Kathimerini.gr
Γιώργος Σκαφιδάς
Σφύριγμα λήξης στο 97΄… Οι φιλοξενούμενοι έχουν μόλις ισοφαρίσει, στις καθυστερήσεις, και ο πάγκος των γηπεδούχων «βράζει». Ο διαιτητής, ανυποψίαστος, οδεύει προς την έξοδο. Νομίζει ότι «ξεμπέρδεψε». Ο πρόεδρος των γηπεδούχων έχει, ωστόσο, άλλη άποψη. Τον προλαβαίνει με ένα δεξί κροσέ και τον ξαπλώνει στο χορτάρι. «Θα σε αποτελειώσω. Θα σε σκοτώσω», φέρεται να του λέει. Όχι, δεν βλέπουμε αγώνα πυγμαχίας, απλώς «άναψαν τα αίματα». Ακολουθούν σκηνές χάους, με τον διαιτητή να δέχεται κλοτσιές πεσμένος, τους παράγοντες των δύο ομάδων να ανταλλάσσουν τζαρτζαρίσματα και τα διεθνή ΜΜΕ να θυμούνται τη βία στα γήπεδα της Τουρκίας…
Όλοι καταγγέλλουν και καταδικάζουν. Στην πραγματικότητα ωστόσο, κανείς δεν εκπλήσσεται.
Έτσι είναι το ποδόσφαιρο στην Τουρκία, θα πουν κάποιοι, με μια δόση μοιρολατρικής συγκατάβασης: εξάπτει τα πάθη.
Έτσι «κατάντησε» το ποδόσφαιρο επί Ερντογάν, θα καταγγείλουν άλλοι, με αντιπολιτευτική στόχευση.
Ο 59χρονος Φάρουκ Κότζα, ο οποίος γρονθοκόπησε τον 37χρονο Τούρκο διαιτητή Χαλίλ Ουμούτ Μελέρ έπειτα από τον αγώνα MKA Άνκαραγκιουτζου – Τσαϊκούρ Ρίζεσπορ στις 11 Δεκεμβρίου στην Άγκυρα, ήταν άλλωστε, πέρα από πρόεδρος της γηπεδούχου ομάδας, και πολλά άλλα: στέλεχος του κυβερνώντος ερντογανικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), πρώην βουλευτής και άλλοτε επίδοξος δήμαρχος της τουρκικής πρωτεύουσας, θα προσθέσουν οι καταγγέλλοντες, υπερασπιζόμενοι τις καταγγελίες τους.
Ο διαιτητής Χαλίλ Ουμούτ Μελέρ μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο (AP Photo/Ali Unal)
«Αθλητισμός σημαίνει ειρήνη και αδελφοσύνη. Ο αθλητισμός είναι ασύμβατος με τη βία. Δεν θα επιτρέψουμε ποτέ τη βία στον τουρκικό αθλητισμό», διεμήνυσε ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις 11 Δεκεμβρίου, καταδικάζοντας την επίθεση που είχε μόλις προηγηθεί σε βάρος του Τούρκου διαιτητή.
Bu akşam oynanan MKE Ankaragücü-Çaykur Rizespor müsabakası sonrasında hakem Halil Umut Meler’e yapılan saldırıyı kınıyor, kendisine geçmiş olsun dileklerimi iletiyorum.
— Recep Tayyip Erdoğan (@RTErdogan) December 11, 2023
Spor, barış ve kardeşlik demektir. Spor şiddetle bağdaşmaz. Şiddetin Türk sporunun içinde barınmasına asla…
Εκρήξεις βίας
Τα βίαια επεισόδια στα γήπεδα της Τουρκίας είναι, ωστόσο, περισσότερο συχνά από όσο θα ήθελε να παραδεχθεί ένας πρώην ημιεπαγγελματίας ποδοσφαιριστής όπως ο Ερντογάν που στα νιάτα του είχε παίξει για ομάδες της Κωνσταντινούπολης (IEET Spor, Erokspor, Camialti Spor)…
Τα παραδείγματα, πολλά. Για του λόγου το αληθές, μπορεί κανείς να ανατρέξει στις φωτιές που είχαν ανάψει οι οπαδοί της Φενέρμπαχτσε στο γήπεδό τους το 2010, στις μαχαιριές που είχε δεχθεί την ίδια χρονιά ο προπονητής της Μερσίν Ιντμάν Γιουρντού εν ώρα αγώνα, στους πυροβολισμούς που είχε δεχθεί το λεωφορείο της Φενέρμπαχτσε το 2015 έπειτα από το ματς με τη Ρίζεσπορ, στις πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις έξω από το γήπεδο της Μπεσίκτας το 2016… Κι όλα αυτά, χωρίς να συνυπολογίσει κανείς τις συγκρούσεις μεταξύ οπαδών και/ή παραγόντων εντός και εκτός των γηπέδων.
