Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Νέοι προβληματισμοί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στις μεγάλες τράπεζες και στους θεσμούς προκαλεί το στοίχημα του «soft landing», ελληνιστί «ομαλή προσγείωση», των οικονομιών μετά την αύξηση των επιτοκίων και του πληθωρισμού. Η προσοχή πλέον εστιάζεται στο να μην γίνει ένα «hard landing», ελληνιστί «σκληρή προσγείωση», αφού όπως εκτιμάται οι κύριες επιπτώσεις της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής στον πληθωρισμό δεν έχουν ακόμη εκδηλωθεί. Πρακτικά, η ΕΚΤ ισορροπεί σε ένα τεντωμένο σχοινί μεταξύ της συγκράτησης του πληθωρισμού, υψηλών επιτοκίων, ακρίβειας, μείωσης δανεισμού και περιορισμού της κατανάλωσης. Έδειξε –ομολογουμένως– αργά αντανακλαστικά σε σχέση με τη συγκράτησή του, αφού ενώ ήδη αυξανόταν επικίνδυνα, έως ότου αρχίσει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είχαν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα. Ο πληθωρισμός έφτασε έως και σε χαμηλά διψήφια ποσοστά, μέχρι να μπουν σε εφαρμογή και να έχουν επίδραση οι αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Από τον Ιούλιο του 2022 η ΕΚΤ έχει αυξήσει τα επιτόκια κατά 4,5% και έφτασε κοντά ένας χρόνος για να μειωθεί δραματικά ο πληθωρισμός και να φτάσει κοντά στο 6% ως μέσος όρος στην Ευρώπη. Στην Κύπρο ο πληθωρισμός είναι σε ακόμα καλύτερα επίπεδα, στο 4%, και εκτιμάται βάσει της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου να πάει κοντά στον στόχο του 2% το 2025. Επιστρέφοντας ξανά στο στοίχημα του «soft landing», οι ανησυχίες εστιάζονται στο ότι δεν θα πρέπει να επαναληφθεί αυτή η αργή ανταπόκριση των θεσμών όπως έγινε με τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Το μήνυμα που έχει σταλεί πλέον είναι η συγκράτηση της κατανάλωσης, με τον δανεισμό να έχει καταστεί σημαντικά πιο ακριβός συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, και συγχρόνως προωθείται η αποταμίευση. Αυτή η στάση λοιπόν θα πρέπει να κρατηθεί για όσο είναι υγιής για τις οικονομίες, και η ΕΚΤ να «απασφαλίσει» δίνοντας –σταδιακά– διαφορετικό μήνυμα για εκκίνηση της κατανάλωσης εκ νέου. Εάν καθυστερήσει να δοθεί αυτό το μήνυμα, οι οικονομίες θα αρχίσουν να φλερτάρουν με τη λέξη «ύφεση», που είναι σίγουρα απαγορευμένη και φέρνει αλλεργίες.
Σε εγρήγορση
Οι όροι «soft και hard landing» έπαιξαν πολύ στο συνέδριο της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου που διοργανώθηκε με κύριους ομιλητές τον πρόεδρο της γερμανικής Bundesbank, δρ Joachim Nagel και τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, κ. Κωνσταντίνο Ηροδότου. Κατά τον Γερμανό τραπεζίτη είναι υπαρκτές οι ανησυχίες ότι η τρέχουσα κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής μπορεί να είναι πολύ περιοριστική για την οικονομία, ωστόσο εκτιμά πως ένα «hard landing» μπορεί να αποφευχθεί, καθώς, όπως είπε, η αγορά εργασίας, τα χαμηλά επίπεδα χρέους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και η έντονη επενδυτική δραστηριότητα υποδηλώνουν ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ένα «soft landing». Την ίδια ώρα, ο δρ Nagel απέστειλε το μήνυμα ότι θα μπορούσε να βλάψει περισσότερο την οικονομία ένα απότομο «σκαμπανέβασμα» των επιτοκίων, παρά μία ομαλή προσέγγιση.
