David Marchese c.2024 The New York Times Company/ Απόδοση: Παναγιώτης Κούστας
Ο Αλ Πατσίνο, εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους και πιο επιδραστικούς ηθοποιούς στον κόσμο. Παίρνει ρίσκα. Κάνει υπερβολές. Είναι ο Αλ Πατσίνο και είμαι σίγουρος ότι όλοι ξέρουν τι σημαίνει αυτό. Γι’ αυτό και θα ήθελα να μιλήσω για κάποιες λιγότερο γνωστές, καίτοι ενδιαφέρουσες πτυχές του θρύλου του. Γνωρίζατε, για παράδειγμα, ότι είναι –τεκμηριωμένα– ο πλέον αθυρόστομος ηθοποιός στην ιστορία του κινηματογράφου; Φαίνεται να απολαμβάνει το να βρίζει. Μασουλάει τις βρισιές με δύναμη στο στόμα του, πριν τις εκτοξεύσει προς πάσα κατεύθυνση. Υποψιάζομαι ότι αυτό το πάθος του με τα «γαλλικά» έχει, μεταξύ άλλων, τροφοδοτήσει και την κριτική που του ασκείται ότι έχει καταλήξει να «καταπίνει» τις σκηνές. Κάτι το οποίο τον αδικεί.
Όσοι θαύμασαν την πολυεπίπεδη, σοφιστικέ ερμηνεία του στον Νονό ή στη Σκυλίσια μέρα πρέπει να δουν αμέσως πιο πρόσφατες ταινίες του, όπως την Ταπείνωση, το Insider ή την Κρυφή ζωή του Μάνγκλχορν για να κατανοήσουν το ερμηνευτικό εύρος του μέσα στον χρόνο. Αν και, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, οι σκηνές των ταινιών του Πατσίνο στις οποίες το «παρακάνει» είναι πάντα οι καλύτερες σκηνές των ταινιών του! Υπάρχει κανείς που να ήθελε να τον δει να ενσαρκώνει «συγκρατημένα» τον Σατανά στον Δικηγόρο του διαβόλου;
Με τον Κιάνου Ριβς στον πολυσυζητημένο Δικηγόρο του διαβόλου (1997). (Φωτογραφία: afp/visualhellas.gr)
Αν και μπορεί να μας δώσει ερμηνείες διακριτικές, με εσωτερικότητα, η ικανότητά του να εκφράζει πραγματικά ό,τι νιώθει αποτελεί ένα από τα μοναδικά του χαρίσματα. Γι’ αυτό και, κατά βάθος, ο καλύτερος Πατσίνο είναι ο σταρ των χολιγουντιανών ταινιών της δεκαετίας του 1990, που είχαν φτιαχτεί για να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες του κοινού. Αυτό, δεδομένης της επαναστατικής δουλειάς του κατά τη δεκαετία του 1970, μοιάζει με το να ισχυρίζεται κάποιος ότι τα πλέον αντιπροσωπευτικά τραγούδια μιας αναγνωρισμένης από τους κριτικούς, πρωτοποριακής μπάντας γράφτηκαν αφότου έγινε δημοφιλής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, στον Πατσίνο της δεκαετίας του 1990 βλέπουμε συγκεντρωμένα το μέγιστο ταλέντο του, το χάρισμά του στις εκρήξεις και την επιθυμία του να προσφέρει ψυχαγωγία.
Για να μιλήσω επί προσωπικού, η πρώτη φορά που συνειδητά παρατήρησα μια ερμηνεία του Πατσίνο συμπίπτει με την πρώτη φορά που συνειδητά είδα έναν ηθοποιό σε μια ταινία και σκέφτηκα «αυτό είναι καλή υποκριτική». Ήταν το 1990. Ήμουν οκτώ ετών και τον είχα μόλις παρακολουθήσει να υποδύεται τον γκροτέσκο γκάνγκστερ Μπιγκ Μπόι Καπρίς στο Ντικ Τρέισι – δεν θέλω κοροϊδευτικά σχόλια, ο Πατσίνο κέρδισε υποψηφιότητα Όσκαρ γι’ αυτή την ερμηνεία του.
Κάτω από το κακόγουστο κινηματογραφικό μακιγιάζ και την ψεύτικη καμπούρα του, παρέμενε αεικίνητος, ασυγκράτητος και, κυρίως, πιστευτός, με έναν τρόπο που μπορούσε να γίνει κατανοητός ακόμα και από ένα παιδί. Αυτή η γεμάτη ενέργεια ενσυναίσθηση και η παθιασμένη πληθωρικότητά του –η αίσθηση του ότι ζει πραγματικά κάθε στιγμή της ζωής του χαρακτήρα του– είναι οι ποιότητες που τον έκαναν να διαπρέψει στις ταινίες που κυκλοφορούσε εκείνη την περίοδο, η οποία συνέπεσε με την εποχή που εγώ γινόμουν από παιδί νεαρός άνδρας.
