Εδώ και 75 χρόνια, η Συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού, αποτελούσε εγγύηση για την ασφάλεια των χωρών της Ευρώπης.
«Πρόκειται για συμφωνία την οποία ο Ντόνταλντ Τραμπ περιφρονεί πλέον ανοιχτά, θεωρώντας της ως κακή για τις ΗΠΑ», όπως επισημαίνει ανάλυση του Guardian με τίτλο «Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ απομακρύνονται – μετέωρη η Βρετανία».
Η ανάλυση του βρετανικού ειδησεογραφικού μέσου έρχεται στον απόηχο δήλωσης του πρώην Αμερικανού προέδρου σε ομιλία του σε προεκλογική εκδήλωση το Σαββατοκύριακο.
Ο Τραμπ καυχήθηκε ότι ενθάρρυνε τη Ρωσία να «κάνει ό,τι διάολο θέλει» σε χώρες που δεν πληρώνουν, κατά την άποψή του, τους λογαριασμούς τους στο ΝΑΤΟ.
«Είναι ανόητα, ντροπιαστικά και επικίνδυνα… Είναι αντιαμερικανικά», ανέφερε, σχολιάζοντας τη δήλωση του Τραμπ οΤζο Μπάιντεν σε δηλώσεις του στον Λευκό Οίκο χθες Τρίτη. «Το χειρότερο είναι ότι τα εννοεί. Κανένας πρόεδρος στην Ιστορία μας δεν υποκλίθηκε σε Ρώσο δικτάτορα», πρόσθεσε ο Αμερικανός πρόεδρος.
Ο Τραμπ δεν χρειάζεται ούτε να εννοεί ακριβώς αυτά που λέει, ούτε καν να κερδίσει τις εκλογές. Ηδη, η πολιτική ασάφεια που δημιουργεί με τις δημόσιες παρεμβάσεις του διαμορφώνουν, εν μέρει τουλάχιστον τη διεθνή ατζέντα και επηρεάζει τις σχέσεις της Ουάσιγκτον με συμμάχους της, κυρίως στην Ευρώπη.
Η αβεβαιότητα σχετικά με την αμερικανική στάση θα επηρεάσει κάθε συζήτηση κατά τη σύνοδο των υπουργών Αμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες αυτή την εβδομάδα.
Η εγγύτητα με τη Ρωσία
Εν τω μεταξύ, οι συζητήσεις για τις αμυντικές δαπάνες στο ΝΑΤΟ αυξάνονται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
«Η στρατιωτική συμμαχία έχει ωθήσει τα μέλη της σε υψηλότερες δαπάνες εδώ και σχεδόν μία δεκαετία», επισημαίνεται σε άλλη ανάλυση, στον απόηχο των δηλώσεων Τραμπ, στο Politico, με τίτλο «Η ρωσική απειλή αυξάνει τις αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ».
Στην ανάλυση επισημαίνεται η «σαφής τάση στους αμυντικούς προϋπολογισμούς των μελών του ΝΑΤΟ: όσο πιο κοντά στη Ρωσία, τόσο υψηλότερες οι δαπάνες».
Στον στόχο του ΝΑΤΟ για τις αμυντικές δαπάνες του 2% του ΑΕΠ, έχουν αναφερθεί και άλλοι πρόεδροι των ΗΠΑ στο παρελθόν, αν και με πιο διπλωματικούς όρους.
Ο Τραμπ έχει συχνά κατακεραυνώσει τα μέλη της συμμαχίας επειδή δαπανούν πολύ λίγα, ενώ το Σάββατο τα χαρακτήρισε «παραβάτες».
Αρκετές χώρες της Ε.Ε. εξακολουθούν να μην επιτυγχάνουν τον στόχο του ΝΑΤΟ, ωστόσο, όλες οι χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία ή την Ουκρανία το κάνουν, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, οι ΗΠΑ και η Ελλάδα ξεπερνούν επίσης το όριο του 2%.
«Ακόμη και με όρους ιδιοτελούς ρεαλιστικής πολιτικής, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να εκτιμήσει τη διατήρηση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, σταθερότητας και ευημερίας ως μέρισμα του ΝΑΤΟ», επισημαίνεται στην ανάλυση του Guardian.
Απομάκρυνση από την Ε.Ε.
Αντίθετα, η πολιτική στάση του Τραμπ απομακρύνει ολοένα περισσότερο τις ΗΠΑ από την Ευρώπη. Σύμφωνα με τον Guardian, «ο Τραμπ δεν κάνει συμμαχίες, μόνο συναλλαγές και απειλές, θεωρώντας ότι το αμοιβαίο όφελος είναι για τους δειλούς».
«Για τον λόγο αυτό περιφρονεί την Ε.Ε. ακόμη περισσότερο από το ΝΑΤΟ, επειδή δεν είναι πελάτης των ΗΠΑ», επισημαίνεται στην ανάλυση και προστίθεται: «Η φιλοδοξία του Τραμπ να αντιμετωπίσει την Ευρώπη ως αντίπαλο στο οικονομικό πεδίο αποτελεί κοινό στοιχείο του με τον Πούτιν».
