ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Χένρι Κίσινγκερ: Ο αμφιλεγόμενος «αρχιτέκτονας» της αμερικανικής ρεαλπολιτίκ

Αυτό που οι υποστηρικτές του περιέγραψαν ως ρεαλπολιτίκ, οι επικριτές του το καταδίκασαν ως ανήθικο

Kathimerini.gr

Πιστός οπαδός του «ρεαλισμού» στη διπλωματία, τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης και επικρίθηκε ως εγκληματίας πολέμου.

Ως σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας και υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ακολούθησε δυναμικά την πολιτική της αποκλιμάκωσης, η οποία συνέβαλε στο να βγουν από τον «πάγο» οι σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση και την Κίνα.

Η διπλωματία του βοήθησε να τερματιστεί η αραβοϊσραηλινή σύγκρουση του 1973, και η διαπραγμάτευση των ειρηνευτικών συμφωνιών του Παρισιού έβγαλε την Αμερική από τον μακρύ εφιάλτη στο Βιετνάμ.

Ωστόσο, αυτό που οι υποστηρικτές του Χένρι Κίσινγκερ περιέγραψαν ως ρεαλπολιτίκ, οι επικριτές του το καταδίκασαν ως ανήθικο.

Κατηγορήθηκε για τουλάχιστον σιωπηρή υποστήριξη του αιματηρού πραξικοπήματος που ανέτρεψε την αριστερή κυβέρνηση στη Χιλή, καθώς και για τη μη καταγγελία του «βρώμικου πολέμου» του στρατού της Αργεντινής εναντίον του λαού της.

Στο άκουσμα της απονομής του βραβείου Νόμπελ στον Κίσινγκερ, ο κωμικός Τομ Λέλερ είχε σχολιάσει τότε ότι η πολιτική σάτιρα μπορούσε πλέον να θεωρείται «ξεπερασμένη».

Αναλύσεις στον διεθνή Τύπο σήμερα Πέμπτη, στον απόηχο της είδησης του θανάτου του, κάνουν λόγο για «γίγαντα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος» και επισημαίνουν πως ο Κίσινγκερ ασκούσε επιρροή μέχρι το τέλος της ζωής του.

Κάτι που πέτυχε, σε μεγάλο βαθμό, χάρη στην ίδρυση το 1982 της γεωπολιτικής συμβουλευτικής εταιρείας του με έδρα τη Νέα Υόρκη και τη συγγραφή πολλών βιβλίων για διεθνείς υποθέσεις.

Μεταξύ κυνισμού και γοητείας, βαρβαρότητας και επιδεξιότητας, ο αρχιτέκτονας της αμερικανικής ρεαλπολιτίκ και της πολιτικής της αποκλιμάκωσης στις σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση, οι θαυμαστές του ισχυρίζονται ότι συνέβαλε όσο λίγοι στην παγκόσμια σταθερότητα.

Η ίδια η πορεία του αποτελεί, κατά πολλούς, παράδειγμα για το πώς το «αμερικανικό όνειρο» γίνεται πραγματικότητα. Απορος Γερμανοεβραίος μετανάστης, κατάφερε να αναρριχηθεί στη εξουσία και να γίνει ο πιο διάσημος διπλωμάτης στον κόσμο.

Ποιος ήταν

Ο Χάιντς Αλφρεντ Κίσινγκερ ήταν γόνος μεσοαστικής εβραϊκής οικογένειας. Γεννήθηκε στη Βαυαρία στις 27 Μαΐου 1923.

Η οικογένεια βρέθηκε αντιμέτωπη με τις διώξεις των ναζί και εντάχθηκε τελικά στη γερμανοεβραϊκή κοινότητα της Νέας Υόρκης το 1938.

Ο Χένρι Κίσινγκερ υπήρξε ντροπαλός ως έφηβος, δεν έχασε την προφορά του ούτε την αγάπη του για το ποδόσφαιρο.

Πήγε σε νυχτερινό γυμνάσιο, επειδή την ημέρα εργαζόταν σε εργοστάσιο και επρόκειτο να σπουδάσει λογιστική, αλλά στρατολογήθηκε στο πεζικό.

Βρέθηκε να διοικεί καταληφθείσα γερμανική πόλη, παρά το γεγονός ότι κατείχε βαθμό στρατιώτη. Προς το τέλος του πολέμου, εντάχθηκε στην αντικατασκοπεία.

