ΚΥΠΕ
Η τελική πρόταση του Υπουργείου Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τη στοχευμένη ελάφρυνση της αναλογιστικής μείωσης του 12% για την πρόωρη συνταξιοδότηση, θα επηρεάσει άμεσα πέραν των 11.000 συνταξιούχων που θα λάβουν αυξήσεις περίπου 800 ευρώ ετησίως και οι οποίοι αποτελούν το 28,9% των 38.121 συνταξιούχων, οι οποίοι έχουν υποστεί την αναλογιστική μείωση από το 2012 μέχρι σήμερα, δήλωσε την Παρασκευή ο Υπουργός Εργασίας Γιάννης Παναγιώτου, ύστερα από συνάντηση με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ΣΕΚ-ΠΕΟ-ΔΕΟΚ-ΠΑΣΥΔΥ και τις εργοδοτικές οργανώσεις ΟΕΒ-ΚΕΒΕ.
Ταυτόχρονα, ο Υπουργός Εργασίας είπε ότι οι νέοι επηρεαζόμενοι για τα επόμενα χρόνια εκτιμάται ότι θα ανέρχονται σε περίπου σε 1.000-1.500 νέους συνταξιούχους ετησίως και επισήμανε ότι η πρόταση ανταποκρίνεται στις δυνατότητες του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Σε δηλώσεις μετά τη συνάντηση στο Υπουργείο με τους κοινωνικούς εταίρους, οι οποίοι ενημερώθηκαν σχετικά με την ελάφρυνση της αναλογιστικής μείωσης για την πρόωρη συνταξιοδότηση, ο κ. Παναγιώτου είπε ότι «σήμερα ενημερώθηκαν οι κοινωνικοί εταίροι για την τελική πρόταση που ετοιμάστηκε από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την υποστήριξη των αναλογιστών του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας».
«Η κυβερνητική πολιτική προνοεί την ενίσχυση των εισοδημάτων των πολιτών, μισθολογικών και συνταξιοδοτικών, σύμφωνα με τις δυνατότητες των δημοσίων οικονομικών και του συνταξιοδοτικού συστήματος», ανέφερε, προσθέτοντας ότι «στο πλαίσιο αυτό αξιολογήθηκαν μέσω αναλογιστικών μελετών οι δυνατότητες για τη διαφοροποίηση της αναλογιστικής αναπροσαρμογής για την πρόωρη συνταξιοδότηση από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων που ισχύει από το 2012, στη βάση των οποίων διαμορφώθηκαν εισηγήσεις και διεξήχθηκε εκτενής κοινωνικός διάλογος».
Πιο αναλυτικά σε σχέση με την πρόταση, ο Υπουργός Εργασίας είπε ότι η πρόταση για τη στοχευμένη ελάφρυνση της αναλογιστικής μείωσης για την πρόωρη συνταξιοδότηση, «εφόσον εφαρμοστεί, θα επηρεάσει άμεσα πέραν των 11.000 συνταξιούχων που θα λάβουν αυξήσεις περίπου 800 ευρώ ετησίως».
Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι «θα επωφεληθούν οι συνταξιούχοι που εργάστηκαν καταβάλλοντας ασφαλιστικές εισφορές για περισσότερα από 40 χρόνια, συμπληρώνοντας τουλάχιστον 40,4 ασφαλιστικές μονάδες στο βασικό μέρος της θεσμοθετημένης σύνταξης».
«Η πλειοψηφία των επηρεαζομένων αποτελείται από συνταξιούχους που έχουν εργαστεί για πάρα πολλά χρόνια σε επαγγέλματα που χαρακτηρίζονται από χειρονακτικές υποχρεώσεις και περιορισμένες απολαβές, όπως οι κατασκευές, οι οικοδομές, οι μεταφορές, οι πωλήσεις και οι επισκευές», πρόσθεσε.
Είπε ακόμη ότι οι άμεσα επηρεαζόμενοι ανέρχονται σε 11.049 συνταξιούχους, που αποτελούν το 28,9% των 38.121 συνταξιούχων, οι οποίοι έχουν υποστεί την αναλογιστική μείωση από το 2012 μέχρι σήμερα, ενώ οι νέοι επηρεαζόμενοι για τα επόμενα χρόνια εκτιμάται ότι θα ανέρχονται σε περίπου σε 1000-1500 νέους συνταξιούχους ετησίως.
