Πάγια τακτική ακόμα και σε ομαλές συνθήκες, αποτελεί ο δανεισμός του κράτους από το Ταμείο Κοινωνιών Ασφαλίσεων, με αυξητική τάση την τελευταία πενταετία και με προεκτάσεις τόσο στην βιωσιμότητα του Ταμείου όσο και στον προϋπολογισμό του κράτους. Τα όσα παρουσίασε το Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην τελευταία συνεδρία της Επιτροπής Εργασίας της Βουλής, ενώπιον και του Υπουργού Εργασίας κτυπούν καμπανάκι όχι μόνο για σχεδιασμό λύσεων και επενδύσεων οι οποίες θα ενισχύσουν την βιωσιμότητα του Ταμείου αλλά και για αντιμετώπιση της τάσης για αύξηση του δανεισμού, και έναρξη αποπληρωμής του, παρά το γεγονός ότι η αποπληρωμή καθίσταται δημοσιονομικά επώδυνη.
Βάσει των υφιστάμενων δεδομένων δεν υφίσταται ανησυχία ότι θα χρειαστεί μαζική αποπληρωμή του δανείου, ωστόσο, ακόμα και η σταδιακή αποπληρωμή του δεν μπορεί να γίνει χωρίς δημοσιονομικό αντίκτυπο με επιβάρυνση του προϋπολογισμού από 300-700 εκατ. τον χρόνο για την αποπληρωμή του. Στην βάση του θετικού σεναρίου, αν ο δανεισμός από το Ταμείο σταματήσει άμεσα και αρχίσει η αποπληρωμή, τότε για την περίοδο 2025-2060 η ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού θα φτάσει περίπου στα 300 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Στα ρεαλιστικά σενάρια είναι η αποπληρωμή με σταθερή δόση για την ίδια περίοδο να ξεπεράσει τα 700 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Κτυπά καμπανάκι το Δημοσιονομικό Συμβούλιο για την εξάρτηση του Κράτους από το Ταμείο
Το προβληματικό του ζητήματος έγκειται περισσότερο στο γεγονός ότι ο δανεισμός της Κεντρικής Κυβέρνησης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων αυξάνεται κάθε μήνα από το 2018 μέχρι το 2023. Σύμφωνα μάλιστα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, αν διατηρηθεί ο μέσος ρυθμός αύξησης του αποθεματικού της προηγούμενης πενταετίας, η αύξηση του ποσού μέχρι το 2028 υπολογίζεται στα 12,8 δισ. ευρώ. Αν όμως διατηρηθεί ο ρυθμός δανεισμού που παρατηρήθηκε το 2023, το ποσό θα αυξηθεί στα 14.6 δισ. ευρώ. Με βάση τις αισιόδοξες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη του ΑΕΠ, οι οποίες συνεπάγονται σημαντική επιτάχυνση της ανάπτυξης για τα έτη 2026-2028, το ποσό των 14.3 δισ. ευρώ εκτιμάται πως θα αντιστοιχεί σε 41.3% του ΑΕΠ.
Για τρέχουσες δαπάνες
Σύμφωνα με την ενημέρωση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου ενώπιον της Επιτροπής Εργασίας, η αξιοποίηση του Ταμείου αποτελεί πάγια πρακτική ακόμα και σε ομαλές συνθήκες για τρέχουσες δαπάνες κάτι που δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον, και αποτελεί πρακτική αδιαφάνειας για τους κρατικούς προϋπολογισμούς, εφόσον ο βαθμός εξάρτησης της Κεντρικής Κυβέρνησης από τους πόρους του ΤΚΑ κρύβεται μέσα στα ενοποιημένα στοιχεία. Αυτή η πρακτική, οδηγεί σε μόνιμες και μη αναστρέψιμες αυξήσεις δαπανών οι οποίες βασίζονται σε έσοδα που στο μέλλον θα πρέπει να επιστραφούν. Τονίζεται επίσης ότι, η αυξημένη αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου για σκοπούς χρηματοδότησης τρεχουσών δαπανών μειώνει την πίεση στην εκάστοτε κυβέρνηση για αναζήτηση μέσων και πολιτικών για μείωση του λειτουργικού κόστους της Κεντρικής Κυβέρνησης, ενώ ενθαρρύνει την αύξηση των ανελαστικών δαπανών. Αυξάνεται έτσι ένα αόρατο, σοβαρό δημοσιονομικό έλλειμμα το οποίο λογιστικά θα παρουσιαστεί μόνο όταν θα είναι αργά για να αποφευχθεί.
