Kathimerini.gr
Βιτόρ Γκασπάρ, Μάριο Μανσούρ, Τσαρλς Βελουτίνι
Οι αναδυόμενες αγορές και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες χρειάζονται 3 τρισ. δολάρια ετησίως έως το 2030 προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τους αναπτυξιακούς στόχους τους και την κλιματική μετάβαση. Αυτό το ποσόν αντιστοιχεί στο 7%, περίπου, του αθροιστικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος αυτών των χωρών το 2022 και αποτελεί μια σοβαρότατη πρόκληση, ιδιαίτερα για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Η νέα μας έρευνα διαπιστώνει ότι πολλές χώρες έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν τους φορολογικούς συντελεστές ως προς το ΑΕΠ τους έως και κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες μέσω καλύτερου σχεδιασμού και ενίσχυσης των θεσμών, κάτι το οποίο θα τους δώσει τη δυνατότητα να παράσχουν στον πληθυσμό καίριες δημόσιες υπηρεσίες. Επιπροσθέτως, η αξιοποίηση αυτού του δυναμικού θα συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη και στην επιχειρηματικότητα του ιδιωτικού τομέα. Η ευκολότερη χρηματοδότηση, με τη σειρά της, σε συνδυασμό με αποτελεσματικές και καλά στοχευμένες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης των δικτύων κοινωνικής ασφάλειας, θα συνέβαλλε πολύ στην επίτευξη μιας βιώσιμης ανάπτυξης. Η μέση αναλογία φόρου/ΑΕΠ στις αναδυόμενες αγορές και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες έχει ανέλθει κατά περίπου 3,5 ποσοστιαίες μονάδες σε 5 ποσοστιαίες μονάδες από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ως επί το πλείστον λόγω των φόρων στην κατανάλωση, όπως οι φόροι προστιθέμενης αξίας και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης.
Ορισμένες χώρες σημείωσαν αξιοσημείωτη επιτυχία στην αύξηση των κρατικών εσόδων τους, όπως η Αλβανία, η Αργεντινή, η Αρμενία, η Βραζιλία, η Κολομβία και η Γεωργία, χώρες οι οποίες ενεργοποίησαν περισσότερο από 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης, ωστόσο, υλοποιήθηκε πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, υποδηλώνοντας ότι η πρόοδος ήταν δύσκολη και εύθραυστη εξαιτίας των πρόσφατων κραδασμών. Συν τοις άλλοις, η πρόοδος στην αύξηση των εσόδων από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ποικίλλει ευρέως μεταξύ των χωρών. Οι μισές αναδυόμενες οικονομίες και τα δύο τρίτα των χωρών χαμηλού εισοδήματος είχαν αναλογία φόρου/ ΑΕΠ το 2020 χαμηλότερη από 15%, ήτοι ένα οριακό σημείο, πέραν του οποίου διαπιστώθηκε ότι η ανάπτυξη επιταχύνεται. Και οι εύπορες χώρες έχουν συνήθως λιγότερα φορολογικά έσοδα, διότι ορισμένες κυβερνήσεις μείωσαν τους φόρους ως αποτέλεσμα των υψηλότερων εσόδων από την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου. Τα κράτη, συγκεκριμένα, έχουν μεγάλα περιθώρια συλλογής υψηλότερων εσόδων με βάση το φορολογικό δυναμικό τους, δηλαδή, μπορούν να φθάσουν στο μέγιστο, που μπορούν να συγκεντρώσουν, δεδομένων της οικονομικής δομής και των θεσμών τους. Διαπιστώνουμε ότι οι χώρες χαμηλού εισοδήματος θα μπορούσαν να αυξήσουν τον λόγο φόρου προς ΑΕΠ έως και 6,7 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσον όρο.
Η δε αναβάθμιση των θεσμών, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της διαφθοράς, στα επίπεδα των αντιστοίχων στις αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς, θα είχε ως αποτέλεσμα μια επιπλέον αύξηση 2,3 ποσοστιαίων μονάδων. Το συνολικό δυναμικό αύξησης εσόδων σε 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, ήτοι μια εκπληκτική αύξηση κατά δύο τρίτα σε σχέση με την αναλογία φόρου προς ΑΕΠ το 2020, θα συνέβαλλε πολύ στο να επιτρέψει στο κράτος να διαδραματίσει τον κρίσιμο ρόλο του στην ανάπτυξη. Ομοίως, τέλος, οι αναδυόμενες οικονομίες μπορούν να αυξήσουν την αναλογία φόρου προς ΑΕΠ 5 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσον όρο, ενώ η βελτίωση των θεσμών τους στα επίπεδα του μέσου όρου των προηγμένων οικονομιών θα μπορούσε να τον αυξήσει επιπλέον κατά 2 έως 3 μονάδες.
* Οι κ. Βιτόρ Γκασπάρ, Μάριο Μανσούρ και Τσαρλς Βελουτίνι είναι υψηλόβαθμα στελέχη φορολογικής πολιτικής και δημοσιονομικών υποθέσεων του ΔΝΤ. Το άρθρο δημοσιεύεται στο ιστολόγιο του ΔΝΤ.