Του Ανδρέα Καραμήτα
Η εμπορία οίνου στην Κύπρο έχει κύκλο εργασιών περίπου 7 εκατ. ευρώ, με μόλις το 1 εκατ. να αφορά τις εξαγωγές σε άλλες χώρες, ενώ τα υπόλοιπα αφορούν την εγχώρια αγορά και κατανάλωση. Η παραγωγή κρασιού ετησίως ανέρχεται στα 9 εκατ. λίτρα, ενώ η κατανάλωση ντόπιου και εισαγόμενου κρασιού στο εσωτερικό της χώρας ανέρχεται στα 16 εκατ. Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι η εγχώρια αγορά είναι ο κύριος πελάτης των οινοπαραγωγών. Το θέμα εξέτασε και η Eπιτροπή Εμπορίου της Βουλής με στόχο την ενίσχυση των βιοτεχνιών που παράγουν κρασί αλλά και να βρεθούν τρόποι για την περαιτέρω προώθησή του στο εξωτερικό. Ωστόσο, πηγές στην «Κ» ανέφεραν πως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η βιομηχανία είναι τα κρασιά με προέλευση άλλων χώρων. Το πρόβλημα έγκειται στην τιμή, αφού τα κρασιά που εισάγονται έχουν χαμηλό κόστος παραγωγής, ενώ υστερούν και σε ποιοτικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τα κυπριακά. Διατίθενται σε πολύ χαμηλότερες τιμές με αποτέλεσμα πολλοί καταναλωτές να τα επιλέγουν. Ακόμη, σύμφωνα με τοπικό παραγωγό, «Το ζήτημα με τις εισαγωγές ξένων κρασιών μεγιστοποιεί και τον κίνδυνο αδιάθετων κυπριακών κρασιών τα οποία παράγονται και μένουν στα αμπάρια των οινοποιείων». Όπως επεσήμανε, «Αν το κράτος δεν λάβει τα απαραίτητα μέτρα το πρόβλημα θα παραμείνει. Συγκεκριμένα, ένα απλό κρασί από το εξωτερικό κοστίζει στο σούπερ μάρκετ περίπου 5 ευρώ, ενώ τα κυπριακά φθάνουν περίπου τα 7-8 ευρώ». Παράλληλα, τα γεγονότα που συμβαίνουν στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου αλλά και ο πόλεμος στην Ουκρανία, δυσχεραίνουν την οινοβιομηχανία. Ήδη έχει καταμετρηθεί 55% μείωση εξαγωγών. Επιπλέον, οι παραγωγοί τονίζουν και την αύξηση του κόστους αφού τα μπουκάλια, οι φελλοί, οι ετικέτες ή ακόμη και ο τεχνικός εξοπλισμός εισάγονται στην Κύπρο διά θαλάσσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην τελική τιμή του προϊόντος.
Κρασί και τουρισμός
Αυτό πάντως που λέχθηκε από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη παρουσία και του εκπροσώπου του υπουργείου Εμπορίου είναι πως πρέπει να υπάρξει από το κράτος μία ολιστική προσέγγιση αλλά και να γίνει αντιληπτό πως το κρασί έχει δεσπόζουσα θέση στο τουριστικό μας πλεονέκτημα. Ιδιαίτερα οι οινοπαραγωγοί πιστεύουν πως αν το κυπριακό κρασί προωθηθεί περισσότερο στους τουρίστες που επισκέπτονται την Κύπρο, θα λυθεί και το πρόβλημα των κρασιών που μένουν αδιάθετα. Μία πρόταση που κάνουν εδώ και χρόνια οι επιχειρηματίες του οίνου είναι να υπάρξει κρατική επιδότηση προς τους ξενοδόχους και επιχειρήσεις να προσφέρουν ή και να προτείνουν περισσότερα κυπριακά κρασιά έναντι των ξένων. Σε ερώτηση της «Κ» στον κ. Θανάση Ιγνατίου, οινοπαραγωγό από την Πάφο, για το ποια είναι η λύση στο εν λόγω πρόβλημα, απάντησε πως «αν σκεφτούμε πως κάθε χρόνο τα ξενοδοχεία παγκύπρια καταναλώνουν περίπου 1,5 εκατ. φιάλες με ποτό μόνο για την υποδοχή των τουριστών (welcome drinks), θα μπορούσε το κράτος να επιδοτήσει τα ξενοδοχεία για να χρησιμοποιούν μόνο κυπριακά κρασιά. Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα λύσει το ζήτημα των αδιάθετων μπουκαλιών, αλλά θα ενισχύσει το τουριστικό μας προϊόν, και τα κρασιά της κυπριακής υπαίθρου θα γίνουν πιο γνωστά στους ξένους».