Ο κ. Παναγιώτου είπε ότι «η στοχευμένη ελάφρυνση εφαρμόζεται για τους επηρεαζόμενους με την εξαίρεση από την αναλογιστική μείωση του μέρους της σύνταξης που αντιστοιχεί στο εκάστοτε ύψος της πλήρους βασικής σύνταξης, που ανέρχεται σε 484 ευρώ για το 2024 και εκτιμάται σε 512 ευρώ για το 2025, με αποτέλεσμα την αύξηση των ετήσιων συνταξιοδοτικών απολαβών του κάθε δικαιούχου κατά 750 ευρώ για το 2024 και κατά 800 ευρώ για το 2025».
Σημείωσε ότι η πρόταση που έχει διαμορφωθεί ανταποκρίνεται στις δυνατότητες του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, χωρίς τον περιορισμό της βιωσιμότητάς του και χωρίς την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών».
Κλείνοντας, ο κ. Παναγιώτου υπογράμμισε πως o κυβερνητικός προγραμματισμός προνοεί την άμεση σύγκληση του Συμβουλίου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ακολούθως του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον μπορεί να διαμορφωθεί ικανοποιητική συναίνεση, και ακολούθως να ετοιμαστεί τροποποιητικό νομοσχέδιο για υποβολή στο Υπουργικό Συμβούλιο και κατάθεσή του στη Βουλή των Αντιπροσώπων, με συμπερίληψη πρόνοιας για εξάμηνη αναδρομικότητα.
Η ΓΓ της ΠΕΟ Σωτηρούλα Χαραλάμπους είπε ότι η πρόταση, που έχει παρουσιάσει σήμερα ο Υπουργός και για την οποία «έχουμε πολλά ερωτηματικά, μπορεί να φαίνεται ότι βελτιώνει ένα στοιχείο, αλλά πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν μιλάμε για 40,4 χρόνια συμμετοχής στο σύστημα αλλά 40,4 χρόνια ασφαλιστικές μονάδες», προσθέτοντας ότι αυτό δεν σημαίνει ότι «ένας χρόνος είναι και μια ασφαλιστική μονάδα για κάποιο άτομο που μπορεί να είναι ιδιαίτερα χαμηλός ο μισθός του ή που μπορεί να εργάζεται περιοδικά».
«Η πρόταση αυξάνει κάπως τον αριθμό των ωφελούμενων, εντούτοις εντός των ωφελούμενων δημιουργεί προβληματικά στοιχεία», ανέφερε και πρόσθεσε ότι η ΠΕΟ θεωρεί πως ο διάλογος δεν έγινε «ανοικτά και ολοκληρωμένα».
Η ΓΓ της ΠΕΟ είπε ότι «είναι δικαίωμα της Κυβέρνησης να προχωρήσει με τις αποφάσεις της» και «δεν μπορεί να τίθενται διλημματικά τα ζητήματα μπροστά στο συνδικαλιστικό κίνημα» και πρόσθεσε ότι «ούτε και μέχρι τώρα σε άλλα ζητήματα, είδαμε να είναι προαπόφαση η πλήρης συμφωνία», όπως ήταν για παράδειγμα για το θέμα του κατώτατου μισθού.
«Εμείς αυτό το ζήτημα το βλέπουμε και ως ένα ζήτημα που δημιουργεί πρόβλημα σε μεγάλη μερίδα των ασφαλισμένων», ανέφερε και πρόσθεσε πως «η ισορροπία που θα βρούμε πρέπει να ελαχιστοποιεί τα προβλήματα που υπάρχουν σήμερα».
Ανέφερε ότι η ΠΕΟ επιδίωξε να ξεκινήσει αυτή η συζήτηση αναφορικά με το 12% γιατί αυτή η ρύθμιση έχει δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα, όπως είπε, «ιδιαίτερα σε εργαζόμενους που και η φύση της εργασίας τους είναι τέτοια που δεν είναι επιλογή τους η συνταξιοδότηση στο 63ο έτος αλλά είναι επιβολή λόγω των συνθηκών εργασίας».