Από πλευράς του ο διοικητής Ηροδότου, αν και εμφανίστηκε αισιόδοξος λέγοντας πως οι οικονομικές προβλέψεις της Ευρωζώνης υποδηλώνουν συγκράτηση της ανάπτυξης με αποφυγή όμως ενός «hard landing», τόνισε ότι πρέπει να παραμείνουν οι Κεντρικές Τράπεζες αφοσιωμένες στην προσαρμογή των πολιτικών τους ώστε να ανταποκριθούν σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον. Σχολίασε δε, πως, οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές είναι θετικές υπό την έννοια ότι τα σενάρια μας για τις αρνητικές περιπτώσεις δεν έχουν υλοποιηθεί. Όπως υπέδειξε ο διοικητής, οι προβλέψεις για το 2023 στην Ευρωζώνη προβλέπουν αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 0,7%, αυξανόμενο σταδιακά στο 1,5% έως το 2025. Για την Κύπρο είπε πως, βλέπουμε τις ίδιες τάσεις, αλλά σε σχετικά υψηλότερα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, η ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει το 2,4% το 2023, με περαιτέρω άνοδο στο 2,7% το 2024 και στο 3,1% το 2025. «Η πρόβλεψη για τη Ζώνη του Ευρώ λαμβάνει υπόψη αρκετούς παράγοντες όπως η ισχύς της αγοράς εργασίας, αν και μετριάζεται το απαιτητικό εξωτερικό περιβάλλον, ο αντίκτυπος της συνεχιζόμενης σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής, και τη σταδιακή απόσυρση της στήριξης της δημοσιονομικής πολιτικής», συμπλήρωσε.
Μειώνονται τα δάνεια
Τον Ιούλιο του 2022 το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια, και έκτοτε τα έχει ανεβάσει συνολικά 10 φορές, στις 450 μονάδες βάσης. Όταν αλλάζει η ΕΚΤ τα βασικά επιτόκια, η μεταβολή αντανακλάται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σε ολόκληρη την οικονομία, μεταξύ άλλων και στα τραπεζικά δάνεια, τα δάνεια μέσω της αγοράς, τα ενυπόθηκα δάνεια, τα επιτόκια τραπεζικών καταθέσεων και άλλα επενδυτικά μέσα. Έτσι παρατηρείται και μείωση στον δανεισμό από καταναλωτές στις τράπεζες. Από πλευράς ζήτησης, όπως καταγράφει η τελευταία έκθεση της Κεντρικής για το δανεισμό, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2023 η καθαρή ζήτηση δανείων στην Κύπρο από επιχειρήσεις και νοικοκυριά για στεγαστικά δάνεια και, περισσότερο, για καταναλωτικά και λοιπά δάνεια συνέχισε να καταγράφει μείωση. Στη μείωση της καθαρής ζήτησης επιχειρηματικών δανείων το δεύτερο τρίμηνο του 2023 συνέβαλαν, σύμφωνα με την έρευνα, τα υψηλότερα επιτόκια και η μειωμένη ζήτηση για χρηματοδότηση πάγιων επενδύσεων, αν και σε μικρότερο βαθμό από το προηγούμενο τρίμηνο.
Από την άλλη, η ζήτηση για χρηματοδότηση αποθεμάτων και κεφαλαίων κίνησης συνέχισε να αυξάνεται και αυτό το τρίμηνο, ενδεχομένως λόγω των υψηλών τιμών της ενέργειας και του υψηλού κόστους των πρώτων υλών/προϊόντων. Όσον αφορά τα νοικοκυριά, η καθαρή ζήτηση για στεγαστικά δάνεια το δεύτερο τρίμηνο του 2023 μειώθηκε, σε μικρότερο όμως βαθμό από τα προηγούμενα πέντε τρίμηνα. Η μείωση στη ζήτηση στεγαστικών δανείων κατά το εν λόγω τρίμηνο αποδίδεται –από τις τράπεζες– στα υψηλότερα επιτόκια και στην επιδείνωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Αντίστοιχα, η μείωση της ζήτησης για καταναλωτικά και λοιπά δάνεια επίσης αποδίδεται –σύμφωνα με την έρευνα– στη μείωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, στο γενικό επίπεδο των επιτοκίων αλλά και στη μείωση των δαπανών για αγορά διαρκών καταναλωτικών αγαθών.