Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Οδηγείται προς αλλαγή ο σκοπός και η φόρμουλα του ειδικού φόρου επί των καταθέσεων που καταβάλλεται από τις τράπεζες στο κράτος. Ο «άσπρος καπνός» σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένος, ωστόσο από ό,τι φαίνεται το «ανατολίτικο παζάρι» για την έκτακτη φορολογία θα οδηγηθεί «προς τα εκεί». Το επικρατέστερο σενάριο για το 0,15% φόρου επί των καταθέσεων που καταβάλλουν οι τράπεζες στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας από το 2011, είναι να σταματήσει να καταβάλλεται στο εν λόγω Ταμείο και να δίδεται για σκοπούς κοινωνικής πολιτικής και αντιμετώπισης της ακρίβειας. Το «μπαλάκι» πλέον πέφτει στη Βουλή και αν θα υποστηριχθεί η εν λόγω αλλαγή, ενώ σε κατοπινό στάδιο, αν βρεθεί πλειοψηφία για την πρόταση, να ακολουθήσει η απαραίτητη υπογραφή του από την κυβέρνηση.
Εκεί που θα αρχίσει να «χαλάει» το παραπάνω σενάριο σχετικά με την πρόταση του ΑΚΕΛ για φορολόγηση των τραπεζών λόγω υπερκερδών, είναι εάν η πρόταση τελικά αφορά στην αύξηση του συγκεκριμένου ποσοστού από το 0,15% που δίνουν ήδη οι τράπεζες στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, σε ένα ποσοστό όπως 0,20% έως και 0,30%. Εκεί, το ποσό που δίνουν σε ετήσια βάση οι τράπεζες θα αυξηθεί από τα 69,5 εκατομμύρια ευρώ που δόθηκε το 2023, σε ποσό κοντά στα 100 εκατ. ευρώ. Όσο μεγαλώσει το ποσοστό αυτό, θα αρχίσει να δημιουργείται μια αντικειμενική δυσκολία σχετικά με τη δυνατότητα εξυπηρέτησης-κατάθεσης αυτού του ποσού σε ετήσια βάση. Τα κέρδη από την αύξηση των επιτοκίων, εξάλλου, δεν είναι δεδομένα. Με τις επερχόμενες μειώσεις των επιτοκίων από τους επόπτες, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η κερδοφορία των κυπριακών τραπεζών που στηρίζεται αρκετά σε αυτή τη συγκυρία λόγω της υψηλής ρευστότητας που είναι κατατεθειμένη στις Κεντρικές Τράπεζες, θα «κόψει φόρα». Τα τελευταία επτά χρόνια (2017-2023) οι τράπεζες κατέβαλαν συνολικό ειδικό φόρο επί των καταθέσεων κοντά στα 400 εκατ. ευρώ.
Πρακτικά, η μεταφορά του σκοπού της καταβολής του 0,15% επί των καταθέσεων από τις τράπεζες είναι μία «έτοιμη λύση», η οποία ρεαλιστικά μπορεί να εφαρμοστεί. Η στήριξη από τα κόμματα σε μία τέτοια πρόταση –θεωρητικά πάντα– θα είναι ενισχυμένη, με μόνο πιθανό μη υποστηρικτή τον Συναγερμό.
Έχει γεμίσει το SRF
Την ίδια ώρα, το ΑΚΕΛ ήθελε να μαζέψει με την πρόταση νόμου που έφερε στο τραπέζι για τη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών, 50 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Αν υποθέσουμε ότι το 1/3 εκ των 70 εκατ. ευρώ που κατέθεσαν σχεδόν τον προηγούμενο χρόνο πάει στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (SRF), τότε απομένει πάνω-κάτω το ποσό που το ΑΚΕΛ είχε αρχικώς στο μυαλό του να κατανέμεται για τη στήριξη των ευάλωτων. Το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (SRF) είναι ένα ταμείο έκτακτης ανάγκης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιόδους κρίσης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης για την εξυγίανση τραπεζών που πτωχεύουν, αφού έχουν εξαντληθεί άλλες επιλογές, όπως το εργαλείο bail-in. Όλες οι τράπεζες στις 21 χώρες της Τραπεζικής Ένωσης πρέπει να καταβάλλουν βάσει νόμου τις εισφορές στο SRF, ενώ, το SRF έχει δημιουργηθεί σε μια περίοδο 8 ετών (2016-2023) και έφτασε στο επίπεδο-στόχο του τουλάχιστον 1% του ποσού των καλυμμένων καταθέσεων πιστωτικών ιδρυμάτων και στις 21 χώρες της Τραπεζικής Ένωσης στο τέλος του 2023. Αφού το SRF έφτασε στους στόχους του, τότε προκύπτει ένα ερώτημα αναφορικά με τη στρατηγική που θα ακολουθηθεί και αν θα συνεχίσει να αντλεί χρήματα από τα κράτη. Θα πρέπει να δούμε αν θα εισαχθεί τελικά, όπως υπάρχει η επίσημη πληροφόρηση, το νέο «backstop» στο SRF. Δηλαδή, ένα πρόσθετο ταμείο έκτακτης ανάγκης, το οποίο λειτουργεί ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και διπλασιάζει περίπου το μέγεθος του SRF.