Η κ. Χαραλάμπους είπε ακόμη ότι από την αρχή, όταν ξεκίνησε αυτή η συζήτηση και παρουσιάστηκε η προηγούμενη πρόταση από τον Υπουργό Εργασίας, «είχαμε τονίσει ένα θεμελιώδες δομικό πρόβλημα» και αυτό ήταν «το γεγονός ότι είχε προαποφασιστεί η δαπάνη, είχαν προαποφασιστεί οι παράμετροι και οι εισηγήσεις που εμείς καταθέσαμε το προηγούμενο χρονικό διάστημα - για μια πιο ολοκληρωμένη και βελτιωμένη πρόταση που και περισσότερο κόσμο να περιλαμβάνει και να μη βάζει φραγμούς που σίγουρα εκείνοι που δεν θα εμπίπτουν σε αυτά τα πλαίσια θα διαμαρτύρονται – είναι προφανές ότι δεν λήφθηκαν υπόψη, ούτε καν έγινε συζήτηση επί αυτών των προτάσεων και ούτε ξέρουμε ποιο είναι το κόστος αυτών των προτάσεων».
«Μας έχουν ενημερώσει ότι δεν είναι εφικτές. Όταν δεν έχω την τεκμηρίωση, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν είναι εφικτές», πρόσθεσε.
Ο ΓΓ της ΣΕΚ Αντρέας Μάτσας είπε σε ό,τι αφορά τη συζήτηση και τη διευθέτηση της αναλογιστικής αναπροσαρμογής του 12%, ότι «υπάρχει μια σαφής πολιτική διάσταση, το κόστος της οποίας δεν θα κληθεί να επωμιστεί το συνδικαλιστικό κίνημα», προσθέτοντας ότι η ΣΕΚ κατέθεσε τις εισηγήσεις της σε σχέση με τη δυνατότητα και τον τρόπο διαχείρισης και επίλυσης του ζητήματος και «έχουμε δώσει εναλλακτικές επιλογές που θα έπρεπε να είχαν αξιολογηθεί και κοστολογηθεί».
«Δεν έχουμε ένδειξη ως προς αυτή την κατεύθυνση», ανέφερε και πρόσθεσε ότι «ακόμη και με αυτή την κατά κάτι βελτιωμένη πρόταση η οποία τέθηκε σήμερα ενώπιον μας, η συντριπτική πλειοψηφία των επηρεαζόμενων συνταξιούχων μένει εκτός της ρύθμισης».
Ο κ. Μάτσας είπε ότι «δεν δεχόμαστε να δημιουργήσουμε συνταξιούχους διαφορετικών ταχυτήτων και να θέσουμε διλήμματα στους ίδιους τους συνταξιούχους, σε αυτούς που θα επωφεληθούν και στη μεγαλύτερη ομάδα που μένουν εκτός της ρύθμισης».
«Ζητούμε τη συνέχιση του διαλόγου, την αξιολόγηση και την αξιοποίηση των εναλλακτικών δυνατοτήτων που δίδονται, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι το χρονοδιάγραμμα που έχει τεθεί από την Κυβέρνηση σε σχέση με την ολοκλήρωση του διαλόγου για την μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος είναι αρκετά μικρό, δίνοντας μας τη δυνατότητα να εντάξουμε και αυτό το ζήτημα στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου», πρόσθεσε.
Ανέφερε ότι «δεν μπορούμε να αποδεχθούμε τη δημιουργία συνταξιούχων αδικημένων και δικαιωμένων και σε αυτή τη βάση θα πρέπει να κτίσει η Κυβέρνηση».
Ερωτηθείς ποιοι μένουν εκτός της ρύθμισης, ο κ. Μάτσας είπε ότι με βάση τα στοιχεία που τους δόθηκαν σήμερα, «τα 2/3 και κάτι των επηρεαζόμενων συνταξιούχων μένουν εκτός αυτής της ρύθμισης» και πρόσθεσε πως «προφανώς δεν έχουν ληφθεί υπόψη και οι δικές μας ανησυχίες σε σχέση με την αξιολόγηση των δεδομένων που έχουν αναγκάσει κάποιους εργαζόμενους να βγουν νωρίτερα στη σύνταξη».
«Δεν μπορεί να είναι οριζόντια η προσέγγιση» και «από τη στιγμή που η πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης είναι να υιοθετήσει τη θέση του συνδικαλιστικού κινήματος για ρύθμιση του ζητήματος, δεν μπορεί να αφήσουμε εκτός αυτή της ρύθμισης τη μεγάλη μάζα των επηρεαζόμενων συνταξιούχων».
Ο Πρόεδρος της ΔΕΟΚ Στέλιος Χριστοδούλου είπε ότι η ΔΕΟΚ είναι καταρχήν θετική στην πρόταση του Υπουργείου και πρόσθεσε ότι «το προφίλ των ατόμων που θα επωφεληθούν από αυτή την εισήγηση είναι άτομα τα οποία στην συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν μπει από νεαρή ηλικία στην αγορά εργασίας, ασχολούνται κυρίως με χειρωνακτικές εργασίες και εργασίας χαμηλής ειδίκευσης και μισθολογικά βρίσκονται στις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις της κοινωνίας μας».