Το παρελθόν
Το ποδόσφαιρο «εισήχθη» στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από οικογένειες Άγγλων εμπόρων πίσω στα τέλη του 19ου αιώνα, με εφαλτήριο πόλεις όπως ήταν η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη, χωρίς ωστόσο να γίνει αποδεκτό από το ισλαμικό κατεστημένο της εποχής που το απέρριψε ως κατάλληλο μόνο για Ελληνες, Αρμένιους, Αγγλους, Εβραίους και, γενικώς, μη-μουσουλμάνους. Από τις αρχές του 20ου αιώνα και έπειτα, θα άρχιζαν να στήνονται οι πρώτες τουρκικές ομάδες. Η Τουρκία εντάχθηκε επισήμως στη FIFA το 1923 και από τη δεκαετία του 1950 το ποδόσφαιρο στη χώρα έγινε επαγγελματικό. Στην πορεία ωστόσο, ο βασιλιάς των σπορ θα αποκτούσε παράλληλα και πολιτικές προεκτάσεις, με τον πραξικοπηματία πρόεδρο Κενάν Εβρέν να προωθεί, για παράδειγμα, απροκάλυπτα μια ομάδα της Αγκυρας, την Άνκαραγκιουτζου, ενάντια σε εκείνες της Κωνσταντινούπολης… το τουρκικό κράτος να «μπαίνει» ως βασικός μέτοχος στα γήπεδα… και τους Τούρκους πολιτικούς να δίνουν το «παρών» στις κερκίδες κυνηγώντας όχι μπάλες αλλά ψήφους…
«Από τότε που ανήλθε στην εξουσία το 2002, η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης προώθησε το τουρκικό ποδόσφαιρο κινητοποιώντας πρωτοφανείς πόρους: συνέβαλε στην αύξηση των εσόδων, έθεσε σε τροχιά υλοποίησης τουλάχιστον 30 νέα έργα κατασκευής γηπέδων σε 27 τουρκικές πόλεις, έχτισε ένα προπονητικό συγκρότημα για την εθνική ομάδα και διεκδίκησε τη διοργάνωση διεθνών τουρνουά», έγραφε, πριν από μήνες, ο Σέφα Σετζέν στον ιστοχώρο του δικτύου POMEPS (Project on Middle East Political Science) του Ινστιτούτου Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον. Αναφερόμενος ειδικότερα στον Ερντογάν δε, ο Σετζέν σημείωνε την τάση που έχει ο Τούρκος πρόεδρος να «φοράει τα κασκόλ τοπικών ομάδων κατά τις πολιτικές περιοδείες του…»
(Kayhan Ozer, Presidential Press Service Pool via AP)
«Η ποδοσφαιρική βιομηχανία στην Τουρκία έχει επωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από την κυβέρνηση μέσω της διανομής πόρων που τείνουν να καταλήγουν στα χέρια ημετέρων αλλά και η κυβέρνηση, από την πλευρά της, κρατά το ποδόσφαιρο υπό έλεγχο μέσω των εν λόγω ημετέρων», έγραφε ο Μπουράκ Καζίμ Γιλμάζ το 2020, στον ιστοχώρο του Democratic Erosion Consortium.
Ποδόσφαιρο και πολιτική
«Από το 2002, ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του εκμεταλλεύτηκαν την επιρροή που ασκούν στο ποδόσφαιρο μέσω άμεσων και έμμεσων παρεμβάσεων, προκειμένου να ενισχύσουν την πολιτική τους δύναμη», σημειώνει ο ιστοχώρος BreakingTheLines σε παλαιότερη ανασκόπησή του.
«Το ποδόσφαιρο ήταν πάντοτε πολιτικό στην Τουρκία, ποτέ όμως δεν ήταν περισσότερο πολιτικό από ό,τι είναι τώρα, υπό το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης», έγραφε ο Βρετανός Πάτρικ Κέντι, δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «The Passion: Football and the Story of Modern Turkey», σε ανταπόκρισή του από την Κωνσταντινούπολη το 2016.
(Yasin Bulbul/Turkish Presidency via AP, File)
Γκεζί 2013
Οι «οργανωμένοι» πολλών ομάδων είχαν βρεθεί να «συμπρωταγωνιστούν» στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που είχαν συνταράξει την Κωνσταντινούπολη τρία χρόνια νωρίτερα, το 2013, με φόντο το πάρκο Γκεζί. Οι «τρεις μεγάλοι» («Üç Büyükler») της Πόλης (Φενέρμπαχτσε, Μπεσίκτας, Γαλατασαράι) είχαν δει τα χρώματά τους να φιγουράρουν, τότε, σε περίοπτη θέση μεταξύ των διαδηλωτών, με τους οργανωμένους «Çarşı» της Μπεσίκτας να ξεχωρίζουν μάλιστα ως οι πλέον δραστήριοι, πράγμα που θα οδηγούσε ορισμένους εξ αυτών και στο εδώλιο ως «τρομοκράτες» ή «πραξικοπηματίες», ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα, το 2011, οι οπαδοί της Γαλατασαράι είχαν γιουχάρει τον Ερντογάν όταν εκείνος έδωσε το «παρών» στα εγκαίνια του νέου τους σταδίου.
