Kathimerini.com.cy
Η οικονομική συγκυρία που προκλήθηκε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα έχει εκτενείς επιπτώσεις στην κυπριακή αγορά. Ήδη έχει διαφανεί πως το σοκ το οποίο υπέστησαν ταυτόχρονα η συνολική ζήτηση και η εφοδιαστική αλυσίδα, οδηγούν σε γενικευμένες αυξήσεις τιμών, με αποτέλεσμα να καταγράφεται υψηλός πληθωρισμός αλλά μειωμένη ανάπτυξη αναφέρει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο της Κύπρου σχετικά με τις πρώτες εκτιμήσεις σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ακολουθεί αυτούσια η ανάλυση του Συμβουλίου:
Η οικονομική συγκυρία που προκλήθηκε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα έχει εκτενείς επιπτώσεις στην κυπριακή αγορά. Ήδη έχει διαφανεί πως το σοκ το οποίο υπέστησαν ταυτόχρονα η συνολική ζήτηση και η εφοδιαστική αλυσίδα, οδηγούν σε γενικευμένες αυξήσεις τιμών, με αποτέλεσμα να καταγράφεται υψηλός πληθωρισμός αλλά μειωμένη ανάπτυξη.
Θεωρoούμε περιττή μια εκτενή αναφορά στην καθολική και οριζόντια πίεση στα επίπεδα τιμών και στα κόστη παραγωγής, όπως περιττή θα ήταν και μια εκτενής αναφορά στις επιπτώσεις που θα έχουν οι σημερινές συνθήκες στον τουρισμό, όχι μόνο από την Ρωσία, αλλά και ευρύτερα.
Οι πιέσεις στασιμοπληθωρισμού δημιουργούν επικίνδυνες περιστάσεις, οι οποίες ενδέχεται να επιδεινωθούν περαιτέρω από φτωχές επιλογές πολιτικής. Αφενός, παρατηρείται διάθεση από τις νομισματικές αρχές να κινηθούν προς αύξηση των επιτοκίων, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό.
Αφετέρου, έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται οι πειρασμοί για τις πολιτικές αρχές να ακολουθούν δημοφιλή αλλά αναποτελεσματικά μέτρα, σε ad hoc βάση και χωρίς συνολικό σχεδιασμό, με διάθεση βεβιασμένης υλοποίησης προτάσεων και εισηγήσεων που γίνονται από επί μέρους ομάδες συμφερόντων.
Η αρχή αντιμετώπισης της κατάστασης, πρέπει να εδράζεται σε μια συγκεκριμένη και δεδομένη σειρά από παραδοχές:
Πρώτο, δεν μπορεί η οικονομική, δημοσιονομική ή νομισματική πολιτική να λύσει όλα τα προβλήματα, αλλά μπορεί να τα μετριάσει.
Δεύτερο, η όποια προσπάθεια να «εξαγοραστεί» ο πληθωρισμός είναι επικίνδυνη, αναποτελεσματική και ανεπιθύμητη και οι πολιτικοί πειρασμοί προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να αντιμετωπιστούν με πειθαρχία.
Τρίτο, μόνο μια ολιστική αντιμετώπιση θα έχει ουσιαστικό αντίκτυπο. Μια τέτοια αντιμετώπιση πρέπει να απευθύνεται προς την αύξηση της Συνολικής Ζήτησης στην οικονομία (με μέτρα που είναι εκ φύσεως πληθωριστικά) και ταυτόχρονα να επιχειρεί την αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων.
Τέλος, τα μαθήματα από άλλα επεισόδια στασιμοπληθωρισμού πρέπει να λαμβάνονται με μεγάλη προσοχή καθώς στην δική μας περίπτωση η νομισματική πολιτική, η οποία αποτελεί κεντρικό μέρος μιας αντιμετώπισης παρομοίων επεισοδίων, τόσο στην ιστορική εμπειρία όσο και στη σχετική θεωρία, είναι εξωγενής. Στα θετικά καταγράφεται το δεδομένο ότι μια νομισματική κρίση λόγω επιλογών της Κύπρου, δεν βρίσκεται στο φάσμα των πιθανών σεναρίων.