Ο τρόπος που προσέγγιζε την τέχνη του τον ανέδειξε και σε πρότυπο για το πόσο παθιασμένα –και με πόσους διαφορετικούς τρόπους– μπορούσε κανείς να κινήσει το ενδιαφέρον του κόσμου. Ήταν πάντα εξαιρετικός στο να υποδύεται αστυνομικούς και εγκληματίες όπως ο Μπιγκ Μπόι. Έχει, όμως, ενσαρκώσει και βιβλικούς βασιλιάδες, κοινωνιοπαθείς του Ανατολικού Λονδίνου, αιμοδιψείς πωλητές, έναν μάγειρα «της ώρας» και έναν Γκούτσι. Έχει παίξει Μάμετ, Μπρεχτ και Σαίξπηρ – ο μεγαλοπρεπής, τραγικός Σάιλόκ του είναι η καλύτερη θεατρική παράσταση που έχω δει ποτέ. Έχει υποδυθεί τον Φιλ Σπέκτορ, τον Τζίμι Χόφα, τον Τζακ Κεβόρκιαν, τον Τζο Πατέρνο, τον Ρόι Κον και, δύο φορές, κάποια εκδοχή του εαυτού του. Το τελευταίο το έκανε στο αξιόλογο, αυτο-αντανακλαστικό ντοκιμαντέρ Αναζητώντας τον Ρίτσαρντ και στη συνέχεια στο, κάπως-λιγότερο-αξιόλογο, Ο Τζακ και η Τζιλ, με «ενορχηστρωτή» τον Άνταμ Σάντλερ. Ήταν πάντοτε τέλειος; Όχι. Ο Πατσίνο φαίνεται να στοχεύει σε κάτι πιο ριψοκίνδυνο και πιο ζωντανό από την τελειότητα. Είναι πάντοτε οξυδερκής, ελεύθερος, ανεπανάληπτος; Ω, ναι…
Για το Άρωμα γυναίκας (1992) ερμήνευσε τον τυφλό και κέρδισε το Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου. (Φωτογραφία: afp/visualhellas.gr)
Γνωρίζουμε ότι έχει εξασφαλισμένη μια θέση στο πάνθεον των ηθοποιών. Και, όπως φαίνεται, αγαπάει τους συναδέλφους του όπως τον αγαπούν κι εκείνοι. Αφού τελειώσαμε με τη συνέντευξη –η οποία έγινε σε δόσεις, με τη μορφή μερικών ευχάριστων και χωρίς τελειωμό «συνεδριών» το καλοκαίρι που μας πέρασε–, μου έστειλε ένα μακροσκελές email (τα emails, πιστεύω, είναι ο τρόπος με τον οποίο προτιμά να επικοινωνεί) με ένα κατεβατό από ηθοποιούς που έπαιξαν ρόλο στην πορεία του. Η λίστα περιλάμβανε τον Μάρλον Μπράντο, την Ελεονόρα Ντούζε, τη Μέριλ Στριπ, την Μπάρμπαρα Στάνγουικ, τον Τζακ Γουέμπ από τους Δύο ατσίδες [Σ.τ.Μ. Πρόκειται για δημοφιλέστατη αμερικανική τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του 1950, που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1987] και ένα ζευγάρι ηθοποιών που είχε γίνει γνωστό ως «οι Λαντ» [Σ.τ.Μ. Ο Άλφρεντ Λαντ και η Λιν Φοντάν, ζευγάρι στη ζωή και τη σκηνή, γνώρισαν επιτυχία από τη δεκαετία του 1920 έως εκείνη του 1960].
Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι, παρακολουθώντας μια ζωή τον Πατσίνο, έφτασα να ταυτιστώ μαζί του. Όταν ήμουν νεότερος, είχα μια αφίσα του από τον Σημαδεμένο σε έναν τοίχο του διαμερίσματός μου. Κάτι το οποίο, το παραδέχομαι, δεν ήταν ασυνήθιστο τότε, καθώς σε καμία περίπτωση δεν ήμουν ο μοναδικός στον κόσμο αγριεμένος νεαρός που «μετέφραζα» την υπερβολική προκλητικότητα του Τόνι Μοντάνα ως μια δικαιολογημένη αντίδραση στον ασφυκτικό κόσμο της επαγγελματικής ζωής και των ευθυνών που με περίμεναν – το γεγονός ότι ο Τόνι είναι ένας δολοφόνος που το μυαλό του έχει θολώσει από την κοκαΐνη, μου πήρε λίγο περισσότερο χρόνο για να το συνειδητοποιήσω. Έχουν περάσει δεκαετίες από τότε και την έχω ακόμη εκείνη την αφίσα – μόνο που τώρα έχει «μεταναστεύσει» στο υπόγειο της οικογενειακής μου οικίας. Πλέον, η «στάνταρ» εικόνα του Πατσίνο ως Τόνι Μοντάνα έχει αντικατασταθεί στο μυαλό μου από εκείνη του κομψά μουσάτου και βαριεστημένα αξιοπρεπούς πρώην κατάδικου Καρλίτο Μπριγκάντε, ο οποίος στην Υπόθεση Καρλίτο απλώς προσπαθεί να κάνει το σωστό και να γίνει ένας τίμιος άνθρωπος. Κάτι το οποίο, όπως τώρα συνειδητοποιώ, συμπίπτει με την εξιδανικευμένη εικόνα που έχω στο μυαλό μου για την πνευματική κατάσταση ενός μεσήλικα. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν κι άλλοι πολλοί, αμέτρητοι άνθρωποι που αισθάνονται, όπως κι εγώ, δεμένοι με τα έργα του Πατσίνο – να τι συμβαίνει όταν ένας ηθοποιός μπορεί να ρίξει τόσο πολύ φως στην ανθρώπινη συμπεριφορά όσο εκείνος. Και τώρα, με το Sonny Βoy, την αυτοβιογραφία του που μόλις κυκλοφόρησε (εκδ. Penguin), ρίχνει φως και στη δική του ανθρώπινη υπόσταση. Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα όμορφο ταξίδι. Όπως ακριβώς είναι και ο ίδιος. Ακολουθεί η συζήτησή μας.
Πριν από μερικά χρόνια είχα παρακολουθήσει μια συνέντευξή σας στην οποία αναφέρατε ότι σας είχε ζητηθεί να γράψετε ένα βιβλίο. Τότε είχατε απαντήσει πως δεν θέλατε να το κάνετε, επειδή η συγκεκριμένη προοπτική σάς φαινόταν βασανιστική. Τι άλλαξε στο διάστημα που ακολούθησε;
Τίποτα. Μετανιώνω που το έκανα. Ποιος θέλει να περνάει την ώρα του στήνοντας στον τοίχο τον ίδιο του τον εαυτό; Εννοώ, να ξυπνάει μέσα στη μέση της νύχτας, να τον πιάνουν τρέμουλα – σε λούζει κρύος ιδρώτας όταν σκέφτεσαι ότι δεν έπρεπε να κάνεις κάτι. Αλλά όταν το έκανα, αφηγούμουν την αλήθεια μου. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που ξέρω να κάνω.
Στο βιβλίο, λοιπόν, αναφέρετε μια φράση που έχει σημασία για εσάς. Την έχει πει κάποιος από τους Ιπτάμενους Βαλέντα, αυτή την περίφημη οικογένεια σχοινοβατών. Μπορείτε να τη μοιραστείτε μαζί μας;
Η φράση είναι η εξής: «Η ζωή συμβαίνει πάνω στο σχοινί. Τα υπόλοιπα αποτελούν απλώς αναμονή».
