Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Αναζητείται η φόρμουλα για τη νέα πιθανή τρίμηνη αναστολή εκποιήσεων, ώστε και να προστατευθούν οι ευάλωτοι δανειολήπτες, αλλά και να μην επηρεαστεί η οικονομία από αποφάσεις που μπορούν να πλήξουν την αξιοπιστία της. Η αναστολή της διαδικασίας εκποίησης ενυπόθηκων ακινήτων που αφορά κύρια κατοικία με εκτιμημένη αξία, η οποία δεν υπερβαίνει τις 350 χιλιάδες ευρώ, επαγγελματικής στέγης με ετήσιο κύκλο εργασιών που δεν υπερβαίνει τις 750 χιλιάδες ευρώ και αγροτεμάχιο η εκτιμημένη αξία του οποίου δεν υπερβαίνει τις 100 χιλιάδες ευρώ κρίνεται ως υπερβολική, καθώς δεν αντικατοπτρίζουν περιπτώσεις δανειοληπτών που αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω δυσκολιών που δημιουργήθηκαν από την πανδημία, τον πληθωρισμό ή τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αφορούν περιπτώσεις πάνω από μία δεκαετία, υπάρχουν και περιπτώσεις που αγγίζουν την εικοσαετία.
Ενώ τις τελευταίες ημέρες έχει δημιουργηθεί κλίμα με το οποίο ενδεχομένως να περνούσε μόνο η αναστολή των εκποιήσεων για ενυπόθηκα ακίνητα κύριας κατοικίας με εκτιμημένη αξία η οποία δεν υπερβαίνει τις 350 χιλιάδες ευρώ, φαίνεται πως και πάλι τίποτα δεν είναι σίγουρο. Μεταξύ των πιθανών σεναρίων που εξετάζονται, είναι να αναθεωρηθεί ο νόμος που θα πάει για ψήφιση, ώστε να εξαιρεθούν τα αγροτεμάχια, αλλά και ίσως και να μειωθεί και η αξία της επαγγελματικής στέγης. Όλα τα παραπάνω μπορεί να αλλάξουν μέχρι και την τελευταία στιγμή που θα οδηγηθεί στην Ολομέλεια της Πέμπτης. Το επικρατέστερο σενάριο από τα παραπάνω, είναι να ψηφιστεί ένας συνδυασμός της προστασίας της κύριας κατοικίας έως 350 χιλιάδων ευρώ, αλλά και η προστασία της μικρής επαγγελματικής στέγης, με μειωμένο ωστόσο το ποσό αξίας 750 χιλιάδων ευρώ. Το βάρος έχει πέσει πλέον στα «θέλω» των εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων, καθώς όπως έχει γίνει αντιληπτό βάσει δηλώσεων στην Επιτροπή Οικονομικών που εξετάζει το νομοσχέδιο, είναι και αυτές που ασκούν μεγαλύτερες πιέσεις στους δανειολήπτες. Οι τράπεζες διαμηνύουν πως όσες εκποιήσεις προχωρούν δεν αφορούν σε καμία περίπτωση κύριες κατοικίες μικρής αξίας και κάτω των 350 χιλιάδων ευρώ, καθώς υπάρχουν πολλές άλλες περιπτώσεις δανειοληπτών που δεν συνεργάζονται για να ρυθμίσουν αναλόγως.
Ταμείο, Οίκοι και τράπεζες
Όταν παλαιότερα γινόταν λόγος για επιπτώσεις στην οικονομία από αποφάσεις για αναστολή των εκποιήσεων, σημαντικό επιχείρημα ήταν μεν η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ωστόσο εξίσου σημαντικό επιχείρημα ήταν και η προστασία της πιστοληπτικής διαβάθμισης της κυπριακής οικονομίας. Πέραν αυτών των δύο επιχειρημάτων, εκ των οποίων το ένα, επί της ουσίας, έχει «πέσει» καθώς οι Οίκοι αξιολόγησης όχι μόνο δεν υποβαθμίζουν την Κύπρο από το 2018, αλλά συνεχώς την αναβαθμίζουν, εκείνο που ενδεχομένως πλέον να έχει μεγάλη βάση είναι η εκταμίευση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η Κύπρος ακόμα δεν έχει λάβει το κονδύλι που σχετίζεται με τα νομοσχέδια που πέρασε το καλοκαίρι και σχετίζονταν με την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και τις εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων.
