Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Τα μισά δάνεια στην Κύπρο είναι «ευάλωτα» στο euribor και στα βασικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Μέσα στο 2024 και στο 2025 μπορεί να μην αναμένουμε περαιτέρω αυξήσεις, αντιθέτως, πιθανές μειώσεις, αλλά όπως καταγράφει η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για το 2022, το δανειακό χαρτοφυλάκιο των πιστωτικών ιδρυμάτων χαρακτηρίζεται κυρίως από μακροπρόθεσμο δανεισμό προς τον ιδιωτικό τομέα. Κατά το τέλος του 2022, ο δανεισμός προς νοικοκυριά και μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις αποτελούσε το 44% και 50% του δανειακού χαρτοφυλακίου προς τον ιδιωτικό τομέα, αντίστοιχα. Το μεγαλύτερο μέρος του χαρτοφυλακίου αυτού (83% του συνόλου του δανειακού χαρτοφυλακίου) έχει παραχωρηθεί με κυμαινόμενα επιτόκια, με το 50% του δανειακού χαρτοφυλακίου να είναι συνδεδεμένο με τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και το επιτόκιο euribor. Όπως σχολιάζει και η Κεντρική, αυτό το μερίδιο του χαρτοφυλακίου επηρεάζεται άμεσα από τις μεταβολές στο κόστος δανεισμού, λόγω και των πρόσφατων αυξήσεων στα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και το πρώτο τρίμηνο του 2023.
Τα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα εξακολουθούν να υστερούν σημαντικά στη μείωση των ΜΕΔ τους, με τον σχετικό δείκτη ΜΕΔ να βρίσκεται γύρω στο 25%.
Στον αντίποδα, μόνο το 1/3 (33% για την ακρίβεια) του συνόλου του δανειακού χαρτοφυλακίου είναι συνδεδεμένο με τα βασικά επιτόκια των πιστωτικών ιδρυμάτων και όπως καταγράφει και η έρευνα δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα από τις αυξήσεις στα επιτόκια της ΕΚΤ. Συγκεκριμένα, το μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου το οποίο είναι συνδεδεμένο με τα βασικά επιτόκια ΕΚΤ και το επιτόκιο euribor φαίνεται να παρουσιάζει αύξηση στα δανειστικά επιτόκια μέχρι και +1,8% (περίπου 71% της αύξησης του 2,5% στο βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ).
Αντίθετα, τα δανειστικά επιτόκια του χαρτοφυλακίου που είναι συνδεδεμένο με τα βασικά επιτόκια των πιστωτικών ιδρυμάτων φαίνεται να αυξήθηκαν κατά +0,4% (περίπου 17% της αύξησης του 2,5% στο βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ). Σύμφωνα με την Έκθεση, το υψηλότερο κόστος δανεισμού, πρωτίστως σε σχέση με τα δάνεια που είναι συνδεδεμένα με το euribor ή με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τις πληθωριστικές πιέσεις που δέχονται τα εγχώρια νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, ενδέχεται, όπως προαναφέρθηκε, να περιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής των δανειοληπτών, κυρίως αυτών που παρουσιάζουν αυξημένες ευπάθειες. Κατ’ επέκταση προκύπτουν ανησυχίες αναφορικά με τη μελλοντική εξυπηρέτηση του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η Κεντρική αναφέρει πως, μια ενδεχόμενη αύξηση στα ΜΕΔ θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων λόγω αυξημένων προβλέψεων, και δύναται να επηρεάσει την ποιότητα του ενεργητικού τους, την κεφαλαιακή τους επάρκεια, καθώς και τη δυνατότητά τους να προσφέρουν νέο δανεισμό προς την οικονομία.
Δεν επιδεινώθηκαν
Όπως σημειώνεται στη σχετική έκθεση, η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων δεν φαίνεται να παρουσίασε επιδείνωση κατά το 2022, αλλά, αντίθετα, εξακολούθησε να βελτιώνεται. Η βελτίωση στην ποιότητα του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα κατά την Κεντρική, αντικατοπτρίζεται τόσο στη μείωση του δείκτη των ΜΕΔ όσο και στη μείωση του ποσοστού των χορηγήσεων που κατηγοριοποιούνται στο Στάδιο 2 σύμφωνα με το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Aναφοράς 9 (IFRS 9). Ειδικότερα, στις 31 Δεκεμβρίου 2022, ο συνολικός δείκτης ΜΕΔ βρισκόταν στο 9,5%, καταγράφοντας βελτίωση σε σχέση με το τέλος του 2021 (11%), παρά την αύξηση που παρατηρήθηκε στον δείκτη ΜΕΔ σε ορισμένους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, καθώς τα πιστωτικά ιδρύματα συνέχισαν τη διαδικασία απομόχλευσης των ισολογισμών τους, μέσω της πώλησης χαρτοφυλακίων ΜΕΔ αλλά και της διαγραφής δανείων.
Παρά τη σημαντική βελτίωση που επιτεύχθηκε όσον αφορά το επίπεδο των ΜΕΔ, αξίζει να σημειωθεί ότι ο εγχώριος τραπεζικός τομέας διατηρεί ακόμη τον δεύτερο πιο υψηλό δείκτη ΜΕΔ μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., και είναι σημαντικά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τού 1,8%.
Επισημαίνεται ότι η βελτίωση στον δείκτη ΜΕΔ προήλθε κυρίως από τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα. Τα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα εξακολουθούν να υστερούν σημαντικά στη μείωση των ΜΕΔ τους, με τον σχετικό δείκτη ΜΕΔ να βρίσκεται γύρω στο 25% στις 31 Δεκεμβρίου 2022. «Ως εκ τούτου, τα συγκεκριμένα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να επιταχύνουν τις προσπάθειες για εξυγίανση των ισολογισμών τους», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
ΜΕΔ το 77% στους Servicers
Κατά τις 31 Δεκεμβρίου 2022, χορηγήσεις λογιστικής αξίας 8,1 δισ. ευρώ βρίσκονταν στους ισολογισμούς των Εταιρειών Εξαγοράς Πιστώσεων, με το 77,7% να αφορά ΜΕΔ. Από ό,τι φαίνεται η Κεντρική προχώρησε σε αλλαγή στον τρόπο αναφοράς/καταγραφής των δανείων τους, αφού πλέον καταγράφει τη λογιστική αξία, αντί του συμβατικού υπολοίπου όπως γινόταν στις προηγούμενες εκθέσεις. Παρά το γεγονός ότι το εξυπηρετούμενο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου των Servicers αναμένεται να επηρεαστεί δυσμενώς τόσο από τον πληθωρισμό όσο και από τα αυξημένα δανειστικά επιτόκια, το υψηλό ποσοστό ΜΕΔ αναφέρει η Κεντρική πως υποδηλοί ότι ο κίνδυνος επιδείνωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών αυτών, και κατ’ επέκταση οι επιπτώσεις για την χρηματοοικονομική σταθερότητα, είναι χαμηλός. Οι εταιρείες αυτές έχουν εξελιχθεί σε σημαντικό μέρος του κυπριακού χρηματοοικονομικού τομέα, καθώς, μέσω της αγοράς δανείων από τα πιστωτικά ιδρύματα, ασκούν καταλυτικό ρόλο στη συνεχή προσπάθεια των πιστωτικών ιδρυμάτων για απομόχλευση του ισολογισμού τους και για βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου τους.