Το δικό σας σχοινί είναι η υποκριτική;
Ναι.
Στην Ένταση (1995) απέναντι από τον Ντε Νίρο, σε μία από τις πιο συναρπαστικές σκηνές της δεκαετίας. (Φωτογραφία: alamy)
«Η υποκριτική είναι ο χώρος όπου η ζωή είναι πιο έντονη και πιο ζωντανή». Θέλω να καταλάβω πώς γίνεται να ισχύει κάτι τέτοιο τη στιγμή που ένας ηθοποιός μπορεί να κάνει πρόβες, να πραγματοποιήσει μία ακόμα λήψη. Στην πραγματική ζωή, κανείς δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Γιατί, λοιπόν, να συμβαίνει η ζωή εντός του πλαισίου της υποκριτικής;
Επειδή, ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο, ένιωσα ότι η υποκριτική μού έσωσε τη ζωή – μιλάω για τον εαυτό μου. Ήξερα από μικρός ότι στον χώρο της υποκριτικής μπορούσα να κάνω κάτι. Πάρτε για παράδειγμα τον Μπάντι Ριτς, τον ντράμερ. Θεέ μου. Από τριών χρονών έπαιζε ντραμς. Τον άκουσα να παίζει σε μια συναυλία στο Κάρνεγκι Χολ, όπου είχα πάει για να δω τον Φρανκ Σινάτρα. Βγήκε πριν από τον Φρανκ και εγώ ήμουν σε μια φάση του τύπου «δεν θέλω να ακούσω έναν ντράμερ, θέλω να ακούσω τον Φρανκ». Ποιος θέλει να ακούσει έναν ντράμερ να σολάρει; Αυτή η στιγμή, λοιπόν, αποδείχθηκε ότι θα αναδεικνυόταν σε μία από τις πιο σπουδαίες στιγμές της ζωής μου! Κι αυτό γιατί, όταν ο Ριτς τελείωσε και πήρε τις δύο του μπαγκέτες, ακολούθησε η απόλυτη σιωπή. Και όλοι σε εκείνη την αίθουσα, εννοώ όλοι, σηκώθηκαν όρθιοι και άρχισαν να ουρλιάζουν! Χωρίς να το καταλάβω, είχα αρχίζει κι εγώ να ουρλιάζω! Βγαίνει, λοιπόν, μετά ο Σινάτρα, κοιτάζει το κοινό και λέει: «Βλέπετε τι συμβαίνει όταν επιμένεις να κάνεις ένα και μόνο πράγμα στη ζωή σου;».
Και αυτό το ένα πράγμα, για εσάς, ήταν η υποκριτική;
Ναι, και για τον Μπάντι Ριτς ήταν τα ντραμς, και για τον Σινάτρα ήταν το τραγούδι. Έτσι λειτουργούν αυτά τα πράγματα. Πρέπει να τα θέλεις.
Σε μια συναρπαστική συνέντευξη που είχε προκύψει από μια συνομιλία μεταξύ του Μάρλον Μπράντο και του Ντικ Κάβετ, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Μπράντο λέει ότι όλοι είναι ηθοποιοί και πως η υποκριτική δεν είναι τίποτα παραπάνω από την εξύμνηση του ψέματος. Τι γνώμη έχετε γι’ αυτό;
Νομίζω ότι είναι η εξύμνηση του να λες την αλήθεια. Δεν ξέρω καν ποια αλήθεια ψάχνει κανείς όταν ερμηνεύει έναν ρόλο. Αλλά η υποκριτική δεν έχει να κάνει με το να λες ψέματα. Έχει να κάνει με το να βρίσκεις την αλήθεια.
Επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω κάτι για μία από τις ερμηνείες σας.
Βεβαίως, ακούω.
Παρακολούθησα ξανά ένα σωρό πράγματα που έχετε κάνει.
Φτωχό μου παιδί.
Στο Άρωμα γυναίκας υπάρχει ένας μεγάλος μονόλογος στον οποίο λέτε: «Αν ήμουν ο άνδρας που ήμουν πριν από πέντε χρόνια, θα έπαιρνα μαζί μου ένα φλογοβόλο πριν έρθω εδώ!». Ενώ εκφωνείτε τον λόγο σας, στα κενά ανάμεσα στις λέξεις που εκστομίζετε, βλέπουμε στο πρόσωπό σας να ζωγραφίζονται ανεπαίσθητα μικροσυναισθήματα. Είναι κάτι που το κάνατε συνειδητά; Ή εκείνη τη στιγμή σάς έβγαινε κάτι που δεν είχατε τον πλήρη του έλεγχο;
Ναι. Αυτό είναι.
Το δεύτερο;
Αυτό είναι που συμβαίνει. Πάντοτε ένιωθα ότι για να απελευθερώσω το ασυνείδητό μου, για να μου επιτρέψω αυτή την ελευθερία, έπρεπε να κάνω αυτό που λέει η αγαπημένη μου φράση του Μιχαήλ Άγγελου: «Κύριε, ελευθέρωσέ με από τον εαυτό μου, για να σε ευχαριστήσω». Μόλις κατακτήσεις αυτή την ελευθερία, το ασυνείδητο πιάνει δουλειά. Ξέρετε, τα πράγματα απλώς συμβαίνουν. Τις προάλλες, πληροφορήθηκα ότι κάποιος κατάφερε να ακούσει τον ήχο της μεγάλης έκρηξης του Μπιγκ Μπανγκ που δημιούργησε το σύμπαν μας. Ναι, μπορείς να τον ακούσεις! Όταν μου το είπε ο γιος μου, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ένιωσα τόσο υπέροχα! Μου λέει: «Θέλεις να τον ακούσεις;». Κι εγώ του είπα: «Όχι, όχι, όχι». Μου αρκεί η ιδέα και μόνο ότι υπάρχει εκεί έξω και ότι συνέβη. Είμαστε αληθινοί! Υπάρχουμε! Αυτό είναι το σπουδαιότερο πράγμα! Πήγα για ύπνο «φτιαγμένος» από αυτό και μόνο το πράγμα. Όσον αφορά την ερώτησή σας, τώρα, ναι, έχω επίγνωση του ότι είμαι «της υπερβολής».