Σε ηλικία 23 ετών συμμετείχε σε ομάδα που αναζητούσε πρώην αξιωματικούς της Γκεστάπο και είχε αρκετή εξουσία ώστε να συλλαμβάνει υπόπτους.

Πυρηνικοί πόλεμοι και Μάο

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον και ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Χένρι Κίσινγκερ στο Οβάλ Γραφείο στην Ουάσιγκτον, στις 10 Φεβρουαρίου του 1971 (Reuters).

Με την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Χάρβαρντ και αναρριχήθηκε στην ακαδημαϊκή κλίμακα.

Το 1957, δημοσίευσε το βιβλίο Nuclear War and Foreign Policy (Πυρηνικός Πόλεμος και Εξωτερική Πολιτική), όπου ανέλυσε τις απόψεις του υπέρ ενός «περιορισμένου πυρηνικού πολέμου».

Ισχυρίστηκε ότι η «τακτική» και «στρατηγική» χρήση μιας νέας γενιάς μικρότερων πυραύλων μπορεί να έχει αποτελέσματα.

Το βιβλίο του είχε απήχηση. Η μακρά πορεία του προς τη δόξα και την εξουσία είχε ξεκινήσει, ενώ η θεωρία του «μικρού πυρηνικού πολέμου» εξακολουθεί να ασκεί επιρροή.

Εγινε βοηθός του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης και υποψήφιου για την προεδρία Νέλσον Ροκφέλερ.

Οταν ο Ρίτσαρντ Νίξον εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο το 1968, προσφέρθηκε στον Κίσινγκερ η θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας.

Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν στο αποκορύφωμά του. Ο όλεθρος μόλις είχε αποφευχθεί στην Κούβα, τα αμερικανικά στρατεύματα βρίσκονταν ακόμα στο Βιετνάμ και η Ρωσία είχε εισβάλει πρόσφατα στην Πράγα.

Ωστόσο, ο Νίξον και ο Κίσινγκερ έθεσαν ως στόχο να μειώσουν την ένταση στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Σοβιετική Ενωση και αναβίωσαν τις διαπραγματεύσεις για να μειώσουν το μέγεθος των πυρηνικών οπλοστασίων στις δύο χώρες.

Ταυτόχρονα, ξεκίνησε διάλογος με την κινεζική κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό Τσου Εν Λάι. Οι σινοαμερικανικές σχέσεις βελτιώθηκαν, ενώ αυξήθηκε η διπλωματική πίεση στη σοβιετική ηγεσία, η οποία φοβόταν τον ισχυρό γείτονά της.

Οι προσπάθειες του Κίσινγκερ κατέληξαν στο ιστορικό ταξίδι του Νίξον στην Κίνα το 1972, κατά το οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος συναντήθηκε τόσο με τον Τσου όσο και με τον Μάο Τσε Τουνγκ και δόθηκε τέλος σε 23 χρόνια διπλωματικής απομόνωσης και εχθρότητας.

Το Νόμπελ Ειρήνης

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζ. Φορντ συναντάται με τον υπουργό Εξωτερικών Χ. Κίσινγκερ, τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγό και τον πρέσβη στο Βιετνάμ, στον Λευκό Οίκο, 25 Μαρτίου του 1975 (Reuters).

Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να αποσυρθούν από τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Η «ειρήνη με τιμή» ήταν βασική προεκλογική υπόσχεση του Νίξον. Και ο Κίσινγκερ είχε από καιρό καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οποιεσδήποτε στρατιωτικές νίκες των ΗΠΑ δεν θα είχαν νόημα, καθώς δεν «θα απέτρεπαν την τελική απόσυρση».

Ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με το Βόρειο Βιετνάμ, ενώ προηγουμένως είχε συμφωνήσει με τον Νίξον τη διενέργεια μυστικών βομβιστικών επιθέσεων στην ουδέτερη Καμπότζη, σε μία προσπάθεια να πλήξει στρατεύματα και προμήθειες των κομμουνιστών.

Αυτή η τακτική είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον 50.000 αμάχων. Η αποσταθεροποίηση της χώρας οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο και στο βάναυσο καθεστώς του Πολ Ποτ, ηγέτη των Κόκκινων Χμερ που ήλεγχαν την Καμπότζη στο διάστημα 1975-1979.

