Kathimerini.gr
Όταν ένας τελειόφοιτος Λυκείου μπαίνει στη διαδικασία να συμπληρώσει το μηχανογραφικό του, από πολλές φωνές στο περιβάλλον του ξεκινά να αντηχεί ένα αφήγημα που περιέχει, ουσιαστικά, την ίδια ιστορία, με πρωταγωνιστή κάποιον που πήρε πτυχίο από μία σχολή και τώρα δουλεύει “σεζόν”, “σέρβις” ή σε κάποια θέση άσχετη με το γνωστικό αντικείμενο των σπουδών του. Αυτό γίνεται πολύ συχνά πραγματικότητα μετά την κατάκτηση του πτυχίου, όπου οι νέοι πτυχιούχοι βρίσκονται αντιμέτωποι με το γεγονός ότι οι οικονομικές ανάγκες είναι επείγουσες και οι θέσεις εργασίας που πραγματικά θέλουν υπερβολικά λίγες. Έτσι καταλήγουν με πτυχία και μεταπτυχιακά τα οποία «χαραμίζονται» σε δουλειές που έχουν μεν πολλές διαθέσιμες θέσεις εργασίας, όπως ο τουρισμός και οι υπηρεσίες, αφήνουν όμως ανεκμετάλλευτο ένα πλεόνασμα ικανοτήτων και γνώσεων.
Τα δεδομένα της Eurostat επαληθεύουν αυτήν την τόσο «κοινή» ελληνική ιστορία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, η Ελλάδα είναι δεύτερη στην Ευρώπη μετά από την Ισπανία στο ποσοστό των εργαζομένων που είναι καταρτισμένοι περισσότερο από όσο απαιτεί το πόστο εργασίας τους, με σχεδόν έναν στους τρεις να συγκαταλέγεται σε αυτήν τη κατηγορία. Την τρίτη θέση καταλαμβάνει η Κύπρος.
Πέρα από την υπερβάλλουσα κατάρτιση, ο αριθμός των ανθρώπων στην Ελλάδα που εργάζονται σε διαφορετικό γνωστικό τομέα από αυτόν που σπούδασαν είναι εξίσου ιδιαίτερα ψηλός. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είχε το υψηλότερο μερίδιο σε αυτήν την κατηγορία το 2019, με το 42% των εργαζόμενων να απασχολούνται σε μη σχετικό των σπουδών τους πεδίο.
Προβληματικό παραγωγικό υπόδειγμα
Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στην κορυφή των δεικτών και στις δύο διαφορετικές κατηγορίες αναντιστοιχίας, την οριζόντια, αυτή δηλαδή που εμπεριέχει τους πτυχιούχους που δουλεύουν σε μη σχετικό με την εκπαίδευσή τους τομέα, αλλά και την κάθετη, όπου οι εργαζόμενοι έχουν υπερβολική εκπαίδευση για τη θέση στην οποία απασχολούνται. Μιλώντας στην «Κ», ο κ. Άγγελος Ευστράτογλου, επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, υποδεικνύει ως βασικό λόγο αυτής της αναντιστοιχίας το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας. «Η χώρα απαρτίζεται από πολύ μικρές επιχειρήσεις χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης που δεν απαιτούν τόσους πολλούς πτυχιούχους. Απαρτίζεται από κλάδους όπως είναι η γεωργία, το εμπόριο και τα ξενοδοχεία. Παρόλα αυτά, επειδή είναι πολύ μεγάλοι κλάδοι και απασχολούν πολύ μεγάλο αριθμό εργαζομένων, σε αυτούς τους κλάδους αναγκαστικά βρίσκουν δουλειά και οι πτυχιούχοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κάνοντας δουλειές που απαιτούν χαμηλότερο εκπαιδευτικό υπόβαθρο».
Μία πολύ «ρηχή» οικονομία
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η οπτική του κ. Ηλία Κικίλια, ερευνητή του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, ο οποίος επικεντρώνεται επίσης στη δομή της ελληνικής οικονομίας. «Η Ελλάδα έχει μία πολύ ρηχή οικονομία. Οι θέσεις που δημιουργεί η οικονομία είναι κατά κύριο λόγο χαμηλών εκπαιδευτικών προσόντων και κατά συνέπεια δεν έχουν καμία αντιστοιχία με την προσφορά εργασίας, ειδικά του ανθρώπινου δυναμικού υψηλού επιπέδου. Αν δείτε την ελληνική οικονομία το 90% του ΑΕΠ είναι κατανάλωση, με κυρίαρχες τις επιχειρήσεις που απασχολούν έως άτομα».
Ο ίδιος σημειώνει πως η οικονομία δεν μπορεί να απορροφήσει τους πτυχιούχους και αυτό δεν έχει μεταβληθεί παρά τις όποιες αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών. Την ίδια ώρα η οικονομική ανάγκη οδηγεί τους πτυχιούχους στη γνωστή κατεύθυνση του να εργάζονται σε θέσεις που δεν συνάδουν με το μορφωτικό τους επίπεδο. «Ακόμα και μετά τη μετανάστευση 400 – 500 χιλιάδων ανθρώπων με υψηλά προσόντα, ακόμα υπάρχει μία πλεονάζουσα αγορά εργασίας η οποία δεν μπορεί να απορροφηθεί διότι δεν υπάρχουν αντίστοιχες θέσεις. Άρα τι γίνεται; Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά για να ζήσουν αναγκάζονται να δουλέψουν σε θέσεις που θα ήταν για αποφοίτους λυκείου ή γυμνασίου. Που δεν χρειάζεται δηλαδή κάποια ιδιαίτερη εκπαίδευση».
Ασπίδα προστασίας απέναντι στην ανεργία
Η αναντιστοιχία εκπαίδευσης και εργασίας φαίνεται ότι θα παραμείνει στη χώρα, καθώς «η ψαλίδα δεν φαίνεται να κλείνει καθόλου», σχολιάζει στην «Κ» ο κ. Άγγελος Ευστράτογλου. «Ο μόνος τρόπος για να μειωθεί είναι να έχουμε ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, πράγμα που δεν συμβαίνει τη δεδομένη στιγμή» αναφέρει.
Παρόλα αυτά, ο κ. Ευστράτογλου υπογραμμίζει πως δεν πρέπει να παραμερίζουμε την αξία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. «Το υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο και γενικότερα η εκπαίδευση λειτουργούν κατά κάποιον τρόπο σαν ασπίδα προστασίας και απέναντι στην ανεργία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας συγκριτικά και με τους απόφοιτους λυκείου ή και γυμνασίου».