ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ξανά τα φώτα στον κρατικό μισθολόγιο ενόψει Προϋπολογισμού 2025

Οι ανελαστικές δαπάνες, και δη τις δαπάνες μισθολογίου, καταγράφουν, όχι μόνο αύξηση, αλλά και επιτάχυνση

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Οι αυξήσεις στο κρατικό μισθολόγιο που εφαρμόστηκαν και συμφωνήθηκαν εντός του 2024 ναι μεν έγιναν στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του κράτους –όπως οι επικεφαλής του Υπουργείου Οικονομικών έχουν πολλάκις τονίσει- όμως, δεν παύουν να βαρύνουν και να φουσκώνουν επικίνδυνα τον κρατικό κορβανά. Την Τρίτη ο Υπουργός Οικονομικών σημείωσε το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων πως, το Υπουργείο θα συνεχίσει την εργασία για το θέμα της αναδιάρθρωσης της δομής της δημόσιας υπηρεσίας και του εξορθολογισμού του κρατικού μισθολογίου στη βάση και της μελέτης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, την ίδια ώρα που αναμένουμε την κατάθεση του Προϋπολογισμού του 2025 τον προσεχή Σεπτέμβρη. Υπενθυμίζεται πως, πέραν την μελέτης του ΔΝΤ για το μισθολόγιο, έχει ζητηθεί και αντίστοιχη μελέτη από την Κομισιόν για το ίδιο ζητούμενο.

Με βάση τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το κόστος προσωπικού στην Κύπρο ανέρχεται σε 28,8% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που βρίσκεται στο 15,4%.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Προϋπολογισμού του 2024 οι απολαβές προσωπικού περιλαμβανομένων των βασικών μισθών, τιμαριθμικών επιδομάτων, ειδικών επιδομάτων, συνεισφορών στα ταμεία συντάξεων, υγείας και στο νέο επαγγελματικό Σχέδιο Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων, θα αυξάνονταν για το 2024 κατά 15,3% και θα έφταναν τα 3,7 δισ. το 2024, σε σύγκριση με 3,2 δισ. ευρώ το 2023. Οι κυριότερες αυξήσεις αφορούσαν –όπως έλεγε ο Προϋπολογισμός του 2024- αυξημένες συνεισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία κρατικών υπαλλήλων όπως ΤΚΑ και ΓεΣΥ ύψους 252,2 εκατ. ευρώ (οφείλεται κυρίως, στη συμπερίληψη πρόνοιας για τις αναδρομικές εισφορές του Δημοσίου στο νέο επαγγελματικό Σχέδιο Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων ύψους 190 εκατ. ευρώ ετησίως για τα έτη 2024 2025 και 2026 και αυξημένα τιμαριθμικά επιδόματα ύψους 104 εκατ. ευρώ.

Ο Προϋπολογισμός του 2024 είχε περάσει μεν με σχετική ευκολία, ωστόσο υπήρχαν από πλευράς Βουλευτών αρκετή κριτική για την τάση αύξησης των ανελαστικών δαπανών που παρατηρείται. Μετά τις συμφωνίες του Ιουλίου για την παραχώρηση αυξήσεων, ύστερα από 15 χρόνια, ύψους 1,5% επί των βασικών μισθών, με έναρξη ισχύος την 1η Οκτωβρίου του 2024, δεν αποκλείεται να δούμε αντίστοιχη κριτική και από τη Βουλή και για τον Προϋπολογισμό του 2025.

«Αλέρτ» από Δημοσιονομικό Συμβούλιο

Καμπανάκι για την αύξηση των δαπανών και ειδικά στο κρατικό μισθολόγιο έκρουσε το Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην τελευταία του ενδιάμεση έκθεση. Σημείωσε την συνέχιση των αυξητικών τάσεων όσον αφορά στις λειτουργικές δαπάνες και τις τρέχουσες δαπάνες, οι οποίες συνεχίζουν να καταγράφουν εκ νέου αύξηση. Στην Κεντρική Κυβέρνηση, οι τρέχουσες δαπάνες αυξήθηκαν κατά 241,1 εκατ. ευρώ (6,9%), υποδεικνύει το Συμβούλιο σχετικά.