Η Κύπρος, ωστόσο, παρόλο ότι βρίσκεται μπροστά σε μια συγκυρία μηδενικής πραγματικής ανάπτυξης και μεγάλων αυξήσεων στις τιμές, έχει ταυτόχρονα μια σειρά από επιλογές οι οποίες πρέπει να αναζητηθούν συλλογικά και συνολικά, χωρίς αποσπασματικές κινήσεις όπως αυτές που ήδη βρίσκονται στη σφαίρα του δημόσιου διαλόγου.
Επιλογές Δημοσιονομικής Πολιτικής
Η κυπριακή οικονομία μπορεί να αξιοποιήσει δύο συγκυριακά δεδομένα τα οποία προσδίδουν ευκαιρίες άμεσης δράσης. Πρώτο, η υφιστάμενη αρχιτεκτονική του Σχεδίου Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης, η οποία έχει ήδη δρομολογήσει σημαντικές κινήσεις από πλευράς τους κράτους και η οποία θέτει εντός κάδρου και τον ρόλο του ιδιωτικού τομέα. Δεύτερο, την υψηλή ρευστότητα που υπάρχει στα νοικοκυριά, τα οποία καταγράφουν απώλειες στις αποταμιεύσεις τους που λαμβάνουν τη μορφή των καταθέσεων, ενώ οι επενδυτικές επιλογές παραμένουν περιορισμένες στα ακίνητα όπου συνεχίζουν να καταγράφουν αφύσικα υψηλές τιμές.
Η κυπριακή ιδιαιτερότητα έγκειται στο γεγονός ότι, λόγω υψηλής ρευστότητας στα νοικοκυριά και λόγω του μικρού μεγέθους της οικονομίας, η στροφή προς τη μικρού και μεσαίου εύρους επένδυση («λιανική επένδυση») αποτελεί μια πολύ πιο αποτελεσματική επιλογή από ό,τι σε άλλες οικονομίες.
Παρόλο ότι οι συζητήσεις και αναλύσεις για επενδυτικές επιλογές στην κυπριακή οικονομία εστιάζονται αποκλειστικά σε υψηλής αξίας επενδύσεις από ταμεία και μεγαλοεπενδυτές, αυτή η προσέγγιση αγνοεί το γεγονός ότι υπάρχουν αντίστοιχα σημαντικά ποσά υπό τη μορφή ρευστότητας στην οικονομία, τα οποία όχι μόνο δεν αξιοποιούνται, αλλά αποτελούν βαρίδι για την οικονομία αντί να λειτουργούν σαν μέσο δημιουργίας Προστιθέμενης Αξίας. Την ίδια ώρα, μάλιστα, καταγράφεται γενικευμένη δυσχέρεια σε μικρού εύρους επενδύσεις και σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των πολύ μικρών/οικογενειακών, που είναι σημαντικοί εργοδότες στην κυπριακή οικονομία.
Ο χώρος της «λιανικής επενδυτικής» αποτελεί ισχυρή ευκαιρία για την κυπριακή οικονομία καθώς μπορεί, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της, να συμβάλει σε μια ευρεία σειρά από στόχους:
Άμεση και ταχεία αξιοποίηση σημαντικού πλούτου ο οποίος σήμερα αποσβένεται λόγω των αρνητικών πραγματικών επιτοκίων, με υψηλό κόστος για τον καταθέτη, για το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία γενικότερα.
Μερική μείωση των πληθωριστικών τάσεων με «σφουγγάρισμα» της ρευστότητας η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί με εναλλακτικούς τρόπους.
Μετριασμός των απωλειών των νοικοκυριών από τον πληθωρισμό, μέσα από τις μικρές επενδύσεις σε συλλογικές δραστηριότητες, χωρίς αύξηση του ιδιωτικού χρέους και χωρίς δανεισμό ή άλλη μόχλευση από πλευράς των μικροεπενδυτών[1]
Ευκαιρία χρηματοδότησης επενδύσεων με ευρύτερο όφελος για την κοινωνία και την οικονομία, με μετριασμό της αύξησης στο δημόσιο χρέος .
Στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας και συγκράτηση της απασχόλησης χωρίς την ανάλογη επιδείνωση στην ήδη υψηλή πληθωριστική πίεση.
