
Kathimerini.gr
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν τρέφεται από τον πόλεμο και θα είναι πρακτικά αδύνατο να πειστεί να εγκαταλείψει τις πρακτικές του, ακόμη και από τον Ντόναλντ Τραμπ, σημειώνει σε ανάλυσή της η έγκυρη εφημερίδα Die Zeit της Γερμανίας.
Οπως σχολιάζει ο αρθρογράφος της εφημερίδας, Μίχαελ Τούρμαν, που έχει χρηματίσει και ανταποκριτής της εφημερίδας στη Μόσχα, «ακόμα κι αν τα πράγματα πάνε καλά με την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ο Βλαντίμιρ Πούτιν βρίσκεται στην πραγματικότητα σε δύσκολη θέση».
Επισημαίνει συγκεκριμένα πως οι Ρώσοι στρατιώτες σημειώνουν αργά αλλά σταθερά κέρδη στο ουκρανικό μέτωπο, αλλά ο Πούτιν πρέπει να αντιμετωπίσει τη δημόσια ανυπομονησία του Τραμπ, ο οποίος έστειλε τον απεσταλμένο του, Στιβ Γουίτκοφ, στη Μόσχα για να μεσολαβήσει για κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Μετά τις τελευταίες συνομιλίες, ο Γουίτκοφ είπε ότι ο Ρώσος πρόεδρος «ενεργεί με καλή πίστη και συνείδηση» και οι Πούτιν και Τραμπ αναμένεται να συναντηθούν προσωπικά σύντομα. Ο Γουίτκοφ λέει ότι αναμένει από τις συνομιλίες να καταλήξουν σε μια «μακροχρόνια ειρήνη».
Στο μυαλό του Πούτιν
Η προσπάθεια να μπει κανείς στο μυαλό του Πούτιν δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της 25χρονης ηγεμονίας του, ο Ρώσος πρόεδρος έχει προσφέρει μερικές ενδείξεις για το πώς θα μπορούσε να χειριστεί αυτήν την ειρηνευτική διαδικασία τους επόμενους μήνες. Και ο Γουίτκοφ μπορεί να δοκιμάσει μερικές εκπλήξεις, προειδοποιεί ο πολύπειρος αναλυτής.
Ο Πούτιν μιλάει συχνά για διαπραγματεύσεις, και το κάνει με ευκολία, τονίζει η ανάλυση της Die Zeit: Θέλει να κρατήσει ζωντανές τις ελπίδες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ενώ ταυτόχρονα σπέρνει σύγχυση για τις πραγματικές του προθέσεις. Κανείς όμως δεν πρέπει να ξεγελιέται. Ο Πούτιν δεν επιθυμεί να επιστρέψει στις ημέρες των συνομιλιών του Μινσκ ή στις ασταθείς ειρηνευτικές συμφωνίες πριν το 2022. Αυτό θα ήταν ένα βήμα προς τα πίσω για αυτόν και θα υπονόμευε τη δύναμή του. Αντίθετα, κάνει ό,τι μπορεί για να καθυστερήσει την ειρηνευτική διαδικασία, την οποία ο Τραμπ προσπάθησε να επιταχύνει. Θα το βαλτώσει με ατελείωτες «αποχρώσεις», «λεπτομέρειες» και νέες απαιτήσεις για το τι πρέπει να κάνει η Ουκρανία προτού καν σκεφτεί την κατάπαυση του πυρός, κατά τον Μίχαελ Τούρμαν.
Ο Πούτιν δεν θέλει συμφωνίες με την Ε.Ε. ή το ΝΑΤΟ. Αφότου ανέκαμψε ο Τραμπ στην προεδρία, ο Πούτιν βλέπει τη λεγόμενη «συλλογική Δύση» κοντά στην κατάρρευση. Και δεν θα ήθελε τίποτα περισσότερο από το να της δώσει μια τελευταία ώθηση.
Απώτερος στόχος
Αυτό που έχει σημασία για αυτόν τώρα, σύμφωνα με τη γερμανική ανάλυση, δεν είναι μόνο ό,τι έχει κερδίσει στην Ουκρανία, αλλά αυτό που εξακολουθεί να ελπίζει να επιτύχει μαζί με τον Τραμπ και την Κίνα: Τη διάλυση αυτού που αποκαλεί «παγκόσμια τάξη που υπαγορεύει η Δύση». Αντί να καταλήξει σε συμβιβασμό και να επιστρέψει στην ειρηνική συνύπαρξη στην Ευρώπη, ο Πούτιν θέτει τις βάσεις για έναν μακροχρόνιο πόλεμο, είτε με στρατιωτικά μέσα, είτε με επιχειρήσεις πληροφοριών είτε με προπαγάνδα.
