Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Μήνυμα για εγρήγορση από πιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης που έχει προεκτάσεις και στις κυπριακές τράπεζες απέστειλε ο Πρόεδρος του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, Άντρεα Ένρια, ένεκα πληθωριστικών πιέσεων και παγκόσμιας ύφεσης το 2023 που μπορεί να αγγίξει το 0,9%. Όπως ανέφερε σε γενικές γραμμές ο ισχυρός άνδρας του SSM στη Βιέννη στις 4 Νοεμβρίου ενώπιον του Αυστριακού οικονομικού συνεδρίου, μέχρι στιγμής το ευνοϊκό περιβάλλον των επιτοκίων έχει λειτουργήσει καλά για τις τράπεζες, αλλά πρέπει να παραμείνουν σε εγρήγορση για τις εξελίξεις στις προοπτικές κινδύνου. Συγκεκριμένα, υπέδειξε να ενεργούν προληπτικά στην έγκαιρη αναγνώριση και διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου και να γνωρίζουν πιθανές παγίδες στις εκτιμήσεις που παρέχουν τα δικά τους εσωτερικά μοντέλα. Οι μεγάλες και γρήγορες αυξήσεις των επιτοκίων, σε συνδυασμό με την προοπτική χαμηλής ή αρνητικής ανάπτυξης, και ο πληθωρισμός που οδηγεί σε αύξηση της κατανάλωσης και του επενδυτικού κόστους μπορούν να δυσκολέψουν ορισμένους δανειολήπτες ενυπόθηκων δανείων να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, ιδιαίτερα σε εκείνες τις αγορές της ζώνης του ευρώ όπου σημαντικό ποσοστό στεγαστικών δανείων για κατοικίες έχουν χορηγηθεί με κυμαινόμενα επιτόκια.
Η Κύπρος έδωσε πολλά νέα δάνεια τόσο το 2020 και 2021 όσο και στο πρώτο ενιάμηνο του 2022 όπως έχει στην διάθεσή της η «Κ».
Η Κύπρος δεν αποτελεί σίγουρα εξαίρεση από τα λόγια του Ιταλού τραπεζίτη. Τα καθαρά έσοδα από τόκους συνέχισαν την ανοδική τους πορεία το δεύτερο τρίμηνο του 2022. Και τα αποτελέσματα των τραπεζών στην Ευρωζώνη δείχνουν ότι αυτή η άνοδος οφείλεται στον υψηλότερο δανεισμό στην οικονομία και στην αύξηση των επιτοκιακών περιθωρίων, τα οποία συνέχισαν να ανακάμπτουν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η Κύπρος είναι ένα από τα κράτη που έδωσε πολλά νέα δάνεια τόσο το 2020 και το 2021 όσο και στο πρώτο ενιάμηνο του 2022, σύμφωνα με στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η «Κ». Συγκεκριμένα, το 2020 ο νέος δανεισμός που έδωσαν οι τράπεζες έφτασε τα 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ, το 2021 τα νέα δάνεια έφτασαν τα 2,9 δισεκατομμύρια και στο πρώτο εννιάμηνο του 2022 οι κυπριακές τράπεζες έχουν παραχωρήσει δάνεια 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ. Για να υπάρχει σύγκριση, ο νέος δανεισμός του 2019 έφτασε τα 3,2 δισεκατομμύρια ευρώ, το 2018 έφτασε τα 3,1 δισεκατομμύρια, το 2017 τα 3,2 δισεκατομμύρια ευρώ και το 2016 ήταν στα 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτομάτως σημαίνει πώς αν και οι κυπριακές τράπεζες έχουν θέσει πολύ αυστηρότερα κριτήρια παραχώρησης δανείων και είναι προσεκτικές, δεν θα πρέπει να εφησυχάζονται, όπως άλλωστε επισημαίνει και ο Πρόεδρος του SSM. Παραμένει ασαφές ποιος μπορεί να είναι ο αντίκτυπος του πολέμου σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, των νοικοκυριών και του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς η πιθανότητα λήψης έκτακτων μέτρων νομισματικής και δημοσιονομικής στήριξης σε ευρεία βάση, φαίνεται σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι στην πανδημία.
Πολλές προειδοποιήσεις είχαν γίνει και όταν είχε εφαρμοστεί και το μορατόριουμ των δόσεων. Σύμφωνα με τις τότε εκτιμήσεις, μόλις τελείωνε η αναστολή των δόσεων των δανείων τον Δεκέμβριο του 2020 οι κύπριοι πολίτες δεν θα μπορούσαν να αρχίσουν να εξυπηρετούν τις δόσεις τους. Σε αυτό συνέβαλε η μεγάλη συμμετοχή στο Σχέδιο αναστολής της δόσης, που έφτανε το 50%. Ήταν τότε ευρωπαϊκή πρωτιά, που ευτυχώς δεν επιβεβαιώθηκαν οι εκτιμήσεις αυτές. Οι τράπεζες έχουν αναφέρει πως πάνω από το 95% των δανειοληπτών που έλαβαν αυτό το μέτρο – ευκολία για τους εννέα μήνες κατάφεραν να επιστρέψουν ομαλά στην καταβολή των δόσεών τους.