Τόσο η εμπειρία, όσο και η σχετική θεωρία, συνηγορούν προς μια διττή προσέγγιση κατά της σημερινής υπό εκκόλαψη πίεσης στην οικονομία. Πρώτο, την τόνωση της Συνολικής Ζήτησης και της οικονομικής δραστηριότητας, και δεύτερο, την ταυτόχρονη και απαραίτητη άσκηση αντιπληθωριστικών μέτρων.
Η πρώτη επιλογή πάσχει λόγω της αυξανόμενης πίεσης στο δημόσιο χρέος (παρά την θετική επίπτωση παρονομαστή που προκύπτει λόγω πληθωρισμού και την αύξηση των εσόδων του κράτους), ενώ στην δεύτερη η Κύπρος στερείται τα παραδοσιακά και πιο αποτελεσματικά εργαλεία της νομισματικής πολιτικής.
Σημειώνεται, πάντως, με ενδιαφέρον, η συνεχιζόμενη προσπάθεια από την πολιτεία για αντιμετώπιση των επιπτώσεων μέσα από επί μέρους μέτρα, όπως την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών τουρισμού και την συνεχιζόμενη αντιμετώπιση των προβλημάτων στην ναυτιλία. Αυτές οι κινήσεις υπόσχονται ήδη να αντιμετωπίσουν μέρος του προβλήματος, αλλά ακόμα και η πιο μεγάλη επιτυχία δεν μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα της μειωμένης συνολικής ζήτησης και της αύξησης στα επίπεδα τιμών. Οι κινήσεις αυτές είναι θεμιτές και απαραίτητες, αλλά δεν θα είναι αρκετές για αντιμετώπιση του προβλήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κρίνονται ως αποτυχημένες.
Έτσι, η Κύπρος αναγκαστικά θα προχωρήσει με ό,τι επιλογές έχει στη διάθεσή της, με ένα τρίτο απαραίτητο άξονα πολιτικής πράξης τις ανακουφιστικές πολιτικές με στόχο την στήριξη των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Σε αυτή την κατηγορία πρέπει να θεωρείται πως εμπίπτουν και οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις λόγω του πολλαπλασιαστικού τους ρόλου στην απασχόληση και στην ανάπτυξη Προστιθέμενης Αξίας, αλλά και για σαφείς κοινωνικής φύσης λόγους που είναι αυτονόητοι.
Σε κάθε περίπτωση, επαναλαμβάνεται εκ νέου πως ο πειρασμός για οριζόντια μέτρα πρέπει να αντιμετωπιστεί με περισσότερη πειθαρχία από τις πολιτικές αρχές και την νομοθετική εξουσία.
Τα οριζόντια μέτρα, εκτός από σπάταλα, είναι επίσης αναποτελεσματικά ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ενώ δημιουργούν σειρά από κίνητρα για συμπεριφορές τις οποίες η Πολιτεία επιχειρεί με άλλα μέτρα να αποθαρρύνει, όπως την μεγέθυνση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος και την ενεργειακή ασφάλεια του τόπου. Αυτές οι πολιτικές δέχονται υπόσκαψη από τα οριζόντια μέτρα, με κυριότερο αποτέλεσμα την σπατάλη πόρων και την αδυναμία επίτευξης του κυριότερου σκοπού τους, που είναι η προστασία και η στήριξη των ευάλωτων ομάδων.
Επαναλαμβάνεται επίσης πως πρέπει να ακολουθούνται οι Βέλτιστες Πολιτικές και πως, σε μια μικρή, ανοικτή, νησιώτικη οικονομία, δεν μπορεί να αναμένεται πως θα «εξαγοραστεί» η πληθωριστική πίεση στα κόστη παραγωγής και στις τιμές καταναλωτή μέσα από αδιάκριτες μειώσεις φόρων και άλλα μέσα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Με βάση τα πιο πάνω, σημειώνεται πως η στάση πολιτικής η οποία συνάδει με τις Βέλτιστες Πρακτικές είναι πάντοτε προτιμότερη άλλων επιλογών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δε, η μοναδική επιλογή είναι ζήτημα αυξημένης έντασης σε υφιστάμενες πολιτικές και όχι αλλαγής πορείας, ενώ σημαντική θα είναι και η βελτιστοποίηση ορισμένων ήδη υφιστάμενων μέσων δράσης.