Συγκεκριμένα, η Κύπρος ενώ έχει ολοκληρώσει τα 14 ορόσημα, πράγμα που της δίνει τη δυνατότητα να λάβει την πρώτη δόση του ταμείου ανάκαμψης ύψους 85 εκατ. ευρώ, είναι ακόμα υπό εξέταση από την αρμόδια Αρχή. Η αρμόδια Αρχή εάν αντιληφθεί πως υπάρχει μεγάλο πρόβλημα σε σχέση με νόμο που ψήφισε η Κύπρος και σχετίζεται με την αντιμετώπιση των ΜΕΔ, τότε υπάρχει πιθανότητα είτε να καθυστερήσει η εκταμίευση, είτε και να μας την αρνηθούν αφού στην ουσία δεν εφαρμόζουμε ό,τι ψηφίσαμε.
Συγχρόνως, κίνδυνοι δημιουργούνται και για τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς ναι μεν οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων δεν έχουν κεφαλαιακά ζητήματα, ωστόσο οι τράπεζες έχουν, σε μία περίοδο που διανύουμε με αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον. Όπως αναφέρουν οι τράπεζες, οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός) έχουν διαμηνύσει σε πολύ αυστηρό τόνο ότι οι συνεχείς τροποποιήσεις της νομοθεσίας, και ειδικά των χρονοδιαγραμμάτων που αφορούν τις διαδικασίες ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων αυξάνουν τον πιστωτικό κίνδυνο με πιθανές συνέπειες στις τράπεζες. Όπως σημειώνουν οι τράπεζες, ο καθορισμός των κεφαλαιακών αναγκών, συμπεριλαμβανομένου του Πυλώνα ΙΙ και των αναγκαίων προβλέψεων για τις ΜΕΔ, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις παραδοχές που αφορούν την αξία των εξασφαλίσεων. Συνεπώς, η αβεβαιότητα σε σχέση με τη σταθερότητα του κυπριακού νομικού πλαισίου και η συνεχής τροποποίηση, ή επιμήκυνση, ή αναστολή των διαδικασιών και χρονοδιαγραμμάτων ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων μπορεί να οδηγήσουν σε επιβολή αύξησης κεφαλαίων και επιπλέον προβλέψεων.
Κυρίως χωράφια και οικόπεδα
Σύμφωνα με ρεπορτάζ που παρουσίασε η «Κ» στο παρελθόν, το 2020 και το 2021 έγιναν συνολικά 1.528 πλειστηριασμοί από τράπεζες και εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων, από τους οποίους πωλήθηκαν συνολικά 233 ακίνητα. Τα ίδια στοιχεία αναφέρουν πως πάνω από το 70% αφορούν χωράφια και οικόπεδα, ενώ ένα 15 – 20% αφορά διαμερίσματα. Τα υπόλοιπα αφορούν κατοικίες, καταστήματα και οικόπεδα με κτήρια. Με βάση τα ίδια στοιχεία που έχει στην κατοχή της η «Κ», 128 χωράφια και οικόπεδα πωλήθηκαν με πλειστηριασμό το 2020, ενώ το 2021 τα χωράφια και τα οικόπεδα ήταν 30. Χωράφια με κτήριο και οικόπεδα με κτήριο εκπλειστηριάστηκαν συνολικά 6 το 2020, ενώ το 2021 εκπλειστηριάστηκαν 5. Όσον αφορά σε διαμερίσματα και κατοικίες το 2020 εκπλειστηριάστηκαν 46, και το 2021 εκπλειστηριάστηκαν 10. Για βιομηχανικούς χώρους, κατοικίες με κατάστημα και άδειες κατοικίες οι εκπλειστηριασμοί που έγιναν ήταν πολύ λίγοι. Τέλος, περίπου για ένα 12% επιτυγχάνεται πράξη.