Του Παύλου Ξανθούλη
«Πρόβα νυφικού, με εμπλοκή όλων των ενδιαφερομένων, σε πολιτικό και επιχειρηματικό επίπεδο» εκτυλίσσεται μεταξύ Βρυξελλών και Άγκυρας, προς την κατεύθυνση αναβάθμισης της Τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας. Πηγή στην έδρα της Ε.Ε. ανέφερε στην «Κ» ότι «τα πρόσφατα ανοίγματα της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προς το καθεστώς Ερντογάν στις 17 Δεκεμβρίου, με επίκεντρο την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας, δεν αποτελούν μεμονωμένο γεγονός, αλλά εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο ενεργοποίησης των διαδικασιών για προώθηση του εν λόγω ευρωτουρκικού ντοσιέ». Σύμφωνα με την ίδια πηγή, «προπομπός της επίσκεψης φον ντερ Λάιεν στην Άγκυρα, αποτέλεσε ουσιαστική συζήτηση της αναβάθμισης της Τελωνειακής Ένωσης, μεταξύ του επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Κομισιόν στην Τουρκία Thomas Hans Ossowski, εκπροσώπων μεγάλου αριθμού κρατών-μελών της Ε.Ε., ως επίσης και της TUSIAD, του πανίσχυρου συνδέσμου επιχειρηματιών και βιομηχάνων της χώρας». Η συνάντηση που έλαβε μορφή προγεύματος εργασίας, πραγματοποιήθηκε μόλις έξι μέρες πριν από την επίσκεψη φον ντερ Λάιεν στην Τουρκία και εστιάστηκε στην αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης, που εκτιμάται ότι θα αποφέρει τεράστια οικονομικά οφέλη στην Τουρκία και σε πολλά κράτη-μέλη. Όπως μάλιστα αναφέρουν συναφείς πληροφορίες της «Κ», εν συνεχεία, στη συνάντηση της προέδρου της Κομισιόν με τον πρόεδρο της Τουρκίας, «ο Ταγίπ Ερντογάν ζήτησε επίσπευση των διαδικασιών αναβάθμισης/ εκμοντερνισμού της Τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας», καθώς όπως εκτιμάται θα οδηγήσει σε υπερδιπλασιασμό του όγκου ευρωτουρκικών εμπορικών συναλλαγών, ο οποίος «έκλεισε» στα 206 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (2023).
Η Λευκωσία θεωρεί ότι η αναβάθμιση της Τελωνειακής Eνωσης δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι στη δημόσια τοποθέτησή της, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αισθάνθηκε την ανάγκη να αναφέρει ότι «προσβλέπω στην επανέναρξη των συζητήσεων για μια αναβαθμισμένη Τελωνειακή Ένωση», προσθέτοντας ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μια σειρά εμπορικών εμποδίων. Σημείωσε ακόμη και ότι «ζήτησα από τον επίτροπο Μάρος Σέφτσοβιτς να εργαστεί μαζί σας επί του προκειμένου», ενεργοποιώντας τον αρμόδιο επίτροπο και τις υπηρεσίες του να συνεργαστούν με τις τουρκικές αρχές.
Πηγή στην έδρα της Ε.Ε. διευκρίνισε, μιλώντας στην «Κ», ότι στις επικείμενες συζητήσεις Άγκυρας-Κομισιόν (υπό τον Επίτροπο Σέφτσοβιτς), αναμένεται να επιχειρηθεί να ξεπεραστούν τα «πρακτικά εμπόδια» στα οποία αναφέρθηκε η πρόεδρος φον ντερ Λάιεν. Παράλληλα, σημείωσε ότι «τόσο σε πολιτικό επίπεδο, όσο και σε επιχειρηματικό επίπεδο, διαπιστώνεται κοινή αντίληψη για τις θετικές προοπτικές που διανοίγονται μέσα από την πιθανή αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας».
