Kathimerini.gr
Τα προϊόντα στα ράφια του σούπερ μάρκετ γίνονται μικρότερα, αλλά οι τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές παραμένουν οι ίδιες. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν αναμένεται να εξαφανιστεί, ακόμη και αν η οικονομία ανακάμψει και ο πληθωρισμός υποχωρήσει.
To «shrinkflation» –η μείωση του μεγέθους ή της ποσότητας ενός προϊόντος, την ώρα που η τιμή του παραμένει σταθερή– είναι ανεξέλεγκτο φαινόμενο. Καθώς η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει ζητήματα όπως το αυξανόμενο κόστος των πρώτων υλών, τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα και οι υψηλότεροι μισθοί των εργαζομένων μετά την πανδημία, οι καταναλωτές επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος των αυξανόμενων δαπανών της παραγωγικής διαδικασίας.
Είτε πρόκειται για χαρτί τουαλέτας είτε για ένα σακουλάκι πατατάκια, η πρακτική, που συμβαίνει κυρίως σε περιόδους πληθωρισμού, εμφανίζεται στα καταστήματα σε όλο τον κόσμο. Την περασμένη εβδομάδα, η γαλλική αλυσίδα σούπερ μάρκετ Carrefour έβαλε αυτοκόλλητα σε προϊόντα για να προειδοποιήσει τους καταναλωτές για το «shrinkflation».
Οι εταιρείες έχουν διαπιστώσει ότι ο μέσος καταναλωτής είναι πιθανότερο να παρατηρήσει μια αύξηση στην τιμή ενός προϊόντος, με αποτέλεσμα να δυσαρεστηθεί. Ετσι, χρησιμοποιούν τη μείωση των συσκευασιών, το «shrinkflation», ως έμμεσο τρόπο για να πετύχουν το ίδιο αποτέλεσμα.
Επειδή οι καταναλωτές είναι τόσο εστιασμένοι στο πώς οι αγορές επηρεάζουν τα πορτοφόλια τους, λέει η Κάμι Κρόλικ, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Saïd Business School του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, «είναι πιο πιθανό να παρατηρήσουν την αύξηση της τιμής παρά την ποσότητα του προϊόντος που “χάνεται” όταν συρρικνώνονται οι συσκευασίες».
Παράλληλα, συχνά οι αλλαγές γίνονται σταδιακά, για να μην είναι εύκολα αντιληπτές. Για παράδειγμα, ένα αγαπημένο ποτό που μπορεί να κυκλοφορούσε σε ένα μπουκάλι 340 γραμμαρίων ένα χρόνο νωρίτερα, μπορεί τώρα να προσφέρεται στην ίδια τιμή, αλλά η συσκευασία του να έχει συρρικνωθεί στα 283 γραμμάρια, μεταδίδει το BBC. Και οι ειδικοί λένε ότι από τη στιγμή που τα νέα μεγέθη μπήκαν στο ράφι, το πιθανότερο είναι ότι θα παραμείνουν έτσι.
Ως απάντηση, οι καταναλωτές συχνά στρέφονται σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Ωστόσο ακόμη και αυτό δεν είναι τόσο εύκολο. Παράδειγμα, αποτελεί το βρεφικό γάλα, όπου οι αγοραστές δυσκολεύονται συνήθως να αλλάξουν τη μάρκα τους εάν το μωρό τους έχει ήδη συνηθίσει μια συγκεκριμένη γεύση.
Την ίδια στιγμή, συχνά επικρατεί ένα νέο φαινόμενο. «Αφού τα προϊόντα μειώνονται επανειλημμένως σε μέγεθος, ο κατασκευαστής θα κυκλοφορήσει μια νέα, μεγαλύτερη εκδοχή τους – μερικές φορές με ένα φανταστικό νέο όνομα», επισημαίνει ο Eντγκαρ Ντουόρσκι, πρώην δικηγόρος για τα δικαιώματα των καταναλωτών στις ΗΠΑ. Με αυτό τον τρόπο, οι καταναλωτές πληρώνουν υψηλότερη τιμή γι’ αυτή την «αναβάθμιση».
Στα πατατάκια, για παράδειγμα, οι συσκευασίες συνέχισαν να συρρικνώνονται, όμως η Lay’s, που αποτελεί τμήμα της PepsiCo, ανταποκρίθηκε σε αυτή την αλλαγή κυκλοφορώντας τελικά το μεγάλο μέγεθος της σακούλας της, αλλά με νέο όνομα – «Party Size». Και πλέον, μπορούσε να το πουλήσει σε υψηλότερη τιμή.