Στον ρόλο ενός κλειδαρά στην ταινία Η κρυφή ζωή του Μάνγκλχορν (2014). (Φωτογραφία: afp/visualhellas.gr)
Ένας ηθοποιός μού έχει αναφέρει ότι σε κάθε καλό σενάριο υπάρχει και μια σκηνή που κάνει τους ηθοποιούς να σκεφτούν «πώς στο διάολο θα το γυρίσω αυτό το πράγμα;» – μια φράση που είχε αποδώσει στη Μέριλ Στριπ. Το έχετε σκεφτεί ποτέ αυτό για κάποια σκηνή;
Ναι, το έχω αισθανθεί στο παρελθόν, έχω σκεφτεί κάτι του τύπου «όταν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, τι θα συμβεί;».
Το νιώσατε στη σκηνή της δολοφονίας του Σολόζο στον Νονό;
Όχι. Αυτά τα πράγματα είναι εύκολα.
Το να σκοτώνετε κάποιον;
Ναι, απλώς φτάνεις σε αυτό το σημείο του σεναρίου. Ο φίλος μου ο Τσάρλι [Σ.τ.Μ. ο Βρετανός ηθοποιός Τσαρλς Λότον] μου είχε πει: «Αλ, πώς θα πας εκεί μέσα με το τουπέ του αρχιμαφιόζου, πώς θα αντιμετωπίσεις όλους αυτούς τους σπουδαίους ηθοποιούς όπως ο [Ρόμπερτ] Ντιβάλ, όλους αυτούς τους ανθρώπους;». Κι εγώ του απάντησα, πολύ απλά, ότι είναι στο σενάριο. Λέω σε κάποιον «τελείωσες». «Τελείωσες!» Είναι κάτι που μπορείς να το πεις με ένα εκατομμύριο τρόπους.
Μια στιγμή, πείτε μου «τελείωσες» με τρεις διαφορετικούς τρόπους.
Όχι, οι ηθοποιοί δεν κάνουν τέτοια πράγματα.
Δεν σας αρέσει να σας λένε «μαϊμού, χόρεψε να σε καμαρώσω»;
[Γέλια] Εγώ είμαι που σου λέω: «Συνέντευξη! Συνέντευξη! Εμπρός, άσε με να σε δω να παίρνεις μια συνέντευξη!».
Μπορώ να το κάνω: Μιλήστε μου για την παιδική σας ηλικία, πείτε μου ποια ήταν η πρώτη γυναίκα που σας ράγισε την καρδιά…
[Γέλια] Σιχαίνομαι να μου κάνουν το πορτρέτο μου με αυτόν τον τρόπο. Πού είχαμε μείνει, λοιπόν;
Στον Τσάρλι Λότον.
Α, ναι, και μου λέει ο Λότον: Όταν παίζεις τον βασιλιά, όλοι σε αντιμετωπίζουν ως βασιλιά. Σου κάνουν υποκλίσεις και σου φιλούν το χέρι. Όλοι γύρω σου σε αντιμετωπίζουν σαν βασιλιά· δεν είσαι εσύ που συμπεριφέρεσαι ως τέτοιος. Κι αυτό το ένιωθα συνέχεια στον Νονό. Με κάποιον τρόπο, είναι ο ρόλος που μας δείχνει τον δρόμο.
Ως Μάικλ Κορλεόνε στο πρώτο μέρος του Νονού (1972). (Φωτογραφία: alamy)
Στο βιβλίο σας λέτε ότι μια ζωή οι σκηνοθέτες σάς πρόσβαλλαν. Μπορείτε να μου αναφέρετε ένα συγκεκριμένο περιστατικό;
Να σας δώσω ένα όνομα; Ο τύπος που σκηνοθέτησε αυτή τη σπουδαία ταινία για τον Μότσαρτ, το Αμαντέους.
Ο Μίλος Φόρμαν.
Ο Μίλος Φόρμαν! Είναι πραγματικά σπουδαίος. Ενώ δειπνούσαμε μαζί, γύρισε και μου είπε: «Πώς μπορείς και κάνεις τον Σημαδεμένο; Κάνεις τη Σκυλίσια μέρα και μετά τον Σημαδεμένο;». Ξέρετε ποιος άλλος μού το είπε αυτό; Ο αγαπημένος μου, ο Λουμέτ. Ο Σίντνεϊ Λουμέτ γύρισε και μου είπε: «Αλ, πώς γίνεται να έχεις φτάσει να κάνεις αυτές τις αηδίες;». Τόσο θυμωμένος μαζί μου ήταν. Παρότι εγώ είχα άλλη άποψη για τα πράγματα, λατρεύω το πάθος τους.
Κάποιος σας λέει «πώς το κάνεις αυτό» και εσείς απαντάτε «λατρεύω το ότι παθιάζεσαι»; Είστε ανοιχτόμυαλος άνθρωπος!
Ναι, και δόξα τω Θεώ που μας λυπάται, είναι μία από τις πιο επιτυχημένες ταινίες που έχω κάνει ποτέ.
Ο Σημαδεμένος.
Και συνεχίζει να γνωρίζει επιτυχία.
Αναρωτιέμαι αν ο Σημαδεμένος υπήρξε καθοριστικός στον τρόπο που ασκείτε την τέχνη σας. Αυτό το λέω γιατί σε αυτή την ταινία είναι που, για πρώτη φορά, γίνατε πραγματικά οπερατικός, που του δώσατε και κατάλαβε. Αν παρατηρήσει κανείς τις ερμηνείες σας που τον ακολούθησαν, θα διαπιστώσει ότι έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι «μεγαλειώδεις».
Ναι, την έχω αυτή τη φήμη. Κάποια πράγματα που έκανα όσο ήμουν ακόμη μαθητής –δεκατεσσάρων, δεκαπέντε ετών– αποτελούν τα καλύτερα δείγματα ολόκληρης της δουλειάς μου ως ηθοποιού. Όχι τις καλύτερες στιγμές μου. Τις πιο εμπνευσμένες στιγμές μου. Επειδή έμπαινα τόσο μέσα στα πράγματα. Γι’ αυτό και η δασκάλα μου πήγε και μίλησε στη μαμά μου· ήρθε στο σπίτι μας για να της πει ότι έπρεπε να το κυνηγήσω αυτό το πράγμα. Αυτό στο οποίο θέλω να καταλήξω είναι ότι ο Σημαδεμένος έγινε με εκείνον τον τρόπο. Ο Σημαδεμένος προέκυψε, πραγματικά, από ένα «άλλο μέρος».