Φρόντισε δε να αναφέρει ότι και στις 7 Ιουλίου, «παράλληλα με τον πρώτο Υψηλό Πολιτικό διάλογο Ε.Ε.-Τουρκίας για το εμπόριο, πραγματοποιήθηκε και “συνάντηση στρογγυλής τράπεζας” μεταξύ επιχειρηματιών από την Ε.Ε. και την Τουρκία, με βασικό αντικείμενο την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης της χώρας», γεγονός που καταδεικνύει, αν μη τι άλλο, την τάση που επικρατεί για προώθηση του εν λόγω ευρωτουρκικού ντοσιέ. Όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο, αλλά και σε επιχειρηματικό, με την πρόσκληση και συμμετοχή επιχειρηματιών από χώρες της Ε.Ε. και της Τουρκίας, υπό την ομπρέλα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ρωσία και Κυπριακό
Αν και όλα αυτά καταδεικνύουν ότι «οι Βρυξέλλες είναι ζεστές γύρω από το ζήτημα της αναβάθμισης της Τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας», αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν πρακτικά ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν και ότι το όλο εγχείρημα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί με συνοπτικές διαδικασίες. Όπως αναφέρουν πληροφορίες της «Κ», τα πρακτικά προβλήματα, περιλαμβανομένων και εμπορικών συμφωνιών της Τουρκίας με τρίτες χώρες, θα πρέπει να τύχουν διαχείρισης και ευθυγράμμισης με το νέο, επιδιωκόμενο καθεστώς, της αναβαθμισμένης Τελωνειακής Ένωσης. Αυτά τα πρακτικά ζητήματα, στα οποία εμπίπτει και ο «καθορισμός μηχανισμού επίλυσης διαφορών μεταξύ Ε.Ε.-Τουρκίας» για θέματα Τελωνειακής Ένωσης, αποτελούν τα βασικά προβλήματα που θα επιχειρηθεί να ρυθμιστούν στο πλαίσιο των συζητήσεων Κομισιόν-Άγκυρας. Το ίδιο ισχύει για τη λήψη μέτρων προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και ο δίκαιος ανταγωνισμός.
Πέραν των πιο πάνω ζητημάτων που θεωρούνται τα πλέον κεφαλαιώδη, υπάρχουν και δύο πολιτικά ζητήματα, τα οποία έχουν συσχετιστεί με την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης Ε.Ε.-Τουρκίας και αναφέρονται στο έγγραφο Μπορέλ/Κομισιόν με τη σειρά που τα παραθέτουμε, αντανακλώντας αναλογικά και τη σημασία που τους προσδίδεται:
• Το πρώτο είναι η ρητή υπόδειξη προς την Άγκυρα να μη συμβάλλει στην καταστρατήγηση των κυρώσεων που έχει επιβάλει η Ε.Ε. στη Ρωσία. Όπως έλεγε στην «Κ» ξένη διπλωματική πηγή, «αν και η Άγκυρα παρείχε διευκολύνσεις στη Μόσχα που σε αρκετές περιπτώσεις οδήγησαν στην καταστρατήγηση των κυρώσεων της Ε.Ε., εντούτοις, το τελευταίο διάστημα, υπάρχει σαφής βελτίωση και βούληση για ευθυγράμμιση με τις θέσεις της Ένωσης. Το ζήτημα αυτό θεωρείται ότι βρίσκεται σε τροχιά διευθέτησης», σημείωσε η ίδια πηγή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
• Το δεύτερο επιχειρεί έναν επικίνδυνο συσχετισμό μεταξύ της αναβάθμισης της Τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας και του Κυπριακού, ο οποίος εξαντλείται σε ένα «ευνοϊκό περιβάλλον» για επανέναρξη της διαδικασίας των συνομιλιών. Το ευρωπαϊκό έγγραφο Μπορέλ/Κομισιόν αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «σε ένα ευρύτερο ευνοϊκό περιβάλλον για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων διευθέτησης του Κυπριακού, το Συμβούλιο θα πρέπει να εγκρίνει τις διαπραγματευτικές οδηγίες και να εξουσιοδοτήσει την Κομισιόν να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για τον εκσυγχρονισμό της Τελωνειακής Ένωσης» της Τουρκίας. Με άλλα λόγια, το κοινοτικό έγγραφο που ομόφωνα υποδέχθηκαν τα 27 κράτη-μέλη, καθιστά σαφές ότι αρκεί απλώς ένα «ευνοϊκό περιβάλλον» για επανέναρξη διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό, ώστε να δημιουργηθεί υποχρέωση των κρατών-μελών να εγκρίνουν τις διαπραγματευτικές οδηγίες και να δρομολογηθεί η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης. Απλώς λοιπόν «ένα ευνοϊκό περιβάλλον»! Όχι για λύση του Κυπριακού, αλλά μόνο για την επανέναρξη διαπραγματεύσεων! Κάτι που έχει αποδεχθεί και προσυπογράψει η κυπριακή κυβέρνηση, επιτρέποντας σε κύκλους των Βρυξελλών να διατείνονται ότι «το περιβάλλον είναι ήδη ευνοϊκό (!), καθώς η Άγκυρα έχει τερματίσει τις (σ.σ. έκνομες) ενέργειές της στην κυπριακή ΑΟΖ και δεν αρνείται την ανάγκη διευθέτησης του κυπριακού προβλήματος». Παρακάμπτοντας δηλαδή το ζήτημα της μορφής της λύσης και της εμμονής της Τουρκίας στην εξασφάλιση κυριαρχικής ισότητας της ούτω καλούμενης «ΤΔΒΚ», ζητήματα τα οποία δυστυχώς δεν διασυνδέονται σε κανένα σημείο του εγγράφου με την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης.