Α) Άμεσες κρατικές επενδύσεις
Κάτω από το Σχέδιο Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης, έργα τα οποία μπορούν να προχωρήσουν άμεσα θα πρέπει να τύχουν επιτάχυνσης. Μια τέτοια πολιτική θα έχει διττό όφελος: αφενός θα συμβάλει στην ενίσχυση της συνολικής ζήτησης στην οικονομία, και αφετέρου θα συμβάλει στη μετάβαση της χώρας προς διαχρονικούς στόχους και ανάγκες της, μέσα από έργα υποδομής. Αναγνωρίζεται, ωστόσο, πως η κατάσταση στην οποία βρίσκεται διαχρονικά η κρατική μηχανή, λόγω της διαρθρωτικής βραδυκινησίας της, δεν δικαιολογεί πλήρως την ελπίδα για πλήρη επιτάχυνση των κρατικών επενδύσεων[2].
Στις πρώτες παρατηρήσεις σημειώνεται επίσης ο κατακερματισμός διαφόρων μέτρων, τα οποία, είτε λειτουργούν κανιβαλιστικά μεταξύ τους, είτε μπορούν να αλληλοσυμπληρώνονται αλλά είναι ασύνδετα, είτε ακόμα λειτουργούν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Για παράδειγμα, τα κίνητρα και οι χορηγίες για την προώθηση φωτοβολταϊκών, για την προώθηση ηλεκτρικού αυτοκινήτου και για τους σταθμούς φόρτισης των ηλεκτρικών αυτοκινήτων (παραδοσιακούς ή με φωτοβολταϊκά) δεν έχουν αλληλοσυνδεθεί. Την ίδια ώρα, και ενώ δαπανούνται σημαντικά ποσά για την προώθηση των φωτοβολταϊκών, δεν έχουν εξεταστεί επιλογές πέρα από τις χορηγίες, όπως την επιτάχυνση της απόσβεσης ή φορολογικές απαλλαγές, οι οποίες, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες της παρούσας συγκυρίας, θα μπορούσαν για ένα χρονικό διάστημα να συμβάλουν στην επιπλέον ενθάρρυνση των συγκεκριμένων επενδύσεων από τον ιδιωτικό τομέα.
Πάντως, πέρα από τις ευκαιρίες που δημιουργούνται για ενίσχυση της αποδοτικότητας των μέτρων μέσα από μια οριζόντια προσέγγιση, σημειώνεται πως πολλά από τα αναπτυξιακά μέτρα είναι αντιμέτωπα σήμερα με τις αυξήσεις στα κόστη παραγωγής, γεγονός που θα επηρεάσει σημαντικά τις συνολικές δαπάνες στον προϋπολογισμό της Δημοκρατίας. Αυτές οι αυξήσεις στον προϋπολογισμό πρέπει να αντιμετωπιστούν με δύο τρόπους:
Πρώτο, την εστίαση σε έργα που έχουν πολλαπλασιαστικό χαρακτήρα ως προς τα οφέλη τους για την οικονομία και την κοινωνία. Έτσι, τα μέτρα πράσινης και ψηφιακής μετάβασης καθώς και η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών θα μπορούν να θεωρηθούν ως προτεραιότητες σε βάρος, για παράδειγμα, νέων επεκτάσεων του οδικού δικτύου.
Δεύτερο, με μια παραδοχή για τις επιπτώσεις που έχει η αύξηση κόστους στον προϋπολογισμό, νοουμένου πως αυτή η παραδοχή θα συνεπάγεται σκληρό όριο προϋπολογισμού, με εκ των προτέρων δεδηλωμένη ποσοτικά αύξηση εξόδων και χωρίς αναθεωρήσεις στο μέλλον.