Φυσήξαμε τον χυλό
Όπως μετέφερε ο Άντρεα Ένρια στην ομιλία του, διαισθάνεται πως εξαπλώνεται μια ολοένα και πιο αισιόδοξη στάση στις τράπεζες, η οποία προκαλεί μια ορισμένη απροθυμία εκ μέρους τους να συμμετάσχουν σοβαρά σε εποπτικές συζητήσεις σχετικά με τους καθοδικούς κινδύνους που διέπουν τις μακροοικονομικές και χρηματοοικονομικές προοπτικές. Στην Κύπρο, οι τράπεζες κατά την παρουσίαση των οικονομικών τους αποτελεσμάτων όπου πάντα είναι παρούσα η «Κ», δεν δηλώνουν ιδιαίτερα ανήσυχες για την παρούσα κρίση, δηλώνουν βέβαια πως παρακολουθούν την κατάσταση και τους κινδύνους που δημιουργούνται. Πάντως, ο κ. Ένρια, ως εξήγηση της «χαλαρότητας» των τραπεζών γενικότερα, σημειώνει πως η στάση της υπεραισιοδοξίας βρίσκεται στην προειδοποίηση που εξέδωσαν μαζί με άλλα θεσμικά όργανα και δημόσιους φορείς, κατά την έναρξη της πανδημίας COVID19 το 2020, όταν εξέφρασαν ανησυχίες για μια μαζική υποβάθμιση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων. Οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ για την πιθανή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) εκ των υστέρων αποδείχθηκαν –όπως ο ίδιος τις χαρακτηρίζει- «υπερβολικά απαισιόδοξες» υπό το πρίσμα της ταχύτερης από την αναμενόμενη ανάκαμψη της οικονομίας.
Πρόβλημα τα καταναλωτικά
Όπως γίνεται συνήθως, οι κρίσεις δεν περνούν αμέσως στα κυπριακά δεδομένα. Στην ομιλία του ο κ. Ένρια δήλωσε ότι οι όγκοι των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκαν σχεδόν σε όλα τα χαρτοφυλάκια το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, αλλά πρόσφατα άρχισαν να αυξάνονται στον τομέα των καταναλωτικών δανείων. Λόγω της αρνητικής ευαισθησίας του καταναλωτικού δανεισμού στην αύξηση των επιτοκίων και δεδομένου ότι οι καταναλωτικοί δανειστές είναι από τις λίγες τράπεζες που είδαν τα καθαρά έσοδα από τόκους να μειώνονται το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, η δυναμική αυτού του χαρτοφυλακίου χρήζει -όπως ο ίδιος τονίζει- ιδιαίτερης προσοχής.
Πάντως, στις κυπριακές τράπεζες, βάσει των οικονομικών αποτελεσμάτων τους, δεν φαίνεται να έχουν αυξηθεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Την ίδια αποτύπωση έχουν και τα στοιχεία που παρουσιάζει η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου από την αρχή του έτους. Παρουσιάζουν μια μικρή μείωση, συγκεκριμένα από τα 3,02 δισεκατομμύρια ευρώ, στα 2,82 δισεκατομμύρια ευρώ τον Αύγουστο του 2022. Τον Ιανουάριο του 2022 ήταν, όπως προαναφέρθηκε, στα 3,02 δισ. ευρώ, τον Φεβρουάριο στα 2,92 δισ. ευρώ, το Μάρτιο στα 2,94 δισ. ευρώ, τον Απρίλιο στα 2,96 δισ. ευρώ, το Μάιο στα 2,98 δισ. ευρώ, τον Ιούνιο στα 2,92 δισ. ευρώ, τον Ιούλιο στα 2,85 δισ. ευρώ και τον Αύγουστο μειώθηκαν στα 2,82 δισ. ευρώ.
Οι προβλέψεις
Στις προβλέψεις του προσωπικού της ΕΚΤ για τον Σεπτέμβριο του 2022, σε ένα καθοδικό σενάριο που συνεπάγεται πλήρη διακοπή των ροών ρωσικού φυσικού αερίου καθώς και πετρελαίου στη ζώνη του ευρώ χωρίς πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές φυσικού αερίου, υψηλότερες τιμές των εμπορευμάτων, ασθενέστερο εμπόριο, επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης και αυξημένη αβεβαιότητα, η αύξηση του ΑΕΠ θα μπορούσε να είναι αισθητά αρνητική (-0,9%) το 2023.
Από πλευράς της η ΚΤΚ προβλέπει πως, παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση στο ΑΕΠ το 2022 σε σχέση με ισχυρή οικονομική ανάπτυξη ύψους 6,6% το 2021, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης το δεύτερο εξάμηνο του 2022 αναμένεται να παραμείνει θετικός. Αναλυτικότερα, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης για ολόκληρο το 2022 αναμένεται να ανέλθει στο 5,5% σύμφωνα με τις ενδιάμεσες προβλέψεις του Σεπτεμβρίου 2022 της ΚΤΚ.