Της Δωρίτας Γιαννακού
Ωφέλιμες ως προς την προσέλκυση των ξένων επενδύσεων κρίνονται οι πιστοληπτικές αναβαθμίσεις της χώρας μας από τους οίκους αξιολόγησης. Διακεκριμένοι οικονομολόγοι σχολιάζουν στην «Κ» τον πραγματικό αντίκτυπο της τελευταίας πιστοληπτικής αναβάθμισης της χώρας μας από τον οίκο αξιολόγησης Capital Intelligence (CI) για την κοινωνία και τους πολίτες. Όπως μας λέχθηκε από τους ειδικούς, όσο η χώρα μας πάει καλά στα δημοσιονομικά, τόσο οι διεθνείς επενδυτές μας προτιμούν με αποτέλεσμα να μειώνεται το κόστος δανεισμού μας. Ωστόσο, διευκρινίζουν ότι ο θετικός αντίκτυπος από τις αναβαθμίσεις δεν φτάνει άμεσα μέχρι τους πολίτες και την κοινωνία καθώς στόχος θα ήταν να επιτευχθεί εξοικονόμηση μέσω περικοπών σπατάλης στο δημόσιο τομέα και όχι μέσω της ακρίβειας. Αντί αυτού, σημειώνουν βλέπουμε ότι δημιουργούνται πλεονάσματα μέσω της αυξημένης φορολογίας σε αγαθά και υπηρεσίες.
Οι οικονομολόγοι υπογράμμισαν ότι οι πιστοληπτικές αναβαθμίσεις μεταφράζονται ως καλυτέρευση του αξιόχρεου του κράτους, δηλαδή την ικανότητά της Κύπρου να αποπληρώσει τα χρέη της. Ως εκ τούτου, η φερεγγυότητα της Κύπρου αποτελεί παράγοντα προσέλκυσης των διεθνών επενδυτών, οι οποίοι προσμετρώντας τις διάφορες πιστοληπτικές αξιολογήσεις, αξιολογούν τους κινδύνους προτού προβούν σε επενδύσεις. Εξάλλου, μια καλή αξιολόγηση του αξιόχρεου είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς επηρεάζει τη συνολική οικονομική μας θέση αλλά και την πρόσβασή μας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, επισημαίνουν οι ειδικοί.
Από την άλλη, οι πολίτες δεν έχουν άμεσα οφέλη από αυτό καθώς προς το παρόν μόνο επωμίζονται το κόστος της ακρίβειας και των φουσκωμένων λογαριασμών. Δεν φαίνεται να διαπιστώνεται η απαραίτητη ισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής και κοινωνικής στόχευσης, όπως μας λέχθηκε. Αξιοσημείωτο δε είναι το γεγονός ότι σε αντίθεση με άλλες χώρες μέλη της ΕΕ οι πολίτες καταβάλουν την αυξημένη φορολογία χωρίς να τους επιστρέφεται ο φόρος ακριβείας.
Αναμένοντας τη μείωση κόστους δανεισμού
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Κύπρου είναι αδιαμφισβήτητα ένα σημαντικό γεγονός το οποίο οφείλεται κυρίως στη συνεχιζόμενη βελτίωση στα δημόσια οικονομικά και την εντυπωσιακή μείωση του δημόσιου χρέους της Κύπρου, είπε ο οικονομολόγος Σοφρώνης Κληρίδης. Επισήμανε ακόμα την ανάγκη όπως ο συνεχιστεί ο κύκλος μείωσης του χρέους και μείωσης του κόστους δανεισμού προκειμένου η χώρα μας να μπορεί να καλύψει τις αναπτυξιακές της ανάγκες.
Πλεονάσματα λόγω ακρίβειας όχι εξοικονομήσεων
Τα τελευταία δύο χρόνια το κράτος είχε πλεονάσματα της τάξης των δύο δισεκατομμυρίων ευρώ λόγω του κύματος ακρίβειας, και όχι από εξοικονομήσεις και λιγότερη σπατάλη στο δημόσιο σημειώνει ο οικονομολόγος Στέλιος Πλατής. Απαιτείται ένας ουσιαστικός εκσυγχρονισμός του τρόπου λειτουργίας του κράτους με στόχο τον εκδημοκρατισμό της οικονομίας προσθέτει.
Αυξήθηκαν οι τιμές, αυξήθηκαν και οι φορολογίες
Πλασματική χαρακτήρισε τη μείωση του δημοσίου χρέους λόγω των πληθωρισμού ο οικονομολόγος Μάριος Μαυρίδης. Επίσης, χαρακτήρισε και το πλεόνασμα κάπως στρεβλωμένο καθώς λόγω του ότι αυξήθηκαν οι τιμές αυξήθηκαν και οι φορολογίες για τους πολίτες. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι η αναβάθμιση αυτή είναι ιδιαίτερα ευεργετική για τη βελτίωση της εικόνας της Κύπρου προς τους διεθνείς επενδυτές οι οποίοι αξιολογούν διάφορους παράγοντες στη χώρα οι οποίοι επηρεάζουν τις επενδυτικές αποφάσεις σε σχέση με εμπορικές συμφωνίες και στρατηγικές συνεργασίες.
Capital Intelligence
Υπενθυμίζεται ότι, η μακροχρόνια και βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας μας έχει αναβαθμιστεί στο «ΒΒΒ» από «ΒΒΒ-» και Α2 από Α3, από τον οίκο αξιολόγησης CI αντίστοιχα. Ο οίκος επικαλείται τη συνεχιζόμενη βελτίωση στα δημόσια οικονομικά, περιλαμβανομένων των επαναλαμβανόμενων πλεονασμάτων και την ταχεία μείωση του δημοσίου χρέους. Επίσης, ο οίκος κάνει λόγο για «πολύ ισχυρή» δημοσιονομική θέση, με το δημοσιονομικό πλεόνασμα τους πρώτους επτά μήνες να υπερβαίνει τις προβλέψεις, φτάνοντας στο 2,2% του ΑΕΠ, και σημειώνει ότι το δημοσιονομικό πλεόνασμα φέτος θα ανέλθει στο 2,9% του ΑΕΠ, παρά την προσαρμογή των μισθών στον δημόσιο τομέα. Αναδεικνύει ακόμα τη μείωση των βραχυπρόθεσμων χρηματοδοτικών κινδύνων, που οφείλεται «στην στέρεα κυβερνητική δημοσιονομική διαχείριση, το ευνοϊκό προφίλ λήξεων του χρέους και τις χαμηλές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες καθώς και στη συνετή πολιτική δημιουργίας αποθεματικού ρευστών διαθεσίμων.