Του Απόστολου Κουρουπάκη
Ημέρες Αυγούστου, αισθάνθηκα την ανάγκη να δω την πυρόχρωμη κοιλάδα της Μεσαορίας, της Μεσαρκάς, που έγινε κόλαση τον Αύγουστο του 1974 για χιλιάδες Ε/κ που αναγκάστηκαν να τη διασχίσουν ωσάν να διέσχιζαν την Ερυθρά Θάλασσα, μία σύγχρονη Έξοδος... Τα σπαρτά, τα καμπαναριά, οι μιναρέδες και μια Κύπρος που χάνεται, αν δεν χάθηκε ήδη, και όπως λέει και η παροιμία, «Άμα γιορκίσει η Μεσαρκά τρώσιν μανάδες και παιδιά» και αμέσως θυμάμαι το ποίημα του Γκιουργκέντς Κορκμάζελ «Μεσαορία»: «Κάθε σκιάδα δέντρων κι ένας θησαυρός | Κληρονομιά από βασιλείς | Αγκαθωτό φυτό της σιωπής στριφογυρίζει | Και με τσιμπάει»...
Στο κάγκελο της δυτικής εισόδου υπάρχει η χρονολογία 1894, και ο ναός είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο, όπως με ενημερώνει μία γρήγορη περιήγηση στο google, όταν επανήλθε το wi-fi μου...
Εξω Μετόχι
Οδηγώντας από τη Λευκωσία προς τα τρία μεγάλα χωριά της Μεσαορίας, Βατυλή, Λύση και Κοντέα, για κάποιον λόγο, αποφασίζω να στρίψω προς ένα χωριό, που με ιντρίγκαρε, φτάνω σε μία εκκλησία και το wi-fi μου δεν λειτουργεί, δεν ξέρω πού βρίσκομαι, στο σπίτι απέναντι από την εκκλησία δύο άντρες πετάνε παλιά έπιπλα και σκονισμένες βαλίτσες, παρκάρω για να θαυμάσω το καμπαναριό της εκκλησίας. Το παρατηρώ και εντοπίζω επιγραφή... είναι δύσκολη η ανάγνωσή της, ελπίζω να μη με προδώσει η φωτογραφική μου μηχανή.
Αργότερα καταφέρνω να διαβάσω: «Εργον Γεωργίου Σάββα Ασσιώτου | εκ Καϊμακλίου 1909», του σπουδαίου εμπειρικού αρχιτέκτονα. Στο κάγκελο της δυτικής εισόδου υπάρχει η χρονολογία 1894, και ο ναός είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο, όπως με ενημερώνει μία γρήγορη περιήγηση στο google, όταν επανήλθε το wi-fi μου, και το χωριό είναι το Έξω Μετόχι. Ήσυχο χωριό, αποφασίζω να συνεχίσω προς τον αρχικό μου στόχο, να μην καθυστερώ. Βγαίνω στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας - Αμμοχώστου, τηρώντας σχολαστικά τα όρια ταχύτητας!
Βατυλή
Φτάνω στη Βατυλή και όλα είναι πολύ ήσυχα, συναντώ πρώτα ένα μικρό εκκλησάκι, τον ναό της Αγίας Βαρβάρας. Στο περιστύλιο φαίνεται η χρονολογία 1954 και στο καμπαναριό η χρονολογία 1955. Είναι οι ημερομηνίες ανακαίνισης της εκκλησίας από Βατυλιώτες των ΗΠΑ. Είναι μεσημέρι, απόλυτη ησυχία...
Προχωράω προς το κέντρο του χωριού και συναντώ την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, με το στιβαρό της καμπαναριό.