Β) Επιθετική προώθηση ιδιωτικών επενδύσεων με στροφή στη λιανική επένδυση
Επαναλαμβάνεται πως η «λιανική επένδυση», με ισχυρά και γενναία κίνητρα προς τους ιδιώτες για μικρές επενδύσεις περιθωρίου, αποτελεί μια κυπριακή ιδιαιτερότητα στη σημερινή συγκυρία. Ήδη σημειώνεται πως τα κυπριακά νοικοκυριά έχουν αυξήσει τις καταθέσεις τους στο τραπεζικό σύστημα κατά 1.8 δισ. ευρώ από την αρχή της Πανδημίας (Μάρτιο 2020) μέχρι το τέλος του 2021. Οι συνολικές καταθέσεις των νοικοκυριών ξεπερνούν τα 25 δισ. ευρώ. Η δυνητική απορρόφηση ρευστότητας μέσα από ένα επιθετικό πρόγραμμα ενδέχεται, υπό προϋποθέσεις, να προσεγγίσει ακόμα και τα 2 δισ. ευρώ. Η αύξηση αυτή στην εγχώρια λιανική ρευστότητα αντικατοπτρίζει την απουσία εναλλακτικών επιλογών, σε συνδυασμό με την δομική αδυναμία του χρηματοπιστωτικού συστήματος να τη μετατρέψει σε επενδύσεις μέσα από την χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση. Η δε αύξηση του πιστωτικού ρίσκου, σε συνδυασμό και με τον ήδη αυξημένο συνολικό δανεισμό, καθιστούν την επιλογή να μετατραπούν αυτές οι καταθέσεις σε δάνεια, όχι μόνο δύσκολο, αλλά και ανεπιθύμητο. Σημειώνεται, δε, πως η υψηλή ρευστότητα δεν σχετίζεται καθόλου με την δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να αυξήσει τις πιστώσεις που παραχωρεί, αφού οι τράπεζες δεν δανείζουν ρευστότητα, αλλά κεφάλαια.
Μια επιθετική πολιτική που να περιλαμβάνει ισχυρά κίνητρα για λιανικές επενδύσεις θα μπορεί να απορροφήσει μέρος αυτής της ρευστότητας, η οποία σήμερα, όχι μόνο δεν αξιοποιείται αλλά επιπλέον αποταμιεύεται με απώλειες για τον καταθέτη (λόγω των αρνητικών πραγματικών επιτοκίων) και με κόστος στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο τελικά επιβαρύνει τους πελάτες του τραπεζικού συστήματος.
Ορισμένες ενδεικτικές επιλογές μπορούν να καταγραφούν, ως ενδεικτικές του ύφους και της υφής τέτοιων επιλογών, εν όψει μιας κατεπείγουσας αλλά μεταγενέστερης συζήτησης για το όλο θέμα:
Να επιτραπεί σε ιδιώτες επενδυτές (φυσικά πρόσωπα) να συμμετέχουν στο σύστημα net meteringμέσα από επενδύσεις τους σε νέες συλλογικές αναπτύξεις όπως πάρκα φωτοβολταϊκών (Εικονικός Συμψηφισμός), με ταυτόχρονα επιπλέον κίνητρα.
Επιτάχυνση της απόσβεσης στα φωτοβολταϊκά και σε κεφαλαιακά αγαθά και υπηρεσίες τεχνολογίας.
Γενναίες φορολογικές απαλλαγές για νέες επενδύσεις σε πράσινες αναπτύξεις, συμπεριλαμβανομένης και της πλήρους φοροαπαλλαγής για φυσικά πρόσωπα και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μέχρι 20,000 ευρώ.
Επέκταση των φοροαπαλλαγών για νέες επενδύσεις φυσικών προσώπων, μέχρι 10,000 ευρώ σε νεοσύστατες ή μικρές επιχειρήσεις όπου οι επενδυτές είναι φυσικά πρόσωπα.
Υιοθέτηση της πρότασης ΣΕΛΚ για μεταρρυθμιστική απλοποίηση των ελεγμένων αποτελεσμάτων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και μείωση του διοικητικού φόρτου.
Ενίσχυση των Σχεδίων Χορηγιών για την ενεργειακή αναβάθμιση οικίας ή χώρου εργασίας, με ταυτόχρονη φορολογική απαλλαγή.
Περαιτέρω ενθάρρυνση προς το τραπεζικό σύστημα να συμβάλει στα σχέδια χορηγιών για «πράσινους» σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης και της ενεργειακής αναβάθμισης κτηρίων.
Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να δημιουργούν άμεσα και ισχυρά κίνητρα για επενδύσεις, αλλά να έχουν σκληρό χρονοδιάγραμμα, με αυστηρή ημερομηνία λήξης, ενώ οι πολιτικές αρχές θα πρέπει να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν πιο πειθαρχημένα τις λήξεις τέτοιων προγραμμάτων, χωρίς συνεχείς ανανεώσεις.
Επαναλαμβάνεται πως τα πιο πάνω παραδείγματα είναι ενδεικτικά και δίνονται χάριν παραδείγματος.
Γ) Είσπραξη της ρευστότητας από την αγορά
Πέρα από τα πιο πάνω μέτρα αξιοποίησης της μικρορευστότητας των νοικοκυριών, υπάρχουν επιπλέον μέτρα που θα μπορούσε να αξιοποιήσει η Πολιτεία.
Σημειώνεται πως τα νοικοκυριά αναμένεται πως θα επιθυμούν να διατηρήσουν αποθέματα ρευστότητας εν όψει της αναμενόμενης αύξησης στα επίπεδα τιμών. Ωστόσο, την ίδια στιγμή η συνεχής αύξηση των λιανικών καταθέσεων και η εκεί στασιμότητα αυτών των πόρων αποτελεί βαρίδι για την οικονομία και για την κοινωνία. Τα νοικοκυριά έχουν καταγεγραμμένο δανεισμό ύψους 11.5 δισ. ευρώ, με το πραγματικό ποσό υποχρεώσεων να εκτιμάται κοντά στα 13 δισ. ευρώ. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, η αποταμίευση που μπορεί δυνητικά να απορροφηθεί από την οικονομία μπορεί να ανέλθει ακόμα και στα 1.8 με 2 δισ. ευρώ αν ακολουθηθεί σοβαρή και επιθετική πολιτική απορρόφησης.
Ένα τέτοιο μέσο μπορεί να είναι και τα 6ετή εγχώρια ομόλογα που εκδίδει η Δημοκρατία: μια καλή επιλογή για μικροεπενδυτές, η οποία όμως δεν είναι, ούτε ευρέως γνωστή, ούτε αντικείμενο σημαντικής προβολής και θα μπορούσε να απορροφήσει υπό την μορφή μεγάλου αριθμού μικρών επενδυτών ένα ποσό σημαντικότερο από τα 7 με 10 εκατ. που καταγράφεται σήμερα στην κάθε έκδοση.
Εξίσου άγνωστα στο ευρύ κοινό είναι και τα φορολογικά κίνητρα για μικροεπενδύσεις, για παράδειγμα σε νεοσύστατες και νεοφυείς επιχειρήσεις.
Μια επιθετική προβολή στη δημόσια σφαίρα τέτοιων επιλογών, σε συνδυασμό με βραχυπρόθεσμα, αλλά εντατικά κίνητρα όπως την πλήρη φοροαπαλλαγή, όχι μόνο των κερδών αλλά και της ίδιας της επένδυσης, θα μπορούσαν αφενός να απορροφήσουν την πλεονάζουσα ρευστότητα και αφετέρου να ενισχύσουν σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα, την ώρα μάλιστα που θα συμβάλουν και στην χρηματοδότηση του δυστυχώς αυξημένου ονομαστικού δημόσιου χρέους, με εγχώριο όμως όφελος.
Μια ακόμα πιο επιθετική πολιτική, η οποία ωστόσο θα απαιτούσε πολιτική τόλμη, θα ήταν και μια αντίστοιχη μετοχοποίηση επιλεγμένων δραστηριοτήτων του κράτους. Στο πλαίσιο για παράδειγμα μιας εκτενούς κρατικής επένδυσης σε φωτοβολταϊκά, θα μπορούσε να επιτραπεί σε φυσικά πρόσωπα συμμετοχή τους μέχρι ένα συγκεκριμένο ποσό (πχ. 10,000 ευρώ) σε συνδυασμό και με ένα πρόγραμμα Εικονικού Συμψηφισμού στην κατανάλωση ρεύματος (virtual net metering). Έτσι θα μπορεί το κράτος να προχωρήσει σε μεγάλες επενδύσεις χωρίς αντίστοιχη αύξηση του δημόσιου χρέους.