Θα υπάρχουν και σκηνοθέτες που θα σας έχουν πει, έχοντας στο μυαλό τους άλλους ρόλους που έχετε ερμηνεύσει, κάτι του τύπου: «Παίξ’ το πιο πολύ σαν τον Αλ Πατσίνο». Τι νομίζετε ότι μπορεί να σημαίνει αυτή η προτροπή;
Το να φωνάζω περισσότερο [γέλια]. Δεν μπορώ να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση. Κανείς δεν μου το έχει πει ποτέ αυτό. Μου έλεγαν, όντως, πράγματα όταν έκανα θέατρο· και έπρεπε να προσαρμοστώ στις υποδείξεις τους. Κάποτε, όταν ήμουν νέος, ήρθε ένας σκηνοθέτης και άρχισε να μου λέει: «Ο χαρακτήρας που ερμηνεύεις έκανε αυτό και σε αυτό το σημείο αισθάνεται έτσι και κάνει το άλλο». Του απαντάω κι εγώ, λοιπόν: «Φαίνεται να ταυτίζεσαι πραγματικά με αυτό το άτομο». Αυτός μου κάνει «Τι;» κι εγώ του αποκρίνομαι: «Ίσως θα έπρεπε να τον παίξεις εσύ». Ακολούθησε νεκρική σιωπή. Δεν μου αρέσουν οι συζητήσεις αυτού του είδους. Ένας σκηνοθέτης που σε σκηνοθετεί και σε βοηθάει με τον ρόλο σου, να σου λέει πώς να τον προσεγγίσεις; Δεν το καταλαβαίνω αυτό. Τότε, για να έχουμε καλό ερώτημα, γιατί μου τον ανέθεσες;
Στον Ιρλανδό (2019) ο Πατσίνο συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Μάρτιν Σκορσέζε. (Φωτογραφία: alamy)
Υπάρχει κάποια σπουδαία παρατήρηση που να σας έκανε ποτέ κάποιος σκηνοθέτης;
Μία από τις καλύτερες παρατηρήσεις που μου έκαναν ποτέ ήταν από τον Λι Στράσμπεργκ όταν γυρίζαμε τη Δικαιοσύνη για όλους. Ενώ γύριζα μια σκηνή, ο Λι έσκυψε προς το μέρος μου και μου είπε: «Ντάρλινγκ, πρέπει να μάθεις τις ατάκες σου».
Φαίνεται καλή συμβουλή.
Εξαιρετική συμβουλή!
Στο βιβλίο σας ξεχώρισα το τσιτάτο: «Υπάρχει η γενική πεποίθηση ότι είμαι ή ήμουν εθισμένος στην κοκαΐνη».
[Γέλια.]
Δεν το είχα ξανακούσει αυτό. Ποιος πιστεύει ότι είστε εθισμένος στην κοκαΐνη;
Δεν ξέρω, το υπέθεσα. Το άκουσα κάπου. Ο κόσμος σοκάρεται όταν μαθαίνει ότι δεν κάνω κοκαΐνη. Ποτέ στη ζωή μου δεν έκανα κοκαΐνη.
Ποιος σοκάρεται, δηλαδή; Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;
Μακάρι να ήξερα, παρότι έχω κι εγώ τους πληροφοριοδότες μου. Δεν είμαι ο τύπος που πρέπει να πάρει κόκα. Δεν χρειάζομαι τίποτα για να «ανέβω».
Ξεκάθαρα. Επίσης, σε πολλές ταινίες σας υπάρχει μια ευκαιρία, συνήθως ένας μονόλογος σε κάποια κλιμάκωση της δράσης, όπου μπορείτε να κάνετε τα «δικά σας». Στο Σίτι χολ υπάρχει αυτή η σπουδαία ομιλία σας που λέτε: «Επιλέγω να αντεπιτεθώ!»
Ναι, ναι, ναι, ναι.
Ή στο Κάθε Κυριακή που λέτε: «Μερικές ίντσες είναι που χωρίζουν τη ζωή από τον θάνατο».
Ω, ναι!
Ή στον Δικηγόρο του διαβόλου: «Ο Θεός… είναι ένας απών ιδιοκτήτης!».
Θεέ μου!
Όταν βλέπετε τέτοια κομμάτια σε ένα σενάριο, πρέπει να γνωρίζετε ότι με αυτά είναι που θα δώσετε στον κόσμο εκείνο που θέλει από εσάς.
Ακριβώς. Γι’ αυτά πηγαίνει πολύς κόσμος να δει μια ταινία στην οποία παίζω. Σε πολλούς άλλους ανθρώπους, βέβαια, δεν τους αρέσουν. Μερικές φορές το παρατραβάω. Πραγματικά πιστεύω ότι μπορώ να κατεβάσω λιγάκι τους τόνους. Όντως. Εκλάβετέ το ως ειλικρινή εξομολόγηση.
Δεκτόν.
Ε, ναι, όλα έχουν και κάποιο όριο.
Ο θρυλικός Σέρπικο στην ομώνυμη ταινία του 1973 (με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη). (Φωτογραφία: afp/visualhellas.gr)
Θέλω να σας κάνω και μια ερώτηση περί χρήματος. Στο βιβλίο σας περιγράφετε πώς ήταν να μεγαλώνετε ως φτωχός, αλλά και πώς, στη δεκαετία του 2000, χάσατε ένα σωρό χρήματα επειδή ο λογιστής σας σάς εξαπάτησε. Ακόμη και πριν από αυτό το γεγονός, όμως, ξοδεύατε αλόγιστα τριακόσιες και τετρακόσιες χιλιάδες δολάρια τον μήνα, ενώ ο κηπουρός σας αμειβόταν με τετρακόσιες χιλιάδες δολάρια τον χρόνο. Όλα αυτά με έκαναν να σκεφτώ: «Ποια είναι η σχέση αυτού του ανθρώπου με το χρήμα»;
Ω, δεν θέλετε να ξέρετε. Μπορεί να είναι πιασάρικο αυτό που μόλις είπα ως ατάκα [Γέλια]. Είναι μια σχέση που πάει κατά διαόλου, αυτό είναι σίγουρο!