Η στάση των ΗΠΑ είναι κομβικής σημασίας για τις εξελίξεις στο πεδίο της μάχης στην Ουκρανία. Η ζωτικής σημασίας βοήθεια έχει καθυστερήσει λόγω εμποδίων στο Κογκρέσο, γεγονός που είναι εν μέρει αποτέλεσμα της πολιτικής του Τραμπ πριν καν οριστεί επίσημα υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών.
Υπάρχει μια φράξια της αμερικανικής δεξιάς που θαυμάζει τον Πούτιν για ιδεολογικούς λόγους. Πρόκειται για ένα είδος μάστιγας και έκφρασης μιας εκφυλισμένης εκδοχής του αμερικανικού φιλελευθερισμού.
Ωστόσο, ως επί το πλείστον, οι Ρεπουμπλικάνοι απλώς χαίρονται εάν ο πόλεμος πάει άσχημα για την πλευρά που υποστήριξε ο Τζο Μπάιντεν, επισημαίνουν πολιτικοί αναλυτές.
Ετσι θα έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν την προεδρία του ως εποχή αδυναμίας των ΗΠΑ και τον Τραμπ ως ιδανική επιλογή για την αποκατάσταση της ισχύος της χώρας.
«Ο αποκρουστικός κυνισμός αυτού του παιχνιδιού δηλητηριάζει τις διεθνείς σχέσεις της Αμερικής, ακόμη και αν ο Μπάιντεν κερδίσει δεύτερη θητεία. Είναι ήδη σαφές ότι η παλιά συναίνεση του Κογκρέσου υπέρ του κράτους δικαίου έχει χαθεί», τονίζει ο Guardian.
Με αυτά τα δεδομένα, το σχέδιο για «στρατηγική αυτονομία», στο οποίο έχει αναφερθεί επανειλημμένα ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, επανέρχεται στο προσκήνιο με τη μορφή κατεπείγοντος στην Ευρώπη.
Οι δαπάνες και ο κίνδυνος
Ως προς τα οικονομικά μεγέθη, μία σύγκριση των αμυντικών δαπανών των μελών του ΝΑΤΟ το 2014 – όταν η συμμαχία έθεσε τον στόχο του 2% – με τις εκτιμώμενες δαπάνες για το 2023 δείχνει ότι σήμερα σχεδόν όλες οι χώρες διαθέτουν περισσότερα χρήματα για την άμυνα.
Στην Πολωνία, κράτος πρώτης γραμμής που συνορεύει με τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη σύμμαχο της Μόσχας, Λευκορωσία, καταγράφηκε το μεγαλύτερο άλμα δαπανών, που εκτινάχθηκε από το 1,9% του ΑΕΠ το 2014 στο 3,9% πέρυσι.
Αυτό την καθιστά την πρώτη χώρα με τις υψηλότερες δαπάνες ανά ΑΕΠ μεταξύ των 31 χωρών του ΝΑΤΟ.
Ακολουθούν οι ΗΠΑ με 3,49% και η Ελλάδα με αμυντικές δαπάνες 3,01% του ΑΕΠ. Οι υπόλοιπες χώρες που αναμενόταν να ξεπεράσουν το όριο του 2% ήταν η Εσθονία, η Φινλανδία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία και η Βρετανία. Με εξαίρεση τη Βρετανία και την Ελλάδα, οι ευρωπαϊκές χώρες που υπερέβησαν το όριο του 2% ήταν όσες μοιράζονται σύνορα ή βρίσκονται κοντά στη Ρωσία.
Είκοσι χώρες του ΝΑΤΟ, όμως, αναμένεται να δαπανήσουν ποσοστό μικρότερο του 2% του ΑΕΠ τους στην άμυνα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του 2023. Οι χώρες με το χαμηλότερο ποσοστό αμυντικών δαπανών σε σχέση με το ΑΕΠ ήταν το Λουξεμβούργο (0,72%), το Βέλγιο (1,13%) και η Ισπανία (1,26%).
Πέντε ακόμη χώρες, συμπεριλαμβανομένου και του Καναδά, δεν ξεπέρασαν το 1,5%. Παρά τη σημαντική συνεισφορά της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, το Βερολίνο έπεσε κάτω από το όριο του 2%.
Ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς ανακοίνωσε έτσι τη Δευτέρα ότι η κυβέρνησή του θα ενισχύσει τις αμυντικές δαπάνες προκειμένου να πετύχει τον στόχο του 2%.
Απαντώντας στις δηλώσεις του Τραμπ, ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ ανέφερε από την πλευρά του: «Κάθε υπόνοια ότι οι σύμμαχοι δεν θα υπερασπισθούν ο ένας τον άλλον υπονομεύει τη συλλογική ασφάλεια και θέτει Αμερικανούς και Ευρωπαίους στρατιώτες σε κίνδυνο».
Με πληροφορίες από Reuters, Guardian, Politico