Πίτερ Κόι / The New York Times
Την περασμένη εβδομάδα πήρα συνέντευξη από τρεις εξέχοντες οικονομολόγους της Λατινικής Αμερικής, δύο από τους οποίους είχαν διατελέσει στο παρελθόν πρόεδροι των Κεντρικών Τραπεζών της Βραζιλίας και του Μεξικού κι ένας ήταν πρώην υπουργός Οικονομικών της Χιλής. Θέμα: Η απογοητευτικά αργή οικονομική ανάπτυξη της Λατινικής Αμερικής. «Θεωρώ πως η πιο εντυπωσιακή σύγκριση της Βραζιλίας, της χώρας που γνωρίζω καλύτερα από άλλες, είναι με τη Νότια Κορέα», είπε ο Αρμίνιο Φράτζα, πρώην πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Βραζιλίας (1999-2002). Τώρα εργάζεται στον επενδυτικό όμιλο που συνίδρυσε, τον Gavea Investimentos, με έδρα το Ρίο ντε Τζανέιρο. «Αν πάτε 80 χρόνια πίσω, οι δύο χώρες είχαν εξίσου χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο. Η Κορέα τα κατάφερε κι εμείς όχι».
Ο Γκιγιέρμο Ορτίς, πρώην διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας του Μεξικού (1998- 2009) και τώρα ανώτερος σύμβουλος και μέλος του Δ.Σ. της επενδυτικής τράπεζας BTG Pactual, χαρακτήρισε τους οικονομικούς αγώνες του Μεξικού «περίπλοκους». «Υπάρχει μια ανοιχτή οικονομία», είπε. «Μια εξελιγμένη κατασκευαστική βάση, που τροφοδοτείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπάρχει μια επενδυτική έκρηξη στον βορρά. Ωστόσο, οι οικονομικές επιδόσεις του Μεξικού ήταν πολύ μέτριες».
Σε όλη τη Λατινική Αμερική «οι ψηφοφόροι πιστεύουν ότι οι πολιτικοί είναι απατεώνες, επειδή δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους», υπογράμμισε ο Αντρές Βελάσκο, πρώην υπουργός Οικονομικών της Χιλής και νυν πρύτανης της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου. «Δεν είναι απατεώνες, απλώς δεν διαθέτουν τις αναγκαίες ψήφους». Οι Φράτζα και Ορτίς ηγήθηκαν μιας τριακονταμελούς ομάδας εργασίας για τη Λατινική Αμερική (G30), που πρόσφατα εξέδωσε έκθεση με τίτλο «Γιατί η Λατινική Αμερική υπολειτουργεί;». Πρόκειται για ένα σώμα διοικητών κεντρικών τραπεζών, διοικητών εμπορικών τραπεζών και ακαδημαϊκών, το οποίο συγκροτήθηκε το 1978. Ο Βελάσκο ήταν ο διευθυντής έργου της έκθεσης. Οι συντάκτες της συνέκριναν εαυτούς με γιατρό που κάνει διάγνωση, αλλά θεραπεία δεν βρήκαν, διότι κάθε χώρα είναι διαφορετική. Εντούτοις, εντόπισαν τέσσερα «σύνδρομα χαμηλής ανάπτυξης», που έχουν αντίκτυπο σε διάφορες χώρες.
Το πρώτο σύνδρομο, η ενδημική μακροοικονομική αστάθεια, επηρεάζει την Αργεντινή, τον Ισημερινό και τη Βενεζουέλα, ενώ το δεύτερο επηρεάζει ένα ισχυρότερο σύνολο χωρών, ήτοι τη Χιλή, την Κολομβία, το Περού και την Ουρουγουάη. Αυτές οι χώρες είναι σχετικά σταθερές, αλλά υποφέρουν από «αστοχίες της αγοράς και της κυβέρνησης, καθώς και από έλλειψη ιδιωτικών επενδυτικών σχεδίων υψηλής απόδοσης». Το Μεξικό πάσχει από το τρίτο σύνδρομο, την «κακή κατανομή παραγωγικότητας, τις περιφερειακές ανισότητες, τα ναρκωτικά, τη βία και την υποβάθμιση των θεσμών». Η Βραζιλία υποφέρει από το τέταρτο, δηλαδή τα «ενδημικά δημοσιονομικά ελλείμματα, τα υψηλά πραγματικά επιτόκια και τις χαμηλές εθνικές αποταμιεύσεις», σε συνδυασμό με «τις πολιτικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ανισότητας, του λαϊκισμού και της πόλωσης».
Ως συνέπεια των τεσσάρων συνδρόμων, η Νότια Αμερική παρουσίασε πιο αργή ανάπτυξη από μια ομάδα χωρών με αντίστοιχο κατά κεφαλήν εισόδημα, την οποία χαρακτήρισαν ως ομόλογες οι συντάκτες της ανωτέρω έκθεσης. Πρόκειται για τις Βουλγαρία, Ρουμανία, Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία, Τουρκία, Αίγυπτο, Ινδονησία, Μαλαισία, Φιλιππίνες, Ταϊλάνδη και Νότια Αφρική. Τέλος, στην έκθεση επισημαίνεται ότι η Λατινική Αμερική είναι μοναδική στο ότι πολλές χώρες της συνδυάζουν την προεδρική διακυβέρνηση με ένα αναλογικό εκλογικό σύστημα. Ως αποτέλεσμα, οι πρόεδροι διατηρούν τα καθήκοντά τους ανεξάρτητα από το αν έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή, ενώ συχνά δεν το κάνουν λόγω της κατανομής των εδρών – κι αυτό εξηγεί την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών, όπως παρατηρεί ο Αντρές Βελάσκο.