Το γεγονός ότι μεγαλώσατε με τον τρόπο που μεγαλώσατε, σε ένα περιβάλλον όπου τα χρήματα δεν ήταν εύκολα διαθέσιμα, διαμόρφωσε την κατοπινή σας σχέση με το χρήμα;
Είμαι από τους ανθρώπους που, αν δεν καταλαβαίνουν κάτι πολύ καλά, το αποφεύγουν. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο πατέρας μου, τον οποίο δεν γνώριζα πραγματικά, ήταν λογιστής· και πολύ καλός λογιστής, μάλιστα. Οπότε, κατά κάποιον τρόπο, ήξερε να χειρίζεται το χρήμα. Εγώ, από την άλλη, απομακρύνθηκα από το χρήμα γιατί ήμουν πάντα απορροφημένος από τη δουλειά μου ή από άλλα πράγματα που δεν είχαν καμία σχέση με τα λεφτά. Το ρητό που λέει «ένας ηλίθιος και τα χρήματά του σύντομα χωρίζουν» βρίσκει εξαιρετική εφαρμογή στην περίπτωσή μου.
Γράφετε, επίσης, ότι κάποια στιγμή αρχίσατε να αναλαμβάνετε ρόλους για να πληρώνετε γραμμάτια. Πώς καλιμπράρατε πόσο από τον εαυτό σας άξιζε να δώσετε σε μια ερμηνεία σας υπό αυτές τις συνθήκες; Ρωτάω επειδή εμένα μου φαίνεται ότι θα ήταν αδύνατο ή απερίσκεπτο το να δώσετε την ίδια ενέργεια ή να προσεγγίσετε τον ρόλο σας στο Ου φονεύσεις ή στα 88 λεπτά με τον ίδιο τρόπο που το είχατε κάνει στο Σέρπικο ή στη Σκυλίσια μέρα.
Ό,τι κάνω, προσπαθώ να το κάνω με τον καλύτερο τρόπο που μπορεί να γίνει. Ενδεχομένως, βέβαια, κάποιοι να ξύνουν το κεφάλι τους και να αναρωτιούνται για το τι κάνω και γιατί υποβάλλω τον εαυτό μου σε τόσο πολλές δοκιμασίες για να ερμηνεύσω έναν τέτοιο ρόλο. Εγώ, όμως, αυτά τα πράγματα τα προσεγγίζω με το σκεπτικό τού «τι μπορώ να κάνω με μια τέτοια ταινία;». Επίσης, απολαμβάνω την ιδέα –ή, ίσως, πείθω τον εαυτό μου ότι απολαμβάνει την ιδέα– τού να βρίσκομαι στην αίθουσα του μοντάζ αφού τελειώσουν τα γυρίσματα, για να τη διορθώσω. Μερικές φορές, μάλιστα, έφτανα να βάζω δικά μου χρήματα σε μια ταινία που έκανα, για να κερδίσω χρήματα. Αυτό το έκανα για να διαπιστώσω αν μπορώ να τη φτάσω σε ένα επίπεδο μέτριο. Και κάπου εδώ πρέπει να πω ότι, αυτή τη στιγμή, ο τρόπος που γίνονται οι ταινίες αλλάζει λόγω των πλατφορμών streaming.
Στον Σημαδεμένο (1983), στον ρόλο του Τόνι Μοντάνα. (Φωτογραφία: afp/visualhellas.gr)
Με ποιον τρόπο;
Υπάρχει περισσότερη δουλειά για όλους, αλλά η ποιότητά της έχει αλλάξει λίγο. Τα πράγματα φαίνεται να γίνονται λίγο πιο βιαστικά. Τα πάντα λειτουργούν σαν να παιρνούν πάνω από ένα, πώς το λένε αυτό το πράγμα από την ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν;
Ιμάντα αυτοματοποιημένης παραγωγής. (Ο Πατσίνο αναφέρεται στους Μοντέρνους καιρούς, την ταινία όπου ο Τσάπλιν εργάζεται σε ένα εργοστάσιο.)
Ιμάντα αυτοματοποιημένης παραγωγής, σωστά. Μερικές από αυτές τις ταινίες, λοιπόν, προσπαθείς να τις φέρεις σε ένα επίπεδο όπου να μπορείς να επιχειρήσεις να βρεις το πιο ενδιαφέρον τους στοιχείο και να του επιτρέψεις να ανθίσει. Αυτό επιδιώκεις.
Διάβαζα, που λέτε, τα ημερολόγια του Ρίτσαρντ Μπάρτον. Τα διαβάσατε ποτέ;
Λίγο. Λατρεύω τον Ρίτσαρντ Μπάρτον.
Το ξέρω ότι τον αγαπάτε. Στα ημερολόγιά του αναφέρει ότι σπατάλησε το ταλέντο του παίζοντας σε πράγματα που ήταν κατώτερα των ικανοτήτων του. Πώς εσείς το αποφεύγατε αυτό;
Απλώς έψαχνα να βρω κάτι με το οποίο να μπορώ να ταυτιστώ και να μου δημιουργεί την επιθυμία να θέλω να το κάνω. Στους αθλητές, αν τους τύχει μια στραβή, η καριέρα τους μπορεί να επηρεαστεί με έναν τρόπο μετρήσιμο ή να τελειώσει. Ένας ηθοποιός, όμως, μπορεί να κυνηγήσει την καριέρα του μέσα από διαφορετικούς ρόλους. Αυτή τη στιγμή κάνω μια διασκευή του Ληρ. Προσπαθώ να μείνω σε τέτοιου είδους πράγματα. Κι αυτό επειδή πέρασα μια περίοδο που βρέθηκα σε μια θέση στην οποία έχουν βρεθεί και άλλοι ηθοποιοί, οι οποίοι μερικές φορές έκαναν πράγματα για οικονομικούς λόγους, αλλά και επειδή, πολύ απλά, δεν ήθελαν να κάθονται άπραγοι. Υπάρχει αυτή η επιθυμία τού να βρεις κάτι που θα σε κρατάει απασχολημένο. Είμαι σίγουρος ότι άλλοι ηθοποιοί θα έλεγαν άλλα πράγματα για να εξηγήσουν διάφορα που έκαναν. Κάποιοι ηθοποιοί, όμως, δεν μπορούν να ωραιοποιούν πράγματα. Κι εγώ ήμουν ένας από αυτούς. Ακόμα είμαι, κατά κάποιον τρόπο. Υπάρχει «κάτι» στο να ωραιοποιείς αυτό που κάνεις – είναι σαν να αποκαλύπτεσαι. Γι’ αυτό και δεν μου άρεσαν πολύ οι συνεντεύξεις. Σκεφτόμουν ότι αυτό που έκαναν ήταν το να εκθέτουν ένα κομμάτι του εαυτού τους.
