Του Απόστολου Κουρουπάκη
Βασικός προορισμός εκείνη την ημέρα ήταν οι Γούφες Αμμοχώστου, όπου θα πήγαινα για να βιώσω, όσο και αν αυτό ακούγεται αφελές και νεφελώδες, την ενέργεια του τόπου, για μία εν εξελίξει έρευνά μου… Φτάνοντας, όμως, στις Γούφες αμέσως κατάλαβα ότι δεν είμαι προετοιμασμένος για αυτή την επίσκεψη, ωστόσο περιπλανήθηκα στο χωριό για λίγο, ώσπου αποφάσισα να αποχωρήσω, για να επιστρέψω περισσότερο έτοιμος. Στις πρόχειρες σημειώσεις μου είχα γράψει και τα χωριά Τρυπημένη και Άγιος Νικόλαος, και κοιτάζοντάς τες προσπαθούσα να θυμηθώ ποια ήταν η αφορμή για να τα επισκεφθώ. Εις μάτην όμως, οπότε αποφάσισα ότι δεν έχει νόημα να σπάω το κεφάλι μου, για να βρω την αιτία, άλλωστε είχα αρχίσει να ανεβαίνω τον Πενταδάκτυλο… Μπαίνω σε ένα πευκοδάσος, ανοίγω τα παράθυρα και αμέσως οι μυρωδιές του πεύκου κατακλύζουν τον χώρο. Μυρίζει καλοκαίρι, μυρίζει δάσος, μυρίζει Πενταδάκτυλος… Φτάνω τελικά στην Τρυπημένη Αμμοχώστου, με το αυτοκίνητό μου να πασχίζει να ανέβει την ανηφόρα…
Παρκάρω στην πλατεία και αναζητώ την εκκλησία του χωριού, δεν αργώ να την εντοπίσω, δεσπόζει άλλωστε του χωριού και είναι αφιερωμένη, στην Παναγία Ελεούσα, όπως μαθαίνω αργότερα. Ο ναός είχε μετατραπεί σε τζαμί, ενώ τώρα μάλλον άλλαξε χρήση, μιας και ακριβώς δίπλα είχε χτιστεί το νέο τέμενος, πιστό αντίγραφο όλων των τζαμιών που άρχισαν να ανεγείρονται στα Κατεχόμενα… στα χωριά που πριν δεν είχαν μουσουλμανικό πληθυσμό. Παράδειγμα τα τζαμιά των γειτονικών με την Τρυπημένη χωριών, τα οποία κατοικούνταν και προ του 1974 από Τ/κ, είναι ταυτόσημα με το τοπίο.
Σε αέναη αλλαγή ο τόπος, αλλάζει, όλα σε διαρκή περιδίνηση. Περιεργάζομαι την εκκλησία, η οποία είναι σε καλή κατάσταση, παράταιρο μου μοιάζει το τσιμεντένιο της καμπαναριό, μάλλον κατασκευασμένο τη δεκαετία του 1950 ή του 1960, στέκει βουβό και ταλαιπωρημένο, έχοντας απέναντί του τον πάλλευκο μιναρέ, με το ισχυρό μεγάφωνο, τα σκέφτομαι να συζητούν για τον Θεό και τους ανθρώπους… Καμία άλλη εξωτερική ένδειξη για την ιστορία της εκκλησίας, εκτός από το μικρό έλασμα στην ανατολική είσοδο της εκκλησίας, στο οποίο μάλλον αναγράφεται το όνομα της δωρήτριας των θυρών, που η κακή φωτογραφία που έβγαλα δεν με βοηθάει να διαβάσω το όνομα… στο σιδερένιο υπέρθυρο η χρονολογία 1900, ενώ στο βόρειο σιδερένιο θύρωμα υπάρχει το έτος 1907. Άρα η εκκλησία θα πρέπει ανεγέρθηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Συνεχίζω την περιήγησή μου στο χωριό. ∆ιακρίνω ένα όμορφο θύρωμα, στο οποίο είναι σκαλισμένη η ταυτότητα του κτηρίου: «Τη 1 Απριλ. 1910 | Κ ΧΑ[Ν] ΧΚ». ∆εν έχει σωθεί τίποτε άλλο, εκτός από την ξύλινη πόρτα, από αυτό που κάποτε θα ήταν από τα αρχοντικά του χωριού. Λίγα μέ[1]τρα πιο αριστερά ένα άλλο σπίτι, στην πρόσοψη του οποίου μπορεί κάποιος να δει ένα κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας του τόπου: «ΕΝΩΣΙΣ»… ένα σύνθημα σε έναν τοίχο, που πλέον κανέναν δεν ενδιαφέρει. Στο απέναντι σπίτι κάθεται μια ηλικιωμένη, τη χαιρετώ και με ρωτά από πού είμαι… κάνοντας ταυτόχρονα και τη σχετική χειρονομία, από τη Λευκωσία της απαντώ, η συνεννόησή μας δύσκολη, καταλαβαίνω ότι θα ήθελε να μου προσφέρει καφέ… αρνούμαι ευγενικά και τη χαιρετώ. Πάω στο αυτοκίνητό μου, για να συνεχίσω στο επόμενο χωριό, τον Άγιο Νικόλαο, ακόμα πιο ψηλά στον Πενταδάκτυλο. Η θέα στον κάμπο της Μεσαορίας κόβει την ανάσα.