Οι πιο πάνω εισηγήσεις αποτελούν τροφή για συζήτηση και από μόνες τους δεν είναι ικανές να αντιμετωπίσουν πλήρως το πρόβλημα που διαμορφώνεται στην οικονομία μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Είναι όμως επείγουσα μια τέτοια συζήτηση, ενώ μια σειρά από τέτοια μέτρα θα έχει πολλαπλά οφέλη για τον τόπο, ιδίως αν συνδυαστεί με στοχευμένα μέτρα στήριξης των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού:
Πρώτο, θα μετριάσουν τις επιπτώσεις της κρίσης, συγκρατώντας έστω και μερικώς την ανάπτυξη και δη την απασχόληση.
Δεύτερο, θα ενισχύσουν την μελλοντική προοπτική του τόπου καθώς θα δημιουργούν συνθήκες ανάπτυξης μέσα από την αξιοποίηση υφιστάμενων πόρων.
Τρίτο, θα αποτρέψουν, έστω και μερικώς, απειθάρχητες και αδιάκριτες επιλογές με δεδηλωμένο στόχο την στήριξη των καταναλωτών, οι οποίες όμως δεν έχουν αντίκρισμα πέρα από την επικοινωνιακή τους αξία.
Τέταρτο, θα εξυπηρετηθούν επιπλέον σημαντικοί στόχοι του τόπου, για τους οποίους θα πρέπει να δαπανηθούν μεγάλα ποσά στο μέλλον, όπως την Πράσινη και Ψηφιακή Μετάβαση
Πέμπτο, θα συγκρατήσουν, έστω και μερικώς, την αύξηση του δημόσιου χρέους.
Η σημερινή οικονομική συγκυρία θα αυξήσει την ανισότητα και θα μετατοπίσει τον πλούτο από παραδοσιακούς τομείς προς άλλες, νέες, βιομηχανίες. Ήδη σημειώνεται έντονο ενδιαφέρον από επιχειρήσεις με έδρα την Ουκρανία, κατά κύριο λόγο υψηλής τεχνολογίας, για εγκατάστασή τους στην Κύπρο. Οι προσπάθειες του Υπουργείου Οικονομικών συνεχίζονται και υπόσχονται να συμβάλουν σημαντικά στην στήριξη της συνολικής ζήτησης στην οικονομία. Ωστόσο, ακόμα και αυτό το ενδεχόμενο, συνεπάγεται αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας στην Κύπρο. Η ανεργία θα πρέπει να αναμένεται πως θα αυξηθεί σε ορισμένους τομείς, όπως στον τουρισμό, παρά τη χρήση ξένου εργατικού δυναμικού, ενώ η ζήτηση για εργασία θα αυξηθεί σε τομείς όπου υπάρχει ανεπαρκής προσφορά. Επιπλέον, τα επίπεδα τιμών θα συνεχίσουν να αυξάνονται.
Αυτές οι επιπτώσεις είναι αναπόφευκτες στο βραχύ διάστημα, αλλά μπορούν να τύχουν κάποιου μετριασμού, ενώ ο μετριασμός αυτός μπορεί να γίνει με τρόπο που να δημιουργεί προοπτικές για το μέλλον του τόπου.
Ο δημόσιος διάλογος προς αυτή την κατεύθυνση, και μακριά από μεγάλες υποσχέσεις πως θα αντιμετωπιστεί το ευρύτερο πρόβλημα γρήγορα και πλήρως, είναι, όχι μόνο επιβεβλημένος, αλλά και επείγει. Οι δυσκολίες που προκύπτουν μέσα στο 2022 θα πρέπει να λειτουργήσουν σαν μια εξαιρετική ευκαιρία για να ληφθούν αποφάσεις όπως τις πιο πάνω και πρέπει αυτή η οδυνηρή συγκυρία να αφήσει τον τόπο τουλάχιστον πιο έτοιμο για το μέλλον.
[1] Τέτοια φαινόμενα, τα οποία χαρακτήρισαν την οικονομία κατά την περίοδο 2008-2013, μπορούν να αποφευχθούν μέσα από σωστά δομημένα κίνητρα.
[2] Οικονομική και κοινωνική ευλογία θα ήταν η ριζική αναδιάρθρωση του δημοσίου και εκλογίκευση των διαδικασιών του, κάτι που ωστόσο δεν αναμένεται για πολιτικούς λόγους.