(Φωτογραφία: Philip Montgomery/The New York Times)
Αισθάνεστε άνετα ή άβολα με το γεγονός ότι γερνάτε;
Δεν ξέρω τι στο διάολο σημαίνει να γερνάς. Μου φαίνεται παράλογο και τρελό. Μερικές φορές αναρωτιέμαι γιατί να μην μπορώ να βρω κάποια στεροειδή που να μη σκοτώνουν. Πήρα μερικά όταν πέρασα πολύ άσχημα έναν κορωνοϊό.
Παραλίγο να πεθάνετε.
Ναι. Μου είπαν ότι ο σφυγμός μου είχε χαθεί. Η φάση ήταν «τώρα είσαι ζωντανός, το επόμενο δευτερόλεπτο σε χάσαμε». Σκέφτηκα: «Ουάου, δεν περνούν καν από μπροστά σου οι αναμνήσεις σου. Δεν συμβαίνει τίποτα. Ήταν πολύ παράξενο».
Προς το τέλος του βιβλίου, υπάρχουν μερικά συγκινητικά αποσπάσματα για τον μικρότερο γιο σας, τον Ρομάν. Είναι ενός, ενάμισι έτους;
Ήταν μικρότερος όταν τον σκεφτόμουν και έγραφα τα συγκεκριμένα πράγματα. Είναι λίγο μεγαλύτερος τώρα. Μαθαίνει πράγματα.
Αναρωτήθηκα αν, όταν γράφατε το βιβλίο σας, κατά βάθος σκεφτόσασταν και ότι θέλετε να πείτε την ιστορία σας με τα δικά σας λόγια, για να μείνει σε εκείνον. Είναι τόσο μικρός τώρα…
Φυσικά και αυτός είναι ένας από τους λόγους που έγραψα το βιβλίο. Και ένα κόλπο για να μείνω κι εγώ ο ίδιος λίγο περισσότερο σε αυτόν τον κόσμο, αν είναι δυνατόν.
Αυτό που θα σας ρωτήσω πιθανόν να είναι πέραν του ενδιαφέροντός σας ψυχαναλυτικό. Πιστεύετε, όμως, ότι ενδέχεται η απόκτηση ενός παιδιού στα ογδόντα τρία σας χρόνια να αποτέλεσε και μια αντίδραση στη συνειδητοποίηση της δικής σας θνητότητας;
Ουάου, αυτό που είπατε ήταν το κάτι άλλο. Πρέπει πραγματικά να το σκεφτώ. Δεν ξέρω. Ίσως; Δεν το καταλαβαίνω καν.
Τι να καταλάβετε;
Όταν είδα το μωρό τη στιγμή που γεννήθηκε και τον τρόπο που απλώς υπήρχε… Πλέον, τα βλέπω διαφορετικά τα πράγματα. Κοιτάζω το παιδί μου και είναι σαν να αναρωτιέμαι τι είναι αυτό. Κι αυτό είναι τόσο καταπληκτικό! Γι’ αυτό και ενθουσιάστηκα τόσο πολύ που κάποιος μπορεί να ακούσει το Μπιγκ Μπανγκ. Επειδή σκέφτηκα ότι δεν πρόκειται να πεθάνω! [Γέλια] Δεν εννοώ κυριολεκτικά. Εννοώ πνευματικά. Υπάρχει κάτι εκεί έξω που είναι μεγαλύτερο από εμάς! Δεν μπορείς να πεις αν είναι «καλύτερο», γιατί δεν το γνωρίζεις πραγματικά, αλλά κάτι συμβαίνει εκεί έξω που ξεπερνά ό,τι μπορούμε να κατανοήσουμε.
Αν ήταν να παίξω τον Αλ Πατσίνο, τι συμβουλές θα μου…
Στη ζωή σας ή σε κάποια ταινία;
Σε οτιδήποτε.
Δεν ξέρω. Θα υποδυόσουν εμένα;
Ναι. Ποιο είναι το μυστικό;
Θα πρέπει να πας σε κάποια από αυτά τα ψυχιατρεία και να μελετήσεις κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους.
Αυτή τη στιγμή δουλεύετε μια κινηματογραφική μεταφορά του Βασιλιά Ληρ. Δεν έχετε ξανακάνει ποτέ τον Ληρ, σωστά;
Όχι, δεν έχω ενσαρκώσει ποτέ τον βασιλιά Ληρ. Τον απέφευγα για χρόνια. Πριν από μία δεκαετία δεν μου προκαλούσε κανένα ενδιαφέρον. Μετά άρχισα να μελετάω συνέχεια το έργο, το είδα και στη σκηνή μερικές φορές κι έτσι κατέληξα να το γνωρίσω εις βάθος. Μεγάλωσα κιόλας, στο μεταξύ, και κάποια πράγματα, όχι ότι είναι πιο εύκολα, αλλά τα κατανοώ καλύτερα.
Πώς κατανοείτε τον Ληρ;
Δεν μπορώ να το εξηγήσω έτσι απλά. Κατανοώ τον Ληρ, αλλά ο τρόπος που συμβαίνει αυτό είναι ένα μυστικό μου.
Θέλω να επιστρέψω στην εμπειρία σας με τον κορωνοϊό που σας έφερε κοντά στον θάνατο.
Τέλεια! Θα ήθελα πολύ να επανέλθουμε σε αυτή την εμπειρία.
Πείτε μου τι συνέβη.