Ανέφερε ότι ο διάλογος έχει ξεκινήσει εδώ και ένα χρόνο και είχε κατατεθεί μια πρόταση από τον Υπουργό Εργασίας περί τα τέλη του χρόνου με την οποία επωφελούνταν γύρω στο 23% των όσων είχαν αναλογιστική μείωση στην σύνταξη τους και πρόσθεσε πως με τη νέα εισήγηση του Υπουργείου το ποσοστό αυξάνεται στο 29%.
«Αναμένουμε να μας σταλούν οι εισηγήσεις για να λύσουμε κάποιες παρεμφερείς απορίες που έχουμε, όμως ως αρχή μας βρίσκει θετικούς και πιστεύουμε ότι με την μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού θα μπορέσουμε να κάνουμε περισσότερες βελτιώσεις», πρόσθεσε.
Απεργία ωρομίσθιου προσωπικού ΟΚΥπΥ
Κληθείς να σχολιάσει την 24ωρη απεργία που εξήγγειλε για την ερχόμενη Τρίτη το ωρομίσθιο κυβερνητικό προσωπικό του Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας (ΟΚΥπΥ), η κ. Χαραλάμπους είπε ότι «έχει εδώ και καιρό που τα προβλήματα στον ΟΚΥπΥ αντί να επιλύονται, αυξάνονται» και πρόσθεσε πως η ΠΕΟ θέλει οι θέσεις εργασίας στον ΟΚΥΠΥ να καλύπτονται μέσα από τις σωστές διαδικασίες και όχι με εποχιακό προσωπικό και με αγορά υπηρεσιών».
«Τα δημόσια νοσηλευτήρια θα γίνουν ανταγωνιστικά με την ποιότητα των υπηρεσιών τους και όχι μέσα από μια λογιστική προσέγγιση», ανέφερε και πρόσθεσε πως «θέλουμε τα δημόσια νοσηλευτήρια να μπορούν να είναι κατάλληλα στελεχωμένα και σε ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό και να έχουν πλήρη ανάπτυξη όλων των κλινικών για να μπορούν να παίζουν τον ρόλο τους μέσα στο ΓεΣΥ».
Ανέφερε επίσης ότι «πρέπει να είναι πρότυπο εργοδότη και όχι αυτό που είναι σήμερα» και πρόσθεσε ότι «εκκρεμεί για δύο χρόνια η συνομολόγηση συλλογικής σύμβασης για το προσωπικό που προσλαμβάνει ο ΟΚΥπΥ».
Σχολιάζοντας το ίδιο θέμα, ο ΓΓ της ΣΕΚ είπε ότι χρονίζουν τα ζητήματα των κρατικών νοσηλευτηρίων στην γενικότερη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και πρόσθεσε ότι υπάρχουν ζητήματα που διασυνδέονται με τα δικαιώματα των ωρομισθίων και τις ρυθμίσεις οι οποίες θα βελτιώσουν τη λειτουργία των εργασιακών σχέσεων αλλά «και το τεράστιο θέμα με τη συνομολόγηση συλλογικής σύμβασης».
Ανέφερε ότι το κίνημα κάλεσε πολλές φορές το ΟΚΥπΥ για συνομολόγηση συλλογικής σύμβασης και πρόσθεσε «η καθυστέρηση η οποία καταγράφεται σε συνάρτηση και με τα προβλήματα τα οποία διασυνδέονται με τους ωρομίσθιους εργαζόμενους επιβαρύνουν την ομαλή λειτουργία του ΟΚΥπΥ και του ΓεΣΥ».
«Είναι καιρός να αντιληφθούν στον ΟΚΥπΥ ότι επενδύοντας στο ανθρώπινο δυναμικό, εδραιώνοντας τη δυνατότητα επαγγελματικής παρουσίας των στελεχών τους στον ΟΚΥπΥ δίνουν τη δυνατότητα βελτίωσης και περαιτέρω ώθησης στην ανάπτυξη του ίδιου του ΓεΣΥ», ανέφερε και πρόσθεσε ότι για τη ΣΕΚ δεν είναι αυτοσκοπός οι απεργιακές κινητοποιήσεις αλλά «έχουμε εξαντλήσει σε τεράστιο βαθμό τις δυνατότητες που είχαμε ενώπιον μας».