(AP Photo/Burhan Ozbilici)
Η κυβερνητική «αντεπίθεση» του 2014
Η κυβέρνηση Ερντογάν, ωστόσο, δεν έμεινε με τα χέρια σταυρωμένα. Αρχής γενομένης από το 2014, πατώντας πάνω σε έναν παλαιότερο νόμο του 2011 (τον 6222), επέβαλε ένα νέο σύστημα έκδοσης ονομαστικών ηλεκτρονικών εισιτηρίων (Passolig) για τα παιχνίδια των δύο κορυφαίων κατηγοριών, ένα σύστημα το οποίο, όπως καταγγέλλουν οι ουκ ολίγοι επικριτές του, «φακελώνει» τους οπαδούς με βάση προσωπικά δεδομένα (αριθμό ταυτότητας, διεύθυνση, επάγγελμα, οικογενειακή κατάσταση, αγαπημένη ποδοσφαιρική ομάδα). Το εν λόγω σύστημα υπήρξε όμως αποτελεσματικό ως μόνο ως μέσο ελέγχου αλλά και ιδιαίτερα προσοδοφόρο για τον Ερντογάν και τους συν αυτώ παρατρεχάμενους. Η εταιρεία πίσω από το Passolig ήταν η Aktifbank, που ήταν θυγατρική του ομίλου Çalık Holding στον οποίο κορυφαία θέση είχε άλλοτε ο γαμπρός του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, ενώ και ο Αχμέτ Τσαλίκ, ο δισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης του εν λόγω ομίλου, ήταν γνωστός ως υποστηρικτής του Τούρκου ηγέτη.
Η κόντρα παραμένει
Και μετά το 2014 ωστόσο, παρά τα νέα ηλεκτρονικά εισιτήρια, τις κάμερες στα γήπεδα και τις διώξεις, πολλοί οπαδοί (της Φενέρμπαχτσε, της Μπεσίκτας κ.ά.) θα συνέχιζαν να προκαλούν πονοκέφαλο στην ισλαμοσυντηρητική κυβέρνηση… κάνοντας εκστρατεία ενάντια στη συνταγματική αναθεώρηση το 2017… διαδηλώνοντας την υποστήριξή τους προς την ποπ σταρ Γκιουλσέν όταν εκείνη συνελήφθη το 2022… καταγγέλλοντας τους κυβερνητικούς χειρισμούς στον απόηχο των καταστροφικών σεισμών το 2023… ζητώντας ακόμη και την παραίτηση του ιδίου του Ερντογάν…
Όσα λένε, βέβαια, οι οπαδοί, δεν εκφράζουν παράλληλα πάντοτε και τις διοικήσεις των ομάδων. Πρόεδρος της Μπεσίκτας ήταν, για παράδειγμα, επί σειρά ετών ο Γιλντιρίμ Ντεμιρορέν του επιχειρηματικού ομίλου Demirören Group, η οικογένεια του οποίου έχει στηρίξει τον Ερντογάν και έχει λάβει στήριξη από αυτόν.
Το προφίλ των τριών μεγάλων
Υπενθυμίζεται ότι από τις τρεις μεγάλες ομάδες της Κωνσταντινούπολης, η Μπεσίκτας θεωρείται σε γενικές γραμμές η πιο «λαϊκή» και η Γαλατασαράι η πιο «δυτικότροπη» ή «ελιτίστικη» (αλλά και η ομάδα που στηρίζουν πολλοί Κούρδοι προερχόμενοι από τα νοτιοανατολικά), ενώ η Φενέρμπαχτσε αντιμετωπιζόταν άλλοτε ως η αγαπημένη ομάδα του στρατιωτικού κατεστημένου. Ειρήσθω εν παρόδω, το στάδιό της Φενέρμπαχτσε φέρει το όνομα του Σουκρού Σαράτζογλου, ο οποίος έχει όμως ταυτιστεί με κάποιες από τις πλέον ανθελληνικές σελίδες της σύγχρονης τουρκικής ιστορίας (βλέπε εν προκειμένω τον φόρο βαρλίκ βεργκισί, γνωστό και ως «βαρλίκι», που είχε λειτουργήσει ως μέσο «εξόντωσης» των Ελλήνων το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1940).
Οι ομάδες του Ερντογάν
Όσο για τον ίδιο τον Ερντογάν, εκείνος δηλώνει μεν οπαδός της Φενέρμπαχτσε αλλά είναι πολύ «κοντά» και σε άλλες ομάδες παράλληλα, όπως είναι για παράδειγμα η Κασίμπασα του επιχειρηματία Τουργκάι Τζινέρ, το στάδιο της οποίας φέρει το όνομα «Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν», η Ρίζεσπορ από τη Ριζούντα (οι ποδοσφαιριστές της οποίας χαιρετούσαν, προ ετών, στρατιωτικά έχοντας στο πλευρό τους τον ίδιο τον Ερντογάν) και η – ερντογανικότερη του Ερντογάν – Μπασάκσεχιρ του επιχειρηματία Γκιοκσέλ Γκιουμουσντάγ ο οποίος μάλιστα τυγχάνει συγγενής της συζύγου του Τούρκου προέδρου και πρώτης κυρίας της Τουρκίας, Εμινέ Ερντογάν…