Στην είσοδο του περιβόλου, στον μαντρότοιχο της νότιας πλευράς, βλέπω δύο επιγραφές, διαβάζω: «Αγίου Γεωργίου τη [...] Μαρτίου 1936» και ακριβώς από κάτω: «Εργον...» και εδώ η λάβρα του μεσημεριού θόλωσε τη φωτογραφική οπτική μου και τη μνήμη μου... η λήψη είναι ημιτελής... θα επιστρέψω... Ο ναός είναι αναστηλωμένος από το UNDP και τη δικοινοτική Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Φεύγω, και σε κάποιο δρόμο της Βατυλής συναντώ έναν Τ/κ Βατυλιώτη, με ξεναγεί στο χωριό, μου δείχνει το δρόμο για το κοιμητήριο... Είναι νωρίς το μεσημέρι και τρία σκυλιά κάτω από ένα κυπαρίσσι επωφελούνται από τη σκιά του. Μπαίνω στον ρημαγμένο χώρο από τη μισοπεσμένη πέτρινη είσοδο του κοιμητηρίου... εντύπωση μού κάνει μία πέτρινη στήλη, προσπαθώ να καταλάβω τι είναι, χωρίς αποτέλεσμα... με τα σκυλιά να γαβγίζουν καθηκόντως σε αυτόν που διατάραξε το μεσημεριανό ραχάτι τους... Το κοιμητήριο πρόσφατα κάηκε, όπως μαρτυρούν τα σημάδια στο βόρειο κομμάτι του...
Περιφέρομαι, παρατηρώ και βλέπω στη βάση ενός σταυρού την επιγραφή «Δαπάνη Ρένου...», διαβάζω στους πεσμένους και σπασμένους σταυρούς ονόματα όπως Δεσποινού, Παναγιωτού, στέκομαι μπροστά από την όρθια επιτύμβια πλάκα του μνήματος του Κωστάκη Γ. Παπακώστα, ο οποίος πέθανε σε ηλικία μόλις 23 ετών... Σιωπή... Περνάω την πέτρινη πύλη, τα τρία σκυλιά σπεύδουν στη σκιά του κυπαρισσιού, δεν μου γαυγίζουν καν. Όλα είναι ήσυχα. «Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει».... Οδηγώ μέσα από τη Βατυλή και προχωρώ προς τη Λύση, στόχος μου η Παναγία της Λύσης. Αυτό το αρχιτεκτονικό αριστούργημα...
Λύση
Οδηγώ προς τη Λύση, παντού στρατόπεδα, στρατιώτες στις άκρες του δρόμου... στρίβω δεξιά, από μακριά βλέπω τον όγκο της εκκλησίας, τον ακολουθώ, ώσπου φτάνω στον περίβολό της... γύρω τριγύρω μηχανουργεία, καταστήματα σιδηρικών... ένας μηχανουργός με χαιρετά: «ώρα καλή», αντιχαιρετώ και παρκάρω το αυτοκίνητό μου. Προχωράω προς τον ναό. Είναι αντάξιος της φήμης του, υποβλητικός, καμωμένος με μαεστρία. Στη νότια είσοδο του ναού διαβάζω: «Ενθάδε Κείται | ο Πασχάλης Χατζηγιακουμής | Θανών 14.3.1912 | Σεβαστόν και Φιλοπρόοδον | Τέκνον της Λύσης | Πρωτοστατήσαν διά την Ανέγερσιν του Ιερού τούτου Ναού». Αίφνης αποκτούν ταυτότητα οι πέτρες.
Ο ναός κτίστηκε την περίοδο 1892-1901. Αρχιτέκτονας ήταν ο Χριστόδουλος Γρούτας, ο οποίος αποχώρησε από την κατασκευή και την ανέγερσή της αποπεράτωσε ο Ιάκωβος Παύλου, γνωστός ως «μάστρε Γιακουμής». Αντίγραφο του λατινικού καθεδρικού του Αγίου Νικολάου της Αμμοχώστου και οι Λυσιώτες θα πρέπει να ήταν πολύ υπερήφανοι για τον ναό τους... Αναστηλωμένη πλέον από το UNDP και τη δικοινοτική Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Ακριβώς δίπλα από τον ναό και το κοιμητήριο της Λύσης... κι εδώ εγκατάλειψη, και μετά θάνατον τιμωρία ξανά... με μαύρη μπογιά διαγράφηκαν όσα ονόματα έμειναν να διαβάζονται... μεταξύ αυτών και του Κώστα Τομπόλη, στο βεβηλωμένο μνήμα του, μετά βίας διαβάζω: «Η Κοινότης Λύσης | προς το αντάξιον τέκνον της | τον Διδάσκαλον και Παιδαγωγόν | δύο γενεών Κώσταν Τομπόλην | Τιμής και Ευγνωμοσύνης Ένεκεν». Ο δάσκαλος πολλών Λυσιωτών, καθηγητής βυζαντινής μουσικής και πατέρας του Σώζου Τομπόλη, εκπαιδευτικού, δάσκαλου μουσικής και πρωτοψάλτη του ιερού ναού Παναγίας Φανερωμένης της Λευκωσίας.