Σε κάθε περίπτωση, αν και τα ευρωπαϊκά έγγραφα που προσυπέγραψε η κυπριακή κυβέρνηση δεν λένε ψέματα, η Λευκωσία θεωρεί ότι η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Κυπριακής Δημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι δυνατόν να παρακαμφθεί σε ένα τέτοιο κεφαλαιώδες ζήτημα, το οποίο άπτεται των ζωτικών της συμφερόντων.
Η κυπριακή κυβέρνηση έχει στην πραγματικότητα κάθε δίκαιο να ζητάει τη διασύνδεση του Κυπριακού και της αναβάθμισης της Τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας, κάτι ωστόσο που δεν διεκδίκησε επαρκώς ούτε τον περασμένο Απρίλιο στη Σύνοδο Κορυφής, με τον πρόεδρο Χριστοδουλίδη, ούτε τον Δεκέμβριο στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων.
Κι όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι η Άγκυρα δεν εφαρμόζει έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας την Τελωνειακή Ένωση στην υφιστάμενή της μορφή και διατηρεί κλειστά τα λιμάνια της στο κυπριακό εμπόριο και σε όλα τα πλοία με σημείο αφετηρίας την Κύπρο. Άρα, εύλογα κάποιος θα μπορούσε να διερωτηθεί πώς είναι δυνατόν να ζητείται από την Κυπριακή Δημοκρατία να επιβραβεύσει την Τουρκία και να συναινέσει στην αναβάθμιση ενός πλαισίου το οποίο η ίδια η Άγκυρα δεν εφαρμόζει στη βασική του μορφή, επιβάλλοντας δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος της Κύπρου; Κατά συνέπεια, η Λευκωσία δικαίως προβάλλει σήμερα ενστάσεις, από τις οποίες ωστόσο όφειλε να μην είχε παρεκκλίνει τον περασμένο Απρίλιο συναινώντας, εν πολλοίς εν λευκώ, στη νέα υπό οικοδόμηση ευρωτουρκική σχέση.
Τι φέρνει η «αναβάθμιση»
Η υφιστάμενη Τελωνειακή Ένωση Ε.Ε.-Τουρκίας λειτουργεί σε ένα πλαίσιο που θεσπίστηκε το 1996 και σύμφωνα με την Κομισιόν είναι πλέον «ξεπερασμένο». Στη βάση αυτής της ανάγνωσης, η Κομισιόν πρότεινε πριν από οκτώ και πλέον χρόνια, στις 21 Δεκεμβρίου 2016, την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας. Σε γενικές γραμμές, μια ενδεχόμενη αναβαθμισμένη Τελωνειακή Ένωση θα διανθιστεί με την ελεύθερη διακίνηση στην ευρωπαϊκή επικράτεια, όλων των γεωργικών προϊόντων της Τουρκίας, ενώ στην ήδη υπάρχουσα ευρωτουρκική εξίσωση, θα προστεθούν οι δημόσιες συμβάσεις και η παροχή υπηρεσιών, ανοίγοντας ουσιαστικά το σύνολο της ευρωπαϊκής αγοράς στην Τουρκία. Σημειώνεται ότι με βάση τα στοιχεία του 2016, ο όγκος ευρωτουρκικών εμπορικών συναλλαγών κυμαινόταν στα 140 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ με βάση τα στοιχεία του 2023, ανήλθε στα 206 δισεκατομμύρια ευρώ. Κοινοτικοί κύκλοι έλεγαν στην «Κ» ότι εάν τελικά δρομολογηθεί η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας, «δεν θα είναι έκπληξη, εάν ο όγκος ευρωτουρκικών εμπορικών συναλλαγών αγγίξει τα 500 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Κάτι που εξηγεί και με οικονομικούς όρους, γιατί οι Βρυξέλλες αλλά και όλα σχεδόν τα κράτη μέλη, περιλαμβανομένων επιχειρηματιών από την Ευρώπη και την Τουρκία, συγκλίνουν με το αίτημα της Άγκυρας για υλοποίηση του πιο σημαντικού ίσως ευρωτουρκικού ντοσιέ».