Η μάχη ενάντια στα δυτικά ιδεώδη, θεσμούς και κοινωνίες είναι πλέον ο ακρογωνιαίος λίθος της λαβής του στην εξουσία. Αναδιαμορφώνει το έθνος του για μια εποχή που ορίζεται από ατελείωτες συγκρούσεις.
Η Ουκρανία είναι μόνο το ένα πεδίο. Εκεί, ίσως δεχθεί ακόμη και μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός, αλλά μόνο με τους όρους του. Αυτό θα σήμαινε τέλος στις παραδόσεις όπλων της Δύσης στο Κίεβο, την εξάρθρωση του ουκρανικού στρατού και την εγκατάσταση ενός καθεστώτος υπέρ της Μόσχας. Αλλά η Ευρώπη είναι μέρος της μεγαλύτερης σκηνής. Από εκεί θέλει οι δυνάμεις των ΗΠΑ, μαζί με τα όπλα τους, να φύγουν εντελώς, ώστε η Ρωσία να επεκτείνει την «ομπρέλα ασφαλείας» της.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο Πούτιν οραματίζεται τη Ρωσία να ενώνει τις δυνάμεις της με την Κίνα για να κυριαρχήσει στη διεθνή τάξη. Αλλά ένας βασικός λόγος που δεν θα τερματίσει τις μάχες βρίσκεται εντός των συνόρων του. Υστερα από ένα τέταρτο του αιώνα στην εξουσία, ο Πούτιν έχει κάνει τον πόλεμο το καθοριστικό αφήγημα της διακυβέρνησής του. Εχει γίνει το μεγαλύτερο και ίσως το τελευταίο του έργο, εκτιμά η ανάλυση του Γερμανού αρθρογράφου.
Η αντιπαράθεση με τη Δύση —είτε με τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε μόνο με την Ευρώπη— είναι κεντρικής σημασίας για τη στήριξη της κυριαρχίας του. Οταν ξεκίνησε την τελευταία εισβολή στην Ουκρανία το 2022, η αντίδραση στο εσωτερικό της Ρωσίας δεν ήταν καμιά πατριωτική έξαρση αλλά περισσότερο ένα μούδιασμα. Κάτω από αυτό κρύβονταν ο φόβος και η μοιρολατρία. Βυθίζοντας τη Ρωσία σε αυτό που ορίζει ως παγκόσμια σύγκρουση, ο Πούτιν δικαιολογεί την εξουσία του. Μόνο αυτός, υποστηρίζει, μπορεί να σώσει τη Ρωσία σε αυτόν τον υπαρξιακό αγώνα.
Οπως ο πρόεδρος της Δούμας, Βιάτσεσλαβ Βολόντιν, δήλωσε κάποτε με κάθε σοβαρότητα «χωρίς τον Πούτιν, δεν υπάρχει Ρωσία». Από τις 24 Φεβρουαρίου 2022, ο κόσμος έχει καταλάβει και κάτι άλλο: Χωρίς τον Πούτιν, δεν υπάρχει πόλεμος. Αλλά όσο καθυστερεί, ο Πούτιν το βλέπει αντίστροφα: Χωρίς πόλεμο, δεν υπάρχει Πούτιν. Γι’ αυτό ο πόλεμος πρέπει να συνεχιστεί, είτε κοντά είτε μακριά, είτε ζεστός, είτε ψυχρός, είτε υβριδικός. Το σημαντικό είναι να κρατάμε τον εχθρό στον ορίζοντα.
«Πουτινική» εκπαίδευση
Στα 72 του χρόνια, ο Πούτιν ξέρει ότι ο βιολογικός χρόνος του τελειώνει. Για να αποτρέψει την επόμενη γενιά από το να αμφισβητήσει την κληρονομιά του ή να αρχίσει να αναρωτιέται εάν ένας δυτικός προσανατολισμός μπορεί να μην είναι τελικά τόσο κακή ιδέα, ο Πούτιν έχει δώσει μια ειδική αποστολή στο εκπαιδευτικό σύστημα. Τα σχολεία θα υπηρετήσουν πλέον πλήρως την υπόθεση της νίκης. Μια νέα γενιά νέων πουτινιστών καλλωπίζεται για έναν Πουτινισμό που θα συνεχίσει να ζει ακόμα και όταν δεν θα υπάρχει πια ο ίδιος ο Πούτιν.