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους Βιετκόνγκ στο Παρίσι, ο Κίσινγκερ, υπουργός Εξωτερικών πλέον, διαπραγματεύτηκε και πέτυχε την απόσυρση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από το Νότιο Βιετνάμ.

Αυτό του χάρισε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, από κοινού με τον Λε Ντουκ Θο του Βόρειου Βιετνάμ. Η απόφαση να βραβευθεί προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ο Κίσινγκερ παρέλαβε το βραβείο «με ταπεινότητα» και δώρισε το χρηματικό έπαθλο στα παιδιά των Αμερικανών στρατιωτών που είχαν χάσει τη ζωή τους στη σύγκρουση.

Δύο χρόνια αργότερα, όταν οι κομμουνιστικές δυνάμεις κατέλαβαν το Νότιο Βιετνάμ, προσπάθησε να το επιστρέψει.

Οι «αδιάφοροι» Ρωσοεβραίοι και το «ενδιαφέρον» για τους Χιλιανούς

Η διπλωματία του έφερε κατάπαυση του πυρός μετά τον Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο του 1973. Το μυστικό σύστημα ηχογραφήσεων του Λευκού Οίκου του Νίξον κατέγραψε τις διαχυτικές ευχαριστίες της πρωθυπουργού του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ για τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος και ο Κίσινγκερ είχαν χειριστεί το Μεσανατολικό.

Αλλά αφότου έφυγε, οι κασέτες αποκάλυψαν μία πιο σκοτεινή πλευρά της ρεαλπολιτίκ. Ούτε ο Κίσινγκερ ούτε ο Νίξον είχαν πρόθεση να ασκήσουν πίεση στη Σοβιετική Ενωση για να επιτρέψουν στους Ρώσους Εβραίους να αναζητήσουν μία νέα ζωή στο Ισραήλ.

«Η μετανάστευση των Εβραίων από τη Σοβιετική Ενωση δεν αποτελεί στόχο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής», είχε δηλώσει ο Κίσινγκερ, προσθέτοντας πως «το αν θα βάλουν τους Εβραίους σε θαλάμους αερίων στη Σοβιετική Ενωση, δεν συνιστά αμερικανική, αλλά μάλλον ανθρωπιστική ανησυχία».

Κριτική δέχτηκε και για την επιλογή του να υποστηρίξει τον σάχη του Ιράν, κάτι που τον ενθάρρυνε να αυξήσει τις τιμές του πετρελαίου και να τροφοδότησε τη μεγαλομανία που οδήγησε στην Ιρανική Επανάσταση.

Τον κατηγόρησαν και για υποστήριξη της βάναυσης εκστρατείας του Πακιστάν κατά την καταστολή αποσχιστικής εξέγερσης στο σημερινό Μπαγκλαντές, επειδή το Πακιστάν υπήρξε ο «μυστικός σύνδεσμός του» προς τους Κινέζους.

Εν τω μεταξύ, η εκλογή του μαρξιστή Σαλβαδόρ Αλιέντε ως προέδρου της Χιλής προβλημάτισε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η νέα κυβέρνηση ήταν φιλοκουβανική και εθνικοποίησε αμερικανικές εταιρείες.

Η CIA διεξήγαγε μυστικές επιχειρήσεις στη Χιλή, σε μία προσπάθεια να βοηθήσει τις ομάδες της αντιπολίτευσης να ανατρέψουν τη νέα κυβέρνηση. Ο Κίσινγκερ προήδρευσε της επιτροπής που ενέκρινε τη δράση.

«Δεν βλέπω γιατί πρέπει να μείνουμε άπραγοι και να παρακολουθούμε μία χώρα να γίνεται κομμουνιστική λόγω της ανευθυνότητας του λαού της», είπε.

«Τα ζητήματα είναι τόσο σημαντικά για τους Χιλιανούς ψηφοφόρους και δεν πρέπει να αφεθούν να αποφασίσουν μόνοι τους», πρόσθεσε.

Τελικά, ο στρατός παρενέβη και ο Αλιέντε έχασε τη ζωή του κατά το βίαιο πραξικόπημα που έφερε τον στρατηγό Πινοσέτ στην εξουσία. Πολλοί από τους στρατιώτες του Πινοσέτ αποδείχθηκε ότι είχαν πληρωθεί από τη CIA.