Αναμένεται Γνώμη ΕΚΤ
Όπως έγραψε στην προηγούμενη έκδοσή της η «Κ», θα ζητηθεί η «Γνώμη» από την ΕΚΤ αναφορικά με την πρόταση του ΑΚΕΛ και την έκτακτη φορολόγηση των κυπριακών τραπεζών. Η ΕΚΤ είχε προχωρήσει σε αντίστοιχα πορίσματα και σε περιπτώσεις άλλων κρατών που επιχείρησαν να βάλουν τέτοια φορολογία. Σε γενικές γραμμές είχε γράψει για περιπτώσεις άλλων κρατών, όπως η Ισπανία, ότι η επιβολή έκτακτου φόρου στον τραπεζικό τομέα θα μπορούσε να δυσχεράνει τη δημιουργία πρόσθετων κεφαλαιακών αποθεμάτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς θα μειωθούν τα παρακρατηθέντα κέρδη τους, γεγονός που θα τα καταστήσει λιγότερο ανθεκτικά στις οικονομικές διαταραχές. Όπως έγραφε, στην πραγματικότητα, τέτοιοι έκτακτοι φόροι θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, περιορίζοντας την ικανότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να παρέχουν πιστώσεις, συμβάλλοντας σε λιγότερο ευνοϊκούς όρους για τους πελάτες κατά την παροχή δανείων και άλλων υπηρεσιών. «Το υψηλότερο κόστος και η μειωμένη προσφορά πιστώσεων ή το υψηλότερο κόστος άλλων τραπεζικών υπηρεσιών μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την πραγματική οικονομική ανάπτυξη», ανέφερε στη Γνώμη της Ισπανίας.
Αδικία λένε οι τράπεζες
Θέση των κυπριακών τραπεζών είναι ότι επιχειρείται αδικία σε ένα σενάριο που θα επέλθει επιπρόσθετη φορολογία, πέραν αυτού του ειδικού φόρου που δίδεται ήδη. Σύμφωνα με τα επιχειρήματα των τραπεζών, πέραν της καταβολής φορολογίας επί των κερδών, καταβάλλουν οι τράπεζες επιπλέον τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια και ειδικό φόρο επί των καταθέσεων. Ο φόρος αυτός επιβλήθηκε το 2011 και αρχικά θα ίσχυε για δυο χρόνια. Δεκατέσσερα χρόνια μετά ακόμα βρίσκεται σε ισχύ και επιβάλλεται ετήσια. «Κατά τα έτη που ακολούθησαν τα γεγονότα του 2013 οι τράπεζες κατέβαλλαν ετήσια ειδικό φόρο, παρά τις σημαντικές ζημιές που κατέγραφαν στα οικονομικά αποτελέσματα, την ανάγκη για δημιουργία επιπλέον προβλέψεων για κάλυψη ζημιών και τη μείωση κεφαλαίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί συστημική τράπεζα που ενώ την τριετία 2017-2019 κατέγραψε ζημιές 725 εκατ. Ευρώ, κατέβαλε και ειδικό φόρο επί των καταθέσεων», αναφέρουν σε σημείωμα που έχει ετοιμάσει ο Σύνδεσμος Τραπεζών.
Έχουν δίκιο για την πίεση
Παρόλο που η πρόταση του ΑΚΕΛ στοχεύει στις τράπεζες, το σίγουρο είναι ότι πρέπει να γίνει κάτι δραστικό, ώστε να μην πιέζονται οι πολίτες. Ο πληθωρισμός ναι μεν πέφτει, όμως το ΑΚΕΛ έχει ορθή οπτική ότι ο κόσμος «πιέζεται», καθώς ενόσω ο πληθωρισμός έχει μειωθεί, οι τιμές έχουν παραμείνει ψηλά. Ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή τον Αύγουστο 2024 αυξήθηκε κατά 2,2% σε σχέση με τον Αύγουστο του 2023, ενώ σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα αυξήθηκε κατά 0,9%. Για την περίοδο Ιανουαρίου - Αυγούστου 2024, σημειώθηκε αύξηση 2,3% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Συγκριτικά με τον Αύγουστο του 2023, οι κατηγορίες Αναψυχή και Πολιτισμός (7,4%) και Εστιατόρια και Ξενοδοχεία (5,6%) παρουσίασαν τη μεγαλύτερη θετική μεταβολή, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία. Σε σχέση με τον Ιούλιο 2024, οι μεγαλύτερες μεταβολές καταγράφηκαν στις κατηγορίες Εστιατόρια και Ξενοδοχεία (2,1%), Τρόφιμα και μη Αλκοολούχα Ποτά (1,7%) και Μεταφορές (1,5%). Για την περίοδο Ιανουαρίου - Αυγούστου 2024 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, η μεγαλύτερη μεταβολή παρατηρήθηκε στην κατηγορία Εστιατόρια και Ξενοδοχεία (5,6%). Η μεγαλύτερη μεταβολή στις οικονομικές κατηγορίες τόσο σε σχέση με τον Αύγουστο του 2023 (4,2%) όσο και σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (1,8%), παρατηρήθηκε στην κατηγορία Υπηρεσίες.