Του Απόστολου Κουρουπάκη
Το βροχερό προηγούμενο Σαββατοκύριακο χάλασε τα σχέδιά μου να επισκεφθώ κάποια χωριά της επαρχίας Κερύνειας, χωριά σκαρφαλωμένα στον Πενταδάκτυλο, από τη μια ήθελα να ακούσω τη μυρωδιά της βρεγμένης γης και από την άλλη το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με προσγείωνε στην πραγματικότητα του «γύρευε τη δουλειά σου». Ευκαιρία χρυσή η ∆ευτέρα της Πρωτομαγιάς, λοιπόν, η γης είχε στεγνώσει, θα μπορούσα να κάνω το προγραμματισμένο ταξίδι μου. Θυμήθηκα όμως έναν ανοικτό λογαριασμό που είχα με τη Βατυλή, και ακόμη έναν με την Περιστερωνοπηγή... οπότε άλλαξε άρδην ο προγραμματισμός. Οδόφραγμα της Πύλας και σύντομα βρέθηκα στην απέραντη πεδιάδα της Μεσαορίας.
Προς τη Μηλιά
Παίρνω τον δρόμο για την Περιστερωνοπηγή, η Βατυλή θα έμενε τελευταία... Φτάνω στην Περιστερωνοπηγή, παρκάρω μπροστά στις εκκλησίες του αγίου Αναστασίου, παλαιά και νέα, και αυτές κατοικητήρια πτηνών... Κατεβαίνω στην κρύπτη του αγίου Αναστασίου... στον παλαιό ναό, η μαρμάρινη κολώνα εκεί, με φοβίζει το σκοτάδι και η απόλυτη ησυχία, ανεβαίνω τα λίγα σκαλιά, και βγαίνω στο φως, κάτι φραγκόκοτες με προϋπαντούν. Συνειδητοποιώ ότι έχω ξεχάσει τις σημειώσεις μου, οπότε αποφασίζω να οδηγήσω προς το επόμενο χωριό, παρακάμπτοντας τα τουρκοκυπριακά χωρια Αλόα, Μαράθα, Σανταλάρη, αφού γι’ αυτά υπάρχει άλλος σχεδιασμός.
Οδηγώ λοιπόν προς τη Μηλιά, τον υποτιθέμενο τόπο του Ρε Αλέξη, αυτό είναι όμως κάτι που εκείνη τη στιγμή δεν με απασχολεί... Συναντώ αμέσως την εκκλησία του αγίου Ανδρονίκου, λαβωμένη, διαβάζω με μεγάλη δυσκολία στο καμπαναριό: «Εκτίσθη [υ]πό της [... ... χωρ] [...] 1883». Μπαίνω μέσα, σχετικά καθαρή... Βγαίνοντας παρατηρώ στο γείσο της οροφής την αποτροπαϊκή μορφή... δεν με τρομάζει, μάλλον λειτουργεί αντίστροφα το χαμόγελό της, παρατηρώ γύρω μου την εγκατάλειψη... Κατευθύνομαι στο κοιμητήριο της κοινότητας, ίδια, γνώριμη κατάσταση, ερήμωση, και καταστροφή και σε αυτόν τον χώρο.
Φωτογραφίζω και ξαναμπαίνω στο αυτοκίνητό μου, επιστρέφω στο κέντρο του χωριού, θέλοντας να πάω στο επόμενο χωριό, ώσπου βλέπω τη μεγάλη εκκλησία του αγίου Επιφανίου, πρόσφατα φαίνεται ότι ο προαύλιος χώρος είχε καθαριστεί, τα στασίδια του ναού έξω... Καταφέρνω να μπω στην εκκλησία και στον βόρειο τοίχο διαβάζω: «Τ[...] {Μ}ητροπολίτου Πάφου και [Τοποτηρητού της] Αρχιεπισκοπής Κύπρου | Κου Λεοντίου | εγένοντο τα εγκαίνια του ναού τούτου | τη 27 Απριλίου 1943 | καρποφορούντων Λοΐζου Γ.Χ. Αναστάση και της συζύγουαυτού Χρυσταλλένης Επί επιτροπής Πέτρου Χ. Φλουρέντζου | Κυριάκου Χ.Π. Χαραλάμπους και Ηλία Αντωνίου». Βαρύ και υποβλητικό το ξύλινο εικονοστάσι του ναού «έργον Σοφοκλέους Χ. Λεπτουργού και υιών εκ Λάρνακος 1915», γνωστός και από τα έργα του στην Ασγάτα. Στον ναό σώζεται και λειτουργικό έπιπλο το οποίο φέρει την επιγραφή «Σωτήρηον Νικολάου | Σωτήρη Τουμάζου | και | [Σ]άββα Μιχαήλ», προφανώς τα ονόματα των δωρητών.