Το Συμβούλιο τονίζει πως, η συνέχιση της ιδιαίτερα θετικής δημοσιονομικής πορείας -η οποία κρίνεται ως απόρροια της δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθεί το Υπουργείο Οικονομικών- θα εξαρτηθεί από την πολιτική βούληση για σύγκλιση των ρυθμών αύξησης των κρατικών δαπανών (και δη των ανελαστικών) σε επίπεδα που να συνάδουν με τον μακροπρόθεσμο ρυθμό αύξησης των κρατικών εσόδων. Κύριος λόγος προβληματισμού, είναι η αύξηση των ανελαστικών δαπανών με ρυθμούς που βασίζονται σε προσωρινές συνθήκες αυξημένων εσόδων, οι οποίες μάλιστα δεν είναι πλήρως κατανοητές, ούτε από την πολιτική ηγεσία, ούτε από αναλυτές και τεχνοκράτες.

Ωστόσο, εκτιμά ότι, κινήσεις όπως την πρόσφατη απόφαση για νέες αυξήσεις στο κόστος του κρατικού μισθολογίου, και μάλιστα χωρίς να εντοπίζεται καμία παράλληλη κίνηση για την βελτίωση της παραγωγικότητας της κρατικής μηχανής, επιδεινώνουν την ασυνάφεια μεταξύ, αφενός του κόστους που επωμίζεται η κοινωνία και η οικονομία και αφετέρου του οφέλους που αυτές αποκομίζουν.

Σχολιάζει το Συμβούλιο στην ενδιάμεση έκθεση ότι, η συνέχιση της αύξησης του κόστους του κρατικού μισθολογίου, και δη χωρίς την παράλληλη αύξηση της ποιότητας της κρατικής μηχανής, αποτελεί μια από τις σοβαρότερες ανησυχίες για την πορεία των δημοσίων οικονομικών τα επόμενα χρόνια. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι ανελαστικές δαπάνες συνεχίζουν να αυξάνονται σε απόλυτο ποσό αλλά κυρίως ως ποσοστό των συνολικών δαπανών του κράτους, η ανισορροπία που δημιουργείται θα απαιτήσει σοβαρές και κατά πάσα πιθανότητα δύσκολες, πολιτικά, αποφάσεις, όπως προκύπτει και από την μετά από πρόσκληση της Δημοκρατίας ανάλυση του ΔΝΤ.

Επιτάχυνση και όχι απλώς αύξηση

Σημαντική είναι επίσης η ανησυχία του Συμβουλίου σε σχέση με τις ανελαστικές δαπάνες, και δη τις δαπάνες μισθολογίου, οι οποίες καταγράφουν, όχι μόνο αύξηση, αλλά και επιτάχυνση. Σημειώνεται η αύξηση στην Κεντρική Κυβέρνηση και τη Γενική Κυβέρνηση κατά 10% και 14,9% αντίστοιχα, με την συγκεκριμένη εκτίμηση να μην περιλαμβάνει την πρόσφατη απόφαση της 18.7.2024 για αύξηση του κρατικού μισθολογίου.

Άξιο λόγιου κατά το Συμβούλιο είναι το γεγονός ότι, οι δαπάνες μισθολογίου συνεχίζουν να αυξάνονται με όλο και υψηλότερους ρυθμούς, οι οποίοι είναι υψηλότεροι από τις συνολικές αυξήσεις δαπανών. Προκύπτει, επομένως, πως η συνεχιζόμενη επιτάχυνση των δαπανών μισθολογίου αποτελεί βασική πηγή ώθησης των συνολικών δαπανών. «Ενώ, για παράδειγμα, οι συνολικές δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης, κατέγραψαν στο α’ τρίμηνο του έτους, αύξηση κατά 7,1%, και ενώ οι Τρέχουσες Δαπάνες αυξήθηκαν κατά 10,1%, οι δαπάνες μισθολογίου αυξήθηκαν κατά 14,4%», σχολιάζει.

Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο υποδεικνύει πως, πέρα από τις προτάσεις που έχουν υποβληθεί από το ΔΝΤ, η σημαντικότερη διαπίστωση είναι πως το κρατικό μισθολόγιο αυξάνεται με όλο και υψηλότερη ταχύτητα, η οποία δεν αποκλείεται να το θέσει σύντομα εκτός ελέγχου, αν συνεχιστεί. Οι πρόσφατες αποφάσεις έχουν επιδεινώσει την συγκεκριμένη εκτίμηση. Σήμερα το κρατικό μισθολόγιο αποτελεί το 24,7% των συνολικών δαπανών της Δημοκρατίας.

Με βάση τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το κόστος προσωπικού στην Κύπρο ανέρχεται σε 28,8% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που βρίσκεται στο 15,4%.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση