Kathimerini.gr
Η οικονομία της Ευρωζώνης επέστρεψε σε τροχιά ανάπτυξης έπειτα από μια μακρά περίοδο στασιμότητας. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,3% το δεύτερο τρίμηνο, ενώ ο πληθωρισμός σημείωσε μικρή υποχώρηση στο 5,3% τον Ιούλιο, από 5,5% τον Ιούνιο και 6,1% τον Μάιο, λόγω της περαιτέρω πτώσης των τιμών του πετρελαίου, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία Eurostat. Oι αναλυτές κάνουν λόγο για ένα θετικό σημάδι έπειτα από δύο τρίμηνα αρνητικής ανάπτυξης τον χειμώνα, γεγονός που δημιουργεί ελπίδες ότι η ζώνη του ευρώ μπορεί να αποφύγει μια ετήσια ύφεση, έστω κι αν η ανάπτυξη παραμένει αναιμική. Μεταξύ των μεγαλύτερων οικονομιών του μπλοκ, η Γαλλία και η Ισπανία παρουσίασαν σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ η οικονομία της Γερμανίας παρέμεινε στάσιμη και η Ιταλία γνώρισε απροσδόκητα συρρίκνωση. Σε ετήσια βάση η Ευρωζώνη αναπτύχθηκε κατά 0,6%, με τον πιο αδύναμο ρυθμό από την περίοδο της ύφεσης του 2020-2021.
Οι οικονομίες της Γαλλίας και της Ισπανίας αποδείχθηκαν σχετικά ανθεκτικές το δεύτερο τρίμηνο, με την πρώτη να καταγράφει αύξηση στο ποσοστό του ΑΕΠ 0,5% και τη δεύτερη να αναπτύσσεται κατά 0,4%, αντισταθμίζοντας τη στασιμότητα στη Γερμανία. Η οικονομία της Γαλλίας αναπτύχθηκε σημαντικά περισσότερο από ό,τι αναμενόταν το δεύτερο τρίμηνο, προκαλώντας θετική έκπληξη, καθώς οι φόβοι ύφεσης παραμένουν στην Ευρωζώνη. Αναπάντεχη ήταν η συρρίκνωση για την οικονομία της Ιταλίας, δείχνοντας πως η αύξηση των επιτοκίων και η αδυναμία στις ξένες αγορές επηρεάζουν την παραγωγή, ενώ η Γερμανία παρέμεινε στάσιμη, γεγονός όμως που συνιστά βελτίωση σε σχέση με τα δύο προηγούμενα τρίμηνα, όταν η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης συρρικνώθηκε.
«Τα στοιχεία για το ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου για τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισπανία είναι αρκετά ενθαρρυντικά», σχολίασε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ. «Υποστηρίζουν το σενάριό μας για αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,9% στην Ευρωζώνη φέτος». Σε συνέντευξή της στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro, λίγες μόλις ημέρες μετά τη νέα αύξηση επιτοκίων, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για περαιτέρω σύσφιγξη. «Θα μπορούσε να ακολουθήσει μια νέα αύξηση επιτοκίων, ακόμη και έπειτα από οποιαδήποτε παύση στη συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας», τόνισε. «Μια παύση, όποτε κι αν συμβεί, τον Σεπτέμβριο ή αργότερα, δεν θα ήταν απαραίτητα οριστική», είπε, προσθέτοντας ότι η Ευρωζώνη βρίσκεται σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και η ΕΚΤ θα επανεκτιμά την κατάσταση και τη δράση της ανά συνεδρίαση.
Οσο για το αν εξασθενεί ο κίνδυνος της οικονομικής κρίσης, υπογράμμισε πως οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ έχουν γίνει πολύ πιο ανθεκτικές μετά την οικονομική κρίση του 2008. «Οι δείκτες κεφαλαίου είναι σημαντικά υψηλότεροι. Την περασμένη εβδομάδα, ο εποπτικός βραχίονας της ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι θα ζητήσει από τις τράπεζες να παρέχουν εβδομαδιαίες ενημερώσεις σχετικά με τους δείκτες ρευστότητάς τους και απλώς αντλούμε διδάγματα από όσα συνέβησαν την άνοιξη με την Credit Suisse και ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ». Για την ίδια, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η γεωπολιτική κατάσταση. «Οποιοδήποτε νέο σοκ, είτε πρόκειται για σοκ στην τιμή του πετρελαίου ή των τροφίμων είτε για επιτάχυνση της κλιματικής κρίσης είναι ένας πιθανός κίνδυνος. Η πτώση της συγκομιδής, που οδηγεί σε υψηλότερες τιμές αγαθών, όπως το ελαιόλαδο και το ρύζι, υποχρεώνει ορισμένες χώρες, που είναι κατά κύριο λόγο εξαγωγείς, όπως η Ινδία, να λάβουν προστατευτικά μέτρα. Περαιτέρω, τα φαινόμενα El Nino και Gulf Stream ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στις τιμές των τροφίμων», σημείωσε εν κατακλείδι η πρόεδρος της ΕΚΤ.