Το πετρέλαιο και οι αγορές ενέργειας γενικότερα είναι ο μηχανισμός μετάδοσης μέσω του οποίου οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή μπορούν να πλήξουν την παγκόσμια οικονομία, σημειώνει η Capital Economics, χαρακτηρίζοντας την επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ σαν μια νέα και δυνητικά πιο επικίνδυνη φάση για τα προβλήματα στην περιοχή.
Ο βασικός κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία είναι το σενάριο κλιμάκωσης της κατάστασης σε μια ευρύτερη περιφερειακή σύγκρουση και ο πιθανός αντίκτυπος που αυτή θα έχει στις αγορές ενέργειας, επισημαίνουν οι αναλυτές. «Μια άνοδος της τιμής του πετρελαίου θα περιέπλεκε τις προσπάθειες επαναφοράς του πληθωρισμού στον στόχο στις ανεπτυγμένες οικονομίες, αλλά θα έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών μόνο εάν οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας εισχωρήσουν στον δομικό πληθωρισμό», επισημαίνει η ανάλυση του οίκου.
Oπως τονίζει η Capital Economics, το κρίσιμο ερώτημα τώρα είναι το πώς θα απαντήσει το Ισραήλ. Οι ΗΠΑ θα διαδραματίσουν βασικό ρόλο, καθώς προσπαθούν να κατευνάσουν τις εντάσεις, ενώ και η Κίνα θα ασκήσει την επιρροή της στο Ιράν.
Καθώς όλα τα βλέμματα στρέφονται στην αγορά ενέργειας, οι αναλυτές θυμίζουν ότι οι τιμές του μπρεντ έχουν ήδη αυξηθεί από τα 83 δολάρια ανά βαρέλι πριν από έναν μήνα σε επίπεδα υψηλότερα των 90 δολαρίων την περασμένη εβδομάδα, με φόντο τις ανησυχίες για τις επιπτώσεις που θα έχουν οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία πάνω στις προμήθειες.
Οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου αυξήθηκαν επίσης κατά 10% την περασμένη εβδομάδα, μετά τις επιθέσεις ρωσικών drones σε εγκαταστάσεις αποθήκευσης στην Ουκρανία.
Όπως θυμίζει η Capital Economics, o γενικός κανόνας είναι ότι μια αύξηση 10% στις τιμές του πετρελαίου προσθέτει 0,1-0,2 ποσοστιαίες μονάδες στον πληθωρισμό των ανεπτυγμένων οικονομιών. Συνεπώς, η άνοδος του πετρελαίου τον περασμένο μήνα θα προσθέσει περίπου 0,1% στον πληθωρισμό σε αυτές τις οικονομίες. Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, αυτό δεν αναμένεται να έχει κάποια σημαντική επίπτωση στις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών.
Αντίθετα, θα χρειαζόταν μια σημαντικότερη και με μεγαλύτερη διάρκεια αύξηση στις τιμές του πετρελαίου για να επηρεαστεί η νομισματική πολιτική. Πρακτικά, θα πρέπει η αύξηση στις τιμές της ενέργειας να μετακυλιστεί στους καταναλωτές και έτσι να περάσει στον δομικό πληθωρισμό. Κάτι τέτοιο αποτελεί ίσως μεγαλύτερο κίνδυνο στις ΗΠΑ από ό,τι στην Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή, όπως επισημαίνει η Capital Economics, έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται ρωγμές μέσα στον ΟΠΕΚ+, με πολλές χώρες (ιδίως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) να πιέζουν για αύξηση των ορίων της παραγωγής. Η πίεση προς αυτή την κατεύθυνση, που αναμένεται να προέλθει και από την Ουάσιγκτον, εκτιμάται ότι θα ενταθεί εάν οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή συνεχίσουν να αυξάνουν τις τιμές του πετρελαίου. Η αύξηση της προσφοράς πετρελαίου θα περιορίσει τις αυξήσεις των τιμών, τονίζουν οι αναλυτές.
Παρότι συνεχίζει να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, η Capital Economics εκτιμά ότι τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή θα ενθαρρύνουν ακόμα περισσότερο την Fed να υιοθετήσει μια πιο προσεκτική προσέγγιση στις μειώσεις των επιτοκίων. Όμως δεν πιστεύει ότι θα την εμποδίσουν εντελώς από το να προχωρήσει στη νομισματική χαλάρωση.
Ο οίκος περιμένει την πρώτη κίνηση της Fed τον Σεπτέμβριο. Και, εάν δεν υπάρξει εκτίναξη στις τιμές της ενέργειας κατά τον επόμενο μήνα, πιστεύει ότι τόσο η ΕΚΤ όσο και η Τράπεζα της Αγγλίας θα μειώσουν τα δικά τους επιτόκια τον Ιούνιο.