Πιο κάτω ακόμα ένα μνήμα, βεβηλωμένο και ξανά παραδομένο στην αιώνια λήθη ο εκεί κεκοιμημένος, με τον ίδιο βίαιο τρόπο ενός ιδιότυπου delevit όπου υπάρχει επιγραφή, για τα υπόλοιπα φρόντισε η φύση. Μετά βίας διαβάζω: «Ενθάδε κείται | ο δούλος του Θεού | Μιχαήλ [Φίλης] | θανών τη [...] 1961». Το ίδιο και σε άλλο μνήμα: «[... ...] Απέθανε Άριστα | Πάτροκλος Α. Κοκκίνου | εκ Λύσης ετών 20 | Πεσών υπέρ Πίστεως και Πατρίδος | την 20 Φεβρουαρίου 1957». Ο Πάτροκλος Κόκκινος έπεσε μαχόμενος κοντά στο χωριό του, στις 10 Φεβρουαρίου 1957, κατά τη διάρκεια του Αγώνα της ΕΟΚΑ.
Φεύγω από το κοιμητήριο και παρατηρώ ότι στο παρακείμενο γήπεδο μια ομάδα παίδων πανηγυρίζει ένα γκολ, ενώ ο ιδιοκτήτης του καταστήματος ελαστικών απέναντι από το κοιμητήριο καθοδηγεί μία πλατφόρμα... Μπαίνω στο αυτοκίνητό μου, και προχωρώ προς την Κοντέα, θέλω να δω εκείνα τα κυπαρίσσια που έκαναν χαράκτη τον Χαμπή...
Φτάνω μπροστά από τον ναό του Αγίου Χαραλάμπους της Κοντέας, ο περίβολος είναι κλειδωμένος, δεν θέλω να πηδήξω τη μάντρα, περιφέρομαι στον χώρο.
Κοντέα
Προχωράω στο χωριό και από μακριά βλέπω το καμπαναριό του Αγίου Χαραλάμπους, το ακολουθώ. Καθώς πλησιάζω με προσπερνάει ένα μηχανάκι με οδηγό έναν νεαρό. Φτάνω μπροστά από τον ναό, ο περίβολος είναι κλειδωμένος, δεν θέλω να πηδήξω τη μάντρα, περιφέρομαι στον χώρο, και στα πλάγια της εκκλησίας χαλάσματα ενός κάποτε μεγάλου κτηρίου, μπροστά του μία από τις κοινοτικές βρύσες και στο πλάι το μηχανάκι του νεαρού, ο οποίος φροντίζει τον σκύλο του, ζητώ την άδειά του να φωτογραφίσω τη βρύση, «yes, yes» μού λέει και επιστρέφει στις εργασίες του...
Επιστρέφω προς τον ναό. Στο υπέρθυρο της βόρειας εισόδου διακρίνω την επιγραφή: «Εν Έτει 1893»... εκείνα τα χρόνια πολλές οι εκκλησίες που ανεγέρθηκαν στην Κύπρο. Αναστηλωμένη και αυτή από το UNDP και τη δικοινοτική Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Δυστυχώς, δεν μπορώ να πλησιάσω τον ναό, φωτογραφίζω αδιάκοπα, ενώ ο αίθριος μεσημεριανός ουρανός καλύπτεται από σύννεφα... ρωτώ τον νεαρό αν μπορεί να μου δείξει τον δρόμο για το κοιμητήριο... λίγο τουρκικά, λίγο αγγλικά, εν τέλει μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω...
Φτάνω στο κοιμητήριο, ανοίγω την καγκελόπορτα και μπροστά μου ο τάφος του Τεύκρου Ανθία, το είχα ξεχάσει ότι εκεί είναι θαμμένος ο ποιητής. Διατηρημένο το μνήμα: «Αδέρφια, να με φωνάζετε κάθε φορά | που θάχη αγώνα για ότι νέο και πιο μεγάλο | και θα ξυπνώ απ’ τον τάφο μου (στα γιορτινά ντυμένος) | να σέρνουμε της νίκης το χορό, να τραγουδάμε | στη λυγερή γαλανομάτα λευτεριά. | Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ τόσο πολύ | πο ’κάνε ο άνθρωπος τη γη | κι όλο το σύμπαν σπίτι» στην όρθια ακόμη επιτύμβια στήλη και στο χώμα κάποια ξεθωριασμένα στεφάνια συλλογικοτήτων... Προχωρώ στους ρημαγμένους σταυρούς και ξαφνικά σκοντάφτω: «Μόλις του Κάλυκος | εξείλθε της ανοίξεως | το κρίνον αίφνης εμαράνθη | και έπαυσε γύρω | το μύρον χύνον» και αναρωτιέμαι αν αφορά τον Αρτέμη Ξενοφώντος, «θανών τη 18.5.1949» όπως αναγράφεται στον πεσμένο σταυρό στο πλάι. Ο άτυχος Ξενοφώντος πέθανε σε ηλικία 30 ετών, από έκρηξη οξυγόνου και όπως διαβάζουμε στον Τύπο της εποχής: «Ολόκληρος η κοινότης επένθυσε τον ατυχή νέον, καθ’ ότι η καθ’ όλα σταδιοδρομία του υπήρξεν υπόδειγμα συνετού και ευγενούς νέου, συνέβη δε το τραγικόν δυστύχημα την παραμονήν της ημέρας κατά την οποίαν ήσαν όλα έτοιμα διά να επιβή αεροπλάνου δι’ Αυστραλίαν»... Φευ! η τύχη του πλασμάτου.
Μόλις του Κάλυκος | εξείλθε της ανοίξεως | το κρίνον αίφνης εμαράνθη | και έπαυσε γύρω | το μύρον χύνον» και αναρωτιέμαι αν αφορά τον Αρτέμη Ξενοφώντος, «θανών τη 18.5.1949» όπως αναγράφεται στον πεσμένο σταυρό στο πλάι.
Πιο κάτω ακόμη μία παρόμοια επιγραφή, το μόνο που διακρίνεται είναι η αρχή της: «Ω! Αιθέρια | αδελφή ψυχή εις τας ακοάς μου [...]». Και πιο δίπλα ένα ακόμη επιτύμβιο επίγραμμα, σκαλισμένο καλλιγραφικά, «Ενθάδε κείται Λούλλα Π. Νικολαΐδου ετών 24. Απεβίωσεν την 1ην Ιουλίου του έτους 1943». Πιο πίσω το μεγάλο όρθιο μνήμα του Λάρκου Ν. Συμεού, δίπλα από τον οικογενειακό τάφο του Χαράλαμπου Χρ. Χαννίδη. Προχωράω και διαβάζω και εδώ ονόματα όπως Βαρβαρού, Μαργαρού 100χρονίτισσα αυτή, Παρασκευού, Θεοτέρα, ώσπου φτάνω στον οικογενειακό τάφο του ζεύγους Κυριάκου και Μαρίας Συρίμη, και κάτω από τα φύλλα του ευκαλύπτου ανακαλύπτω τις φωτογραφίες τους... σε μια διπλή πέτρινη κορνίζα...
Νομίζω ότι αρκετά διασάλευσα την ηρεμία του χώρου, αποχωρώ, κλείνοντας το μάτι στον ποιητή του «Είσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτινής, | που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχη εσπέρα». Δεν κοιτώ χάρτη, παίρνω την ευθεία... οδό και φτάνω στο Πραστειό...
Διαβάστε ΕΔΩ το δεύτερο μέρος του Οδοιπορικού της «Κ»