ΠΗΓΗ: Reuters
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή μπορούν να κοστίσουν στη Γερμανία αθροιστικά πάνω από 900 δισεκατομμύρια δολάρια έως τα μέσα του αιώνα, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε σήμερα, Δευτέρα.
Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τις εταιρείες οικονομικής έρευνας Prognos και GWS, καθώς και το Ινστιτούτο Οικολογικής Οικονομικής Έρευνας, έρχεται ενώ το Βερολίνο επεξεργάζεται μια στρατηγική προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή που θα παρουσιαστεί σύντομα από το υπουργείο Περιβάλλοντος, αλλά και εν μέσω αντιπαράθεσης στον κυβερνητικό συνασπισμό σχετικά με το πώς η Γερμανία θα μπορούσε να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε ενεργοβόρους τομείς, όπως οι μεταφορές και οι κατασκευές, ώστε να καταστεί ουδέτερη ως προς τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2045.
Τα υπουργεία Οικονομίας και Περιβάλλοντος επικαλέστηκαν την έρευνα ως απόδειξη πως η ακραία ζέστη, η ξηρασία και οι πλημμύρες μπορούν να στοιχίσουν στη χώρα μεταξύ 280 και 900 δισ. ευρώ μεταξύ 2022 – 2050, αναλόγως του εύρους της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Τα κόστη αυτά περιλαμβάνουν απώλεια γεωργικών καλλιεργειών, ζημιές ή καταστροφή κτηρίων και υποδομών λόγω των κατακλυσμιαίων βροχοπτώσεων και πλημμυρών, προβλήματα στη μεταφορά εμπορευμάτων και πλήγμα στο σύστημα υγείας.
Στη μελέτη δεν εκτιμώνται οι μη οικονομικές ζημιές – όπως οι θάνατοι από καύσωνα και πλημμύρες και η απώλεια της βιοποικιλότητας.
Τα ακραία καιρικά επεισόδια έχουν στοιχίσει ήδη στη Γερμανία τουλάχιστον 145 δισ. ευρώ μεταξύ 2000 – 2021, εκ των οποίων η απώλεια 80 δισ. τα τελευταία πέντε χρόνια, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομίας.
Το πιθανό κόστος των ζημιών θα μπορούσε να μειωθεί πλήρως μέσω μέτρων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, όπως η αποθήκευση άνθρακα, στην περίπτωση της ήπιας κλιματικής αλλαγής, ενώ αναλόγως της έντασής της, θα μπορούσε να εξοικονομηθεί το 60-80% του κόστους ζημιάς.