Στα μαθήματα χειροτεχνίας, οι μαθητές διδάσκονται πώς να φτιάχνουν πατερίτσες, νάρθηκες και προσθετικά για τραυματίες στρατιώτες. Οι δάσκαλοι βάζουν τους μαθητές τους να γράφουν γράμματα γεμάτα ενθάρρυνση προς τους «άντρες στο μέτωπο». Νέα σχολικά βιβλία μεταφέρουν τα σημεία συζήτησης του Πούτιν στο μυαλό της επόμενης γενιάς. Ο ίδιος ο Πούτιν έχει προτείνει οι βετεράνοι του πολέμου της Ουκρανίας να γίνουν «μια μελλοντική ελίτ» στα χέρια της οποίας η μοίρα της Ρωσίας μπορεί να βρίσκεται με ασφάλεια.
Οπως γράφει η ανάλυση του Γερμανού πρώην ανταποκριτή στη Μόσχα, για να καταλάβει κανείς γιατί ο Πούτιν πέρασε τρία χρόνια διώχνοντας όλους τους μεσολαβητές για την ειρήνη και γιατί τώρα καθυστερεί τις συνομιλίες με τον Τραμπ, πρέπει να μπει στη νοοτροπία του: Αν έπρεπε πράγματι να κυβερνήσει υπό τις δύσκολες συνθήκες μιας πραγματικής ειρήνης με την Ουκρανία και την Ευρωπαϊκή Ενωση, η στροφή του στην Κίνα θα έχανε τη δυναμική της, οι Ρώσοι θα ήθελαν να ξαναχτίσουν τους δεσμούς με τη Δύση, η κυβέρνηση θα έχανε τη δικαιολογία της για να κρατά τον πληθυσμό υπό αυστηρό έλεγχο, η οικονομία, που τώρα χτίστηκε γύρω από τις ανάγκες του πολέμου, θα έπρεπε να αναθεωρηθεί οδυνηρά σε ένα μοντέλο εν καιρώ ειρήνης και η διατήρηση της εξουσίας από τον Πούτιν θα χρειαζόταν ένα νέο αφήγημα.
Αντί να σκέφτεται τους στρατιωτικούς χάρτες με τους στρατηγούς του, θα έπρεπε να ασχολείται με την ταπεινή καθημερινότητα της διακυβέρνησης εν καιρώ ειρήνης: Υποστήριξη βετεράνων με αναπηρία, αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, ρύθμιση του συστήματος υγείας, σταθεροποίηση του ρωσικού νομίσματος και αναζήτηση τού τι μπορεί να πουλήσει η Ρωσία στον κόσμο μόλις στερέψει η ζήτηση πετρελαίου. Κανένα από αυτά δεν είναι θέματα που ενδιαφέρουν τον Πούτιν στο παραμικρό, τονίζει η ανάλυση στην Die Zeit.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Πούτιν θα υψώσει όλα τα εμπόδια που μπορεί για να αποφύγει τη «διαρκή ειρήνη» για την οποία μιλούν οι απεσταλμένοι του Τραμπ. Αυτό που τον χωρίζει από την Ευρώπη, και μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου, είναι μια θεμελιωδώς στρεβλή αίσθηση τού τι θεωρείται φυσιολογικό.
Για τους περισσότερους ανθρώπους, η ειρήνη είναι η φυσική κατάσταση των πραγμάτων και ο πόλεμος είναι μια αφόρητη εξαίρεση που πρέπει να σταματήσει το συντομότερο δυνατό. Για τον Πούτιν, είναι το αντίστροφο. Από τα 25 χρόνια που είναι στην εξουσία, έχει περάσει τα 20 διεξάγοντας πόλεμο — στην Τσετσενία, τη Γεωργία, την Αφρική, τη Συρία και τα τελευταία 11 χρόνια, στην Ουκρανία. Για τον Πούτιν, ο πόλεμος είναι ο κανόνας, καταλήγει η ανάλυση στη γερμανική εφημερίδα.
Πηγή: Die Zeit