Αυτό που συνέβη ήταν ότι δεν αισθανόμουν καλά – ασυνήθιστα όχι καλά. Έπειτα είχα πυρετό και αφυδατώθηκα, και όλα αυτά. Έβαλα, λοιπόν, κάποιον να μου φέρει μια νοσοκόμα στο σπίτι. Κι εκεί που καθόμουν, έτσι απλά, «έφυγα». Δεν είχα σφυγμό. Το ασθενοφόρο έφτασε μπροστά στο σπίτι μου μέσα σε λίγα λεπτά. Στο σαλόνι μου βρέθηκαν, θαρρώ, έξι τραυματιοφορείς και δύο γιατροί, που φορούσαν αυτές τις στολές που τους έκανε να μοιάζουν με αστροναύτες ή κάτι τέτοιο. Ήταν κάπως σοκαριστικό το να ανοίγεις τα μάτια σου και να αντικρίζεις αυτό το θέαμα. Με είχαν περικυκλώσει και έλεγαν: «Επέστρεψε. Είναι εδώ».
Είχε κάποια μεταφυσική διάσταση αυτή η εμπειρία;
Ναι, όντως είχε. Δεν είδα το περίφημο λευκό φως ή οτιδήποτε άλλο. Δεν υπάρχει τίποτα να δεις. Όπως λέει και ο Άμλετ, «να ζει κανείς ή να μη ζει;»· «ο τόπος ο άγνωστος, όπου ποτέ κανένας ταξιδιώτης ακόμη δεν εγύρισεν από τα σύνορά του». Και λέει και ένα «ιδού» [Σ.τ.Μ. Για την απόδοση των συγκεκριμένων χωρίων χρησιμοποιούμε τη μετάφραση του Δημητρίου Βικέλα, με απλοποιημένη ορθογραφία]. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Πάει, έφυγες. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό στη ζωή μου. Αλλά ξέρετε πώς είναι με τους ηθοποιούς… Ακούγεται ωραίο το να μπορείς να πεις ότι κάποτε πέθανες. Τι υπάρχει όταν δεν υπάρχει τίποτε άλλο;
Έχετε να αφήσετε πίσω το έργο σας, βέβαια, στο οποίο ο κόσμος θα επιστρέφει. Αυτό σας δίνει καθόλου παρηγοριά;
Ε, ναι, όπως και το να έχεις αποκτήσει παιδιά είναι μια παρηγοριά. Είναι φυσικό, υποθέτω, το να αλλάζει ο τρόπος που βλέπεις τον θάνατο καθώς μεγαλώνεις. Ο θάνατος απλώς συμβαίνει. Δεν τον επιθυμώ. Απλώς έρχεται, όπως πολλά πράγματα στη ζωή μας απλώς έρχονται.
Δεν θέλω να γίνομαι μακάβριος, αλλά…
Δεν βρίσκω αυτή την κουβέντα μακάβρια, φίλε μου.
Θα περάσει αρκετός καιρός μέχρι ο μικρότερος γιος σας να μεγαλώσει αρκετά για να είναι έτοιμος να δει μερικές από τις καλύτερες ταινίες σας. Ποια θα πρέπει να παρακολουθήσει για να δει τι ήταν ικανός να κάνει ο πατέρας του;
Νομίζω ότι θα πρέπει να ξεκινήσει με τον Άνταμ Σάντλερ.
Με τον Τζακ και την Τζιλ.
Νομίζω ότι είναι μια ταινία που έχει πλάκα. Ήρθε σε μια στιγμή της ζωής μου που τη χρειαζόμουν αυτή την ταινία, καθώς είχα ανακαλύψει πως μου είχαν τελειώσει τα χρήματα. Ο λογιστής μου ήταν στη φυλακή και χρειαζόταν να κάνω κάτι επειγόντως. Έτσι είπα το «ναι». Υπάρχει και κάτι άλλο το ξεχωριστό σε αυτή την ταινία, καθώς με έβαλαν να γυρίσω μια ψεύτικη διαφήμιση για τα Dunkin’ Donuts. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτή η διαφήμιση είναι πραγματική;
Είπατε ότι πιστεύετε πως τις καλύτερες ερμηνείες σας τις κάνατε όταν ήσασταν παιδί, επειδή νιώθατε μεγάλη ελευθερία. Στα ογδόντα τέσσερά σας, αισθάνεστε ελεύθερος;
Εξαρτάται από τον ρόλο. Εξαρτάται από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι. Συνήθως, όταν γυρίζω ταινίες, δεν απολαμβάνω τη διαδικασία. Τα γυρίσματα, βέβαια, μπορεί να είναι μεν ανιαρά, αλλά πάντα μπορείς να πας στο τροχόσπιτό σου και να κάνεις ό,τι θέλεις. Έχω ακόμα και τηλεόραση εκεί μέσα. Υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα στο YouTube. Έχω, επίσης, για συντροφιά τον Ίψεν, τον Τσέχοφ, τον Στρίντμπεργκ. Μου αρέσει ακόμα και το TikTok. Είδα, ας πούμε, εκεί μέσα ένα δεκατετράχρονο κορίτσι που ήταν κουφό σε όλη του τη ζωή και της έκαναν κάτι και πραγματικά άρχισε να ακούει για πρώτη φορά! Μου αρέσουν και τα βίντεο με τα σκυλιά που κάποιος τα σώζει: Βλέπεις τον τύπο να χάνεται κάπου και έπειτα να επιστρέφει με ένα όμορφο, λυπημένο σκυλί.
Είστε ψυχούλα…
Τα λατρεύω αυτά τα πράγματα!
Θέλω να επαναφέρω τη συζήτησή μας σε ένα σημείο κοντά σε αυτό που την ξεκινήσαμε. Έχω έτοιμο για στριμάρισμα το αρχείο με τον ήχο του Μπιγκ Μπανγκ. Είστε έτοιμος να το ακούσετε;
Δεν θέλω να το ακούσω, φίλε μου. Με αναστατώνει τόσο πολύ. Με τρομοκρατεί. Αλλά αγαπώ το ότι υπάρχει. Από κάπου ξεκίνησε αυτός ο κόσμος. Κάτι τον γέννησε! Αυτό είναι και το συναρπαστικό: μόλις το είδα! Είδα την αρχή! Ω, Θεέ μου – έτσι θα κάνω τον Ληρ.
Το Sonny Boy κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Penguin.