Kathimerini.gr
Περαιτέρω «συσπείρωση» αλλά και την οργή νατοϊκών συμμάχων και Ευρωπαίων ηγετών προκάλεσαν οι δηλώσεις του τέως προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος σε προεκλογική συγκέντρωση στη Νότια Καρολίνα ισχυρίστηκε, το περασμένο Σάββατο, ότι δεν πρέπει να προστατεύονται από ενδεχόμενη ρωσική εισβολή όσα μέλη του ΝΑΤΟ δεν πληρώνουν.
«Η Ευρωπαϊκή Ενωση και η φιλοσοφία του ΝΑΤΟ μοιάζουν με τους “Τρεις σωματοφύλακες”, δηλαδή όλοι για έναν και ένας για όλους», ήταν η «πληρωμένη» απάντηση του Πολωνού πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ. Η επιλογή του γαλλικού μυθιστορήματος δεν έγινε τυχαία, καθώς βρισκόταν στο Παρίσι για συνάντηση με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και ενώ θα επισκεπτόταν αργότερα το Βερολίνο σε μια προσπάθεια αναβίωσης του λεγόμενου «τριγώνου της Βαϊμάρης», της πλατφόρμας πολιτικής συνεργασίας μεταξύ της Πολωνίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας που δημιουργήθηκε το 1991 και που «πάγωσε» την περίοδο πολιτικής κυριαρχίας του εθνικιστικού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS).
Αμφότεροι Τουσκ και Μακρόν σημείωσαν την ανάγκη για ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των συμμάχων με το «βλέμμα» και στην Ουκρανία –που παραμένει εκτός ΝΑΤΟ και Ε.Ε.–, την ώρα που αυξάνονται οι ανησυχίες για πιθανή έλλειψη μελλοντικής στήριξης των ΗΠΑ και προς το Κίεβο. Είχαν προηγηθεί δηλώσεις του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ στη νορβηγική τηλεόραση, την Κυριακή, όπου υπογράμμισε πως «οποιαδήποτε πρόταση ότι οι σύμμαχοι δεν θα υπερασπιστούν ο ένας τον άλλον υπονομεύει την ασφάλειά μας, συμπεριλαμβανομένης εκείνης των ΗΠΑ και θέτει Αμερικανούς και Ευρωπαίους στρατιώτες σε αυξημένο κίνδυνο».
Πηγές της Ε.Ε. τονίζουν στην «Κ» τη συνεχιζόμενη συνεισφορά της Ευρώπης προς την Ουκρανία και την πρόσφατη απόφαση για την οικονομική της ενίσχυση με 50 δισ. ευρώ.
Από την περασμένη Κυριακή, ηγέτες και αξιωματούχοι της Ε.Ε. αντιδρούν ποικιλοτρόπως στα σχόλια του Τραμπ, με κάποιους να θεωρούν ότι απλώς είναι μέρος της προεκλογικής καμπάνιας του και άλλους να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. «Στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ θα ακούσουμε αρκετά. Ας είμαστε σοβαροί», σχολίασε χθες στις Βρυξέλλες ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, για να προσθέσει ότι «δεν μπορεί το ΝΑΤΟ να είναι μια συμμαχία α λα καρτ».
Στο ίδιο μήκος κύματος περίπου κινήθηκαν οι δηλώσεις του νικητή των προεδρικών εκλογών της Κυριακής στην Φινλανδία, Αλεξάντερ Στουμπ. «Οι προεκλογικές εκστρατείες στις ΗΠΑ είναι πολύ διαφορετικές από τις εκλογές στη Φινλανδία και η ρητορική είναι αρκετά πιο σκληρή… Νομίζω ότι σε αυτή τη φάση το καλύτερο θα ήταν να παραμείνουμε ψύχραιμοι και να επικεντρωθούμε στην ενίσχυση της νατοϊκής συμμετοχής μας», είπε χαρακτηριστικά, ενώ αρκετοί αναλυτές αξιολογούν τη νίκη του –έναντι του πρώην υπουργού Εξωτερικών Πέκα Χααβίστο– ως καθαρή ένδειξη εμπιστοσύνης των Φινλανδών για τον Αλεξάντερ Στουμπ ως ικανότερου να ηγηθεί μιας πιο ισχυρής εξωτερικής πολιτικής για το νεότερο μέλος του ΝΑΤΟ.
Για ανάγκη «αφύπνισης» έκανε λόγο, πάντως, η πρωθυπουργός της Εσθονίας Κάγια Κάλας σχολιάζοντας τις δηλώσεις Τραμπ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη ενίσχυσης των αμυντικών δαπανών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, με φόντο την πραγματικότητα, όπου μόνο 11 χώρες του ΝΑΤΟ έφθασαν πέρυσι το όριο του 2% του ΑΕΠ στις αμυντικές δαπάνες –ανάμεσά τους και η Ελλάδα– ενώ συνολικά δεκατρείς, όπως οι Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία, δεν έπιασαν τον στόχο. Ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές μιλώντας στην «Κ», ωστόσο, υπενθύμισαν τη συνεχιζόμενη συνεισφορά των κρατών-μελών προς την Ουκρανία τα δύο τελευταία χρόνια, αλλά και την πρόσφατη απόφαση για την οικονομική της ενίσχυση ύψους 50 δισ. ευρώ, την ώρα που το αμερικανικό Κογκρέσο δεν έχει ακόμη λάβει την αντίστοιχη απόφαση ενίσχυσης του Κιέβου.
Οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι τόσο στην αυριανή συνάντηση της προέδρου της Κομισιόν στο Παρίσι με τον Γάλλο πρόεδρο –στο περιθώριο της 50ής επετείου του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας– όσο και στη διάρκεια της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια αυτή την εβδομάδα, οι συζητήσεις θα επικεντρωθούν στην αναζωογόνηση της ιδέας της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας, ιδιαίτερα στον αμυντικό τομέα, ενόψει μιας κρίσιμης εκλογικής χρονιάς τόσο για την Ευρώπη όσο και για τις ΗΠΑ.