Δίπλα ένα βαρύ χρηματοκιβώτιο, και στον νότιο τοίχο ο ξυλόγλυπτος άμβωνας... Σημάδια τα παραπάνω ότι κάποτε αυτός ο χώρος είχε μια ζωή και μια συνέχεια που κόπηκε απότομα τον Αύγουστο του 1974. Αυτές τις μέρες στον Τύπο ανακοινώνονταν τα σχετικά με το πανηγύρι του αγίου Επιφανίου. «Καθίσταται γνωστόν προς πάντας, ότι την 12ην τρέχ. ημέραν Τετάρτην θα τελεστή εν Μηλιά (Αμμοχώστου) η ετησία πανήγυρις του Αγ. Επιφανίου, καθ’ ην θα διεξαχθούν ως πέρυσιν και αγοραπωλησίαι ζώων. Προβλέπεται ότι η πανήγυρις εφέτος θα σημειώση μεγαλυτέραν επιτυχίαν της περυσινής, θα υπάρχουν δε προς πώλησιν από όλα τα είδη ζώων». Βγαίνω από την εκκλησία, περιεργάζομαι τον χώρο, τα σκυλιά στο διπλανό σπίτι γαβγίζουν, το χωριό ξυπνάει από τη μεσημεριανή του σιέστα. Μπαίνω στο αυτοκίνητό μου και κοιτάζω τον χάρτη... η Γύψου είναι δίπλα.
Στη Γύψου
Φτάνω στη Γύψου και βλέπω αμέσως την εκκλησία της Παναγίας, διαβάζω την επιγραφή στο καμπαναριό: «Το κωδωνοστάσιον ανηγέρθη δαπάναις Παναγιώτη Π. Σιακαλλή και συζύγου και γονέων 1970», και πάνω από την είσοδο της νότιας πλευράς, η επιγραφή: «Ο πάνσεπτος ούτος ναός της Παναγίας εκτίσθη εκ θεμελίων δι’ εξόδων Παναγή Αβραάμη και συζύγου αυτού Παναγιώτας εν έτει 1890». Η εκκλησία φαίνεται ότι έχει συντηρηθεί, είναι ερμητικά κλειστή, τη φωτογραφίζω, και συνεχίζω την περιήγησή μου. Συναντώ μια εκκλησία, είναι ο Τίμιος Πρόδρομος, όπως με πληροφορεί η εντοιχισμένη πλάκα στο εσωτερικό της: «Ενεκαινιάσθη ο ναός Τιμίου Προδρόμου δαπάνη Πιερή Κωνσταντή | Παρασκευούς Πιερή | και Λενούς Κώστα Πετρίδου | τελεταρχούντος επισκόπου Κωνσταντίας Χρυσοστόμου | Γύψος 3_10_1971» και από κάτω μία δεύτερη πλάκα: «Το δάπεδον του | ιερού τούτου ναού | εμαρμαρώθη δαπάνη | Μορφή και | Αντώνη Μιχ. Μορφή | εις μνήμην του πατρός των Χ. Μιχαήλ Μορφή | 1953».
Η εκκλησία είναι καθαρή, άδειο το εικονοστάσι, τουλάχιστον ο χώρος διατηρε την αξιοπρέπειά του. Μπαίνω στο αυτοκίνητό μου, λίγα μόλις λεπτά αργότερα σταματάω στο τζαμί του χωριού, που δεν είναι παρά η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στο καμπαναριό η επιγραφή: «Το κωδωνοστάσιον ανηγέρθη δαπάναις Πιερή Κωνσταντή και συζύγου Παρασκευούς | 1969». Ο ναός κλειστός, χαιρετώ την κυρία που με ρωτά αν θέλω να με βγάλει φωτογραφία και της ζητώ πληροφορίες για το κοιμητήριο, είναι εύκολος ο δρόμος. Φτάνω λίγο μετά, περιφραγμένος ο χώρος, πνιγμένος από την άγρια βλάστηση, που κρύβει την κατάστασή του, ίσως είναι καλύτερα.
Η ώρα έχει περάσει, το πρόγραμμά μου έχει διασαλευθεί, αλλά αισθάνομαι σαν να έχω γνωρίσει την Παρασκευού, τη Χρυσταλλένη, τον Πέτρο Χ. Φλουρέντζου, τον Χαραλάμπους, και όλα εκείνα τα πρόσωπα που είδα στους πέτρινους και τους τσιμεντένιους τοίχους... Επιστρέφω στη Λευκωσία, περνώντας από τη Βατυλή, για τη δική μου κατ’ επίφαση τήρηση μιας κανονικότητας.