Το πρόβλημα έγκειται στην τιμή, αφού τα κρασιά που εισάγονται έχουν χαμηλό κόστος παραγωγής, ενώ υστερούν και σε ποιοτικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τα κυπριακά.
Προώθηση σε Ασία και Κίνα
Κάτι ακόμη που θεωρούν οι οινοπαραγωγοί ότι θα βοηθήσει στη βιωσιμότητα του κυπριακού κρασιού είναι και η εμπλοκή τού κράτους μαζί με τη βιομηχανία για εξεύρεση νέων αγορών στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, πιστεύουν ότι οι αγορές Κίνας, Ιαπωνίας, Σιγκαπούρης και γενικότερα της Ασίας αλλά και της Αμερικής μπορούν να απορροφήσουν μεγάλες ποσότητες κυπριακών κρασιών, κάτι που εκτός από οικονομικό όφελος θα είναι και καλή διαφήμιση για την Κύπρο. Επιπρόσθετα, αν γίνουν τέτοιες ενέργειες, θα υπάρξει και ευκαιρία προώθησης όλων των αμπελο-οινικών μας προϊόντων.
Πρώτες σε παραγωγή
Η Κύπρος, με την πλούσια ιστορία και το ζεστό κλίμα, αποτελεί εστία αμπελουργικής ακμής. Σχεδόν εννιά στις 10 αμπελουργικές εκτάσεις του νησιού συγκεντρώνονται σε δύο περιοχές. Το 45% των αμπελιών βρίσκεται στην Λεμεσό, η οποία φημίζεται για τα εκλεκτά της Ξυνιστέρια και τα κόκκινα τα οποία είναι γνωστά για την υφή τους. Έπειτα, έρχεται η Πάφος που φιλοξενεί το 43% των αμπελιών, όπου καλλιεργούνται ποικιλίες όπως το Ξυνιστέρι, το Μαύρο και η Σουλτανίνα. Η υπόλοιπη έκταση μοιράζεται αρμονικά στη Λευκωσία με 11% και τελευταία τη Λάρνακα με μόλις 1% παραγωγής.
Μια παλέτα γεύσεων από 40 ποικιλίες
Η Κύπρος διαθέτει ένα πλούσιο αμπελουργικό λεξιλόγιο, με 40 ποικιλίες σταφυλιών να χαρίζουν στους λάτρεις του κρασιού μια μοναδική γευστική εμπειρία.
Από τις ντόπιες ποικιλίες ξεχωρίζουν το Ξυνιστέρι που προσφέρει φρέσκα, λευκά κρασιά με αρώματα από ανθούς και τραγανή οξύτητα. Το ντόπιο Μαύρο, που δίνει ζωή σε δυναμικά κόκκινα και γλυκά κρασιά, με πλούσια γεύση και αρώματα μπαχαρικών. Η Σουλτανίνα, που προσφέρει γλυκά και ξηρά κρασιά με γλυκό χαρακτήρα και αρώματα τροπικών φρούτων. Πέρα από τις ντόπιες, καλλιεργούνται και διεθνείς ποικιλίες όπως Cabernet Sauvignon, Merlot, Chardonnay και Shiraz, προσθέτοντας κοσμοπολίτικη πινελιά στην κυπριακή αμπελουργία.
Η κατανάλωση οίνου στην Κύπρο αγγίζει τα 16 εκατομμύρια λίτρα ετησίως, με τους Κύπριους να αγκαλιάζουν τα ντόπια κρασιά (56%), ενώ παράλληλα απολαμβάνουν και κρασιά από την Ε.Ε. (41%) και τρίτες χώρες (3%). Η Κύπρος, με την πλούσια αμπελουργική κληρονομιά και την αστείρευτη δημιουργικότητα των οινοποιών της, απευθύνεται σε όλους τους λάτρεις του κρασιού σε ένα συναρπαστικό ταξίδι γεύσεων, όπου η παράδοση συναντά τη σύγχρονη αμπελουργική τέχνη.