Το καμπαναριό της Παναγίας της Ελεούσας στην Τρυπημένη στέκει βουβό, έχοντας απέναντί του τον πάλλευκο μιναρέ, με το ισχυρό μεγάφωνο, τα σκέφτομαι να συζητούν για τον Θεό και τους ανθρώπους
Σχεδόν καθόλου κίνηση, στον ανηφορικό δρόμο ώς το χωριό. Πρώτη εικόνα, στο έμπα του χωριού, το μουσουλμανικό τέμενος, όμοιο και αυτό με τα υπόλοιπα. Στο χωριό κάποια παιδιά πετάνε χαρταετό, ο αέρας του βουνού κάνει το παιχνίδι τους πιο εύκολο, κάνουν στην άκρη του δρόμου για να περάσω. Σε λίγα λεπτά συναντώ την εκκλησία του χωριού, υποθέτω πως θα είναι αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο, και όπως αργότερα διαπιστώνω δεν κάνω λάθος. Υποβλητικός ο ναός, σε δεσπόζουσα θέση στο χωριό. Πλάι στην αυλόπορτα μία από τις βρύσες του χωριού, κατασκευασμένη το 1956, εκείνη ήταν η χρυσή δεκαετία των κοινοτικών βρυσών… Ανεβαίνω τα λίγα σκαλιά και μπαίνω στον αυλόγυρο, η φύση έχει την τιμητική της. Πάνω από τη νότια είσοδο η χρονολογία 1902, ίσα που φαίνεται, έτος ανέγερσης της εκκλησίας. Το μεταγενέστερο, όπως φαίνεται, καμπαναριό είναι κομμένο στη μέση. Ο ναός έχει μία μεγαλοπρέπεια, αν και λαβωμένος από τον χρόνο και την εγκατάλειψη. Από την σπασμένη δυτική είσοδο βλέπω το εσωτερικό του, κάποτε ήταν τζαμί, αλλά συνυπάρχουν εικόνες μαζί με ισλαμικά διακριτικά… Οι εικόνες στη θέση του εικονοστασίου εικάζω ότι έμειναν εκεί από κάποια προηγούμενη σχετικά πρόσφατη λειτουργία του ναού. Λίγο πιο πάνω το δημοτικό σχολείο του χωριού, άδειο και αυτό, φαίνεται ότι έπαψε να λειτουργεί… η παιδική χαρά στο προαύλιό του δεν μοιάζει να είναι σε χρήση.
Αποφασίζω να αναζητήσω το κοιμητήριο του χωριού. Και σε αυτή την αναζήτηση η έννοια του χωροχρόνου άρχισε να μου παίζει τα παιχνίδια της. Είναι μερικές μυρωδιές που σε συνοδεύουν για μια ζωή, που ξεπετάγονται από εκεί που δεν το περιμένεις. Ίσως ο τόπος να τις ενεργοποιεί, ο τόπος ο συγκεκριμένος, που θα τον ανακαλέσεις και θα νιώσεις οικεία, ο τόπος ως απροσδιόριστη έννοια.
Στο κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου βρίσκεται η ερειπωμένη κοιμητηριακή εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.
Αυτό αισθάνθηκα όταν ξεκίνησα να περπατάω στον ελαιώνα δίπλα στην εκκλησία, και όσο ξεμάκραινα τόσο θυμόμουν τους ελαιώνες του πατρικού μου χωριού και τις εξορμήσεις με τη γιαγιά μου και τον παππού μου στα πατρογονικά τους χωράφια… Και αυτά σκεπτόμενος βρέθηκα στο κοιμητήριο του χωριού, όπου και η ερειπωμένη κοιμητηριακή εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Ο χώρος, όπως σε όλα σχεδόν τα νεκροταφεία, βεβηλωμένος, εγκαταλελειμμένος. Η φύση έχει αναλάβει να κρύψει τις πράξεις των ανθρώπων. Ησυχία, μόνο τιτιβίσματα πουλιών και σουρσίματα ερπετών... και σκέφτομαι τον στίχο της Τ/κ ποιήτριας Σενέμ Γκογκέλ: «Ψυχές λεπτές σαν τούλι περιδιαβαίνουν στη Μεσαορία».