Όπως τονίζεται από το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, πέρα από την αντικατάσταση παραγωγικών δαπανών από τρέχουσες, η οποία από μόνη της αποτελεί σοβαρή απώλεια για τον τόπο, η μεταφορά ενισχύει και τον ηθικό κίνδυνο που αντιμετωπίζει το εκάστοτε Υπουργείο Οικονομικών κατά τη διαμόρφωση των προϋπολογισμών και των πρωτογενών πλεονασμάτων του, αφού με τα κίνητρα που δημιουργεί η πρακτική, υποσκάπτει την δημοσιονομική πειθαρχεία με τρόπο που δεν είναι ορατός στην κοινή γνώμη και στους θεσμούς ελέγχου.
Την ίδια ώρα, εγείρεται και θέμα για την απουσία ποιοτικής αξιοποίησης των κονδυλίων του Ταμείου, αφού δεν μετατρέπονται σε επενδύσεις ή άλλους παραγωγικούς σκοπούς ώστε να αποφέρουν αυξημένα έσοδα στο Ταμείο και επέκταση της βιωσιμότητας του ή να χρηματοδοτήσουν μεταρρυθμιστικές πράσινες ενεργειακές ή άλλες ανάγκες της χώρας, όπως θα συνέβαινε αν παρέμεναν στο ΤΚΑ-, αξιοποιούνται για τρέχουσες δαπάνες, από τις οποίες δεν εξασφαλίζεται προστιθέμενη αξία για την κοινωνία και την οικονομία. Στην ουσία, επισημάνθηκε ότι, ο τρόπος αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων ισοδυναμεί με φορολόγηση του μέλλοντος για να πληρωθούν τρέχουσες και άλλες βραχυπρόθεσμες δαπάνες.
Οι συστάσεις
Στο σημείωμα του Δημοσιονομικού Συμβουλίου στα μέλη της Επιτροπής, σημειώθηκε ότι δεν απαιτείται αυτή την στιγμή άμεση εξυπηρέτηση του χρέους της Κεντρικής Κυβέρνησης στο Ταμείο. Ωστόσο, επείγει ο σχεδιασμός λύσεων και η ανάπτυξη πολιτικής για την αντιμετώπιση της τάσης για αύξηση του δανεισμού, έχοντας πάντα υπόψη πως το «αποθεματικό του ΤΚΑ» αποτελεί βασική παράμετρο για την βιωσιμότητα του ΤΚΑ και αντίστοιχο παθητικό της Κεντρικής Κυβέρνησης και επομένως θα πρέπει να αποπληρωθεί. Έστω και σταδιακά, η αποπληρωμή καθίσταται δημοσιονομικά επώδυνη. Καλούνται επίσης οι εμπλεκόμενες αρχές να αρχίσουν τους σχεδιασμούς άμεσα, στη βάση της Αναλογιστικής Μελέτης του 2023, με ανάπτυξη επενδυτικής πολιτικής, περιλαμβανομένης και της εξαιρετικά σημαντικής διαχείρισης ρίσκου. Επιπλέον, η υλοποίηση της όποιας επενδυτικής πολιτικής πρέπει να ανατεθεί σε εμπειρογνώμονές και ειδικούς με αυστηρή τήρηση της παράλληλης πολιτικής ρίσκου. Όπως εξάλλου ανέφερε και ο πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου Μιχάλης Περσιάνης, θα πρέπει να θεωρηθεί ως εξαιρετικά σοβαρή την υποχρέωσή για την αξία της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, η οποία είναι εκκωφαντικά απούσα κατά τις τρέχουσες συζητήσεις και η οποία επηρεάζει σειρά ζητημάτων, περιλαμβανομένων και των ήδη προγραμματισμένων σωρευτικών αυξήσεων στις εισφορές. Οι εν λόγω σχεδιασμοί θα πρέπει, να αποτελέσουν μέρος της συζήτησης για την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, η οποία αποτελεί πρωτοβουλία του ΥΠΕΚΑ με χρονοδιάγραμμα το 2025.
Την ίδια ώρα, οι διαβεβαιώσεις του Υπουργού Εργασίας για βελτίωση και εξορθολογισμό της επενδυτικής πολιτικής του κράτους και η πολιτική βούληση για αντιμετώπιση του προβλήματος είναι προς την ορθή κατεύθυνση για την επίλυση του προβλήματος, όπως επίσης και η πρόταση νόμου για υποβολή προϋπολογισμού των Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων στη Βουλή, καθώς μειώνει σημαντικά την αδιαφάνεια και ενισχύει τον έλεγχο στον τρόπο αξιοποίησης των αποθεμάτων της κοινωνίας.