είχε καταστεί μετρ των ραδιουργιών και του παρασκηνίου.
Ο Αλί Αμπάσι, σε αυτή την «προεκλογική» βιογραφία των απαρχών της ανόδου του Ντόναλντ Τραμπ, παρότι δεν προσεγγίζει σε επίπεδο αφήγησης τον πολιτικό Τραμπ, παραδίδει εντέλει μια άκρως πολιτική ταινία – «καθρέφτη» των προσωπικών και συλλογικών παραστάσεων του σημερινού υποψηφίου προέδρου που άνοιξαν τον δρόμο στην ανάδυση του «τραμπισμού» μερικές δεκαετίες μετά.
Σαν «παραμορφωμένο» σκορσεζικό έπος στο οποίο δεσπόζουν τα χρυσοποίκιλτα σαλόνια, η σιλικόνη και η τηλεοπτική αισθητική μιας σαπουνόπερας, το «The Apprentice» σκιαγραφεί την αρχετυπική σχέση μέντορα – μαθητή που αντιστρέφεται, όσο και η ίδια η εποχή (από το τέλος του Νίξον στην περίοδο Ρίγκαν) γίνεται όλο και πιο κυνική σε τέτοιο βαθμό που ο μαθητής Τραμπ (Σεμπάστιαν Σταν) κάνει τον -προσωποποίηση του κακού- μέντορά του (εξαιρετικός ο Τζέρεμι Στρονγκ ως Ρόι Κον) να μοιάζει τόσο ευάλωτος, λίγος και απροστάτευτος μπροστά του.