Τα επόμενα χρόνια, ο ίδιος ο Κίσινγκερ θα διωκόταν από σειρά δικαστηρίων που εξέτασαν υποθέσεις για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θανάτους ξένων υπηκόων υπό το στρατιωτικό καθεστώς.

Ενα χρόνο αργότερα, ο Κίσινγκερ παρακολουθούσε τον δακρυσμένο Ρίτσαρντ Νίξον να φεύγει από τον Λευκό Οίκο, συγκλονισμένος από το σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ. Ο διάδοχος του Νίξον, Τζέραλντ Φορντ, τον κράτησε στη θέση του υπουργού Εξωτερικών.

Ο Κίσινγκερ κατηγορήθηκε και για αδιαφορία για τις «εξαφανίσεις» των επικριτών της χούντας στην Αργεντινή.

Η σχέση ηθικής και ασφάλειας

Οι επικρίσεις συνεχίστηκαν και μετά την αποχώρησή του από το αξίωμα το 1977. Του προσφέρθηκε έδρα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ωστόσο η προσφορά αποσύρθηκε λόγω διαμαρτυριών από φοιτητές.

Ο ίδιος άσκησε κριτική στον Τζίμι Κάρτερ και στον Μπιλ Κλίντον για την εξωτερική τους πολιτική, υποστηρίζοντας ότι οι δύο πρόεδροι επιδίωκαν πολύ γρήγορο άλμα προς την ειρήνη στη Μέση Ανατολή.

Επειτα από την 11η Σεπτεμβρίου, ο Τζορτζ Μπους του ζήτησε να ηγηθεί της έρευνας για τις επιθέσεις στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί λίγες εβδομάδες αργότερα, επειδή αρνήθηκε να αποκαλύψει τη λίστα των πελατών τής συμβουλευτικής του εταιρείας και να δώσει εξηγήσεις για φερόμενη σύγκρουση συμφερόντων.

Είχε συναντήσεις με τον πρόεδρο Μπους και τον αντιπρόεδρο Ντικ Τσένι, για να τους συμβουλεύσει για το Ιράκ μετά την εισβολή του 2003. «Η νίκη επί της εξέγερσης», τους είπε, «είναι η μόνη στρατηγική εξόδου».

Ενημέρωσε τον Ντόναλντ Τραμπ μετά την εκλογή του το 2017 για τις εξωτερικές υποθέσεις, προτείνοντάς του, μεταξύ άλλων, την αποδοχή της κατοχής της Κριμαίας από τον Βλαντιμίρ Πούτιν.

Ο Χένρι Κίσινγκερ είχε τεράστια λίστα επαφών. «Η δύναμη», του άρεσε να λέει, «είναι το απόλυτο αφροδισιακό».

«Μία χώρα που απαιτεί ηθική τελειότητα στην εξωτερική της πολιτική», δήλωσε κάποτε, «δεν θα επιτύχει ούτε τελειότητα ούτε ασφάλεια».

Ο Κίσινγκερ απέκτησε δύναμη, φήμη και πλούτο πέρα από τα όνειρα των περισσότερων. Ωστόσο, πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του υπερασπιζόμενος τον εαυτό του και τη θέση του στην Ιστορία και προσπαθώντας να δώσει εξηγήσεις για ενέργειες και τυχόν παραλείψεις του.

Από τους πιο έντονους επικριτές του, ο συγγραφέας και αρθρογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς τον είχε χαρακτηρίσει «εγκληματία πολέμου».

Ο δημοσιογράφος και ερευνητής Σέιμουρ Μ. Χερς, στο βιβλίο The Price of Power, αναφέρει ότι ο δρ Κίσινγκερ και ο Νίξον «παρέμειναν τυφλοί ως προς το ανθρώπινο κόστος των πράξεών τους» και προσθέτει: «Οι νεκροί και οι ακρωτηριασμένοι στο Βιετνάμ και την Καμπότζη, όπως στη Χιλή, το Μπαγκλαντές, την Μπιάφρα και τη Μέση Ανατολή, φαινόταν να μη μετράνε, καθώς ο πρόεδρος και ο σύμβουλός του για την Εθνική Ασφάλεια πολεμούσαν τη Σοβιετική Ενωση, τις παρανοήσεις τους, τους πολιτικούς τους εχθρούς και ο ένας τον άλλον».

 

Με πληροφορίες από Washington Post, New